Σήμερα το μεσημέρι επέστρεφα σπίτι από το Πανεπιστήμιο, όπως κάθε μέρα. Στ' αυτιά μου είχα, ως συνήθως, τα ακουστικά του κινητού μου και μουσική να παίζει. Στα μισά του δρόμου, καθώς περπατούσα στην εθνική, ένας κύριος στεκόταν στο πεζοδρόμιο και κοιτούσε βόρεια.
Με σταμάτησε και μου έδειξε, χωρίς να μου μιλήσει, προς το μέρος όπου κοιτούσε. Έβγαλα τα ακούστικα, για να μου πει τί μου έδειχνε, αλλά συνέχισε να μη μιλάει - μάλλον δε μπορούσε να μιλήσει.
Κοίταξα προς τα εκεί που μου έδειχνε. Στην αρχή δεν κατάλαβα τί μου έδειχνε. Μου έδειχνε ένα χωράφι με ελιές που βρισκόταν μπροστά; Μου έδειχνε τις οικοδομές πιο πίσω; Δεν κατάλαβα.
Ξανακοίταξα το χέρι του, και τότε πρόσεχα τί μου έδειχνε. Μου έδειχνε τη θάλασσα, τα βουνά απέναντι, τα σύννεφα πάνω από τα βουνά και τον ουρανό πάνω από αυτά.
Τον ξανακοίταξα, και τότε, χωρίς να πάρει το χέρι του από το τοπίο, έκανε εκείνη τη χαρακτηριστική χειρονομία με ενωμένα τα δάχτυλα του χεριού, τη χειρονομία που λέει
όμορφο,
ωραίο...