Ο ρόλος του ολοήμερου σχολείου αμφισβητείται, την ίδια στιγμή που η πλειονότητα των Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων σε Δημοτικά Σχολεία του Λεκανοπεδίου δίνει καθημερινά «μάχη» για να κρατήσει το θεσμό «εν ζωή», αναφέρει ο
Ελεύθερος Τύπος (10.09.2008).
Η κυρία Τένια Νικολοπούλου είναι μητέρα δύο παιδιών, 12 και 17 ετών. Από την Γ’ Δημοτικού αναγκάστηκε να τα εγγράψει στο ολοήμερο, καθώς οι πολλές ώρες καθημερινής δουλειάς δεν της άφηναν περιθώρια εναλλακτικής επιλογής. Η εμπειρία της; Μάλλον δραματική. «Παιδιά διαφορετικών ηλικιών στριμώχνονται σε αίθουσες του υπογείου. Χωρίς κατάλληλες υποδομές και χωρίς επαρκή αριθμό δασκάλων. Χωρίς την παρουσία νοσοκόμας. Στο ολοήμερο το μόνο που τελικά αρέσει στα παιδιά είναι το παιχνίδι. Ανύπαρκτη είναι και η προετοιμασία για τα μαθήματα της επόμενης μέρας. Χάσιμο χρόνου».
Στις πρώτες τρεις τάξεις του Δημοτικού σχολείου οι ανάγκες για γράψιμο είναι πολλές. Εκεί το ολοήμερο αποδεικνύεται χρήσιμο. Στις μεγαλύτερες, ωστόσο, που η μελέτη και η αποστήθιση αποτελούν τη βάση του διαβάσματος, οι δάσκαλοι του ολοήμερου αποδεικνύονται ατελέσφοροι. «Τα παιδιά σπάνια μελετούν, δεν κάνουν τις απαραίτητες επαναλήψεις, ενώ τις περισσότερες ώρες παίζουν στο προαύλιο».
Σήμερα η κυρία Νικολοπούλου στέλνει το μικρό της γιο σε μαθητικό εργαστήριο. «Στο σπίτι επιστρέφει στις 20.00 πλήρως διαβασμένος. Επειτα του μένει χρόνος για να ξεκουραστεί, να παίξει και ό,τι άλλο επιθυμεί», σημειώνει ικανοποιημένη.
Στο μαθητικό εργαστήρι, στο Γαλάτσι, η κυρία Χάιδη Παπαδοπούλου παραδίδει μαθήματα σε παιδιά του δημοτικού σχολείου. Αναλαμβάνει να τα προετοιμάσει σωστά για το μάθημα της επόμενης μέρας και να καλύψει τα «κενά» τους, με μεθοδικό διάβασμα και επαναλήψεις. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ο όγκος της ύλης αυξάνεται δραματικά, «τρέχει» με γρήγορους ρυθμούς και «κατεβαίνει» στις προηγούμενες τάξεις. «Οι γονείς δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις στη διδακτέα ύλη του σχολείου. Είτε γιατί δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις είτε γιατί δεν έχουν το χρόνο, λόγω της εργασίας τους».
Σήμερα, τη λύση προσφέρουν τα δεκάδες μαθητικά σπουδαστήρια που ανοίγουν κατά καιρούς σε κάθε γειτονιά της Αθήνας. Μέσα σε τέσσερις ώρες καθημερινά η κυρία Παπαδοπούλου, με τη συμβολή έξι επιπλέον καθηγητριών, καλείται να βοηθήσει τα παιδιά στο διάβασμα της επόμενης μέρας και παράλληλα να τους διδάξει ξένες γλώσσες. Το μαθητικό εργαστήρι λειτουργεί περίπου εφτά χρόνια. «Από εδώ έχουν περάσει πολλά παιδιά, τα οποία θέλουμε να διαπαιδαγωγήσουμε σωστά και να τους προσφέρουμε ό,τι καλύτερο».Μέχρι στιγμής, ο θεσμός έχει μεγάλη απήχηση. Ολοένα και περισσότερες μεσοαστικές οικογένειες ανατρέχουν στα προγράμματα ιδιωτικής «μελέτης» για να προσφέρουν στα παιδιά τους ένα χέρι βοήθειας. «Πρόκειται για υπερπροστατευτικούς γονείς, οι οποίοι αγωνιούν για την πρόοδο των παιδιών τους. Στερούνται πράγματα από τους εαυτούς τους για να καταβάλλουν δίδακτρα ύψους 150-200 ευρώ το μήνα. Οι περισσότεροι έχουν κυλιόμενο ωράριο και η πολύωρη απασχόλησή τους στον ιδιωτικό τομέα δεν τους επιτρέπει να συμβαδίζουν με το πρόγραμμα του σχολείου. Αλλοδαποί δεν υπάρχουν πολλοί».
Στην αντίθετη περίπτωση, γονείς με οικονομική επιφάνεια έχουν τη δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία. Παράλληλα, πληρώνουν καθηγητές που αναλαμβάνουν το διάβασμά τους κατ’ οίκον. «Εμείς δεν έχουμε απόγονους ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Συνήθως εδώ έρχονται παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες».
www.e-paideia.net