Acrobase  

Καλώς ήρθατε στην AcroBase.
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase.
H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη.

Επιστροφή   Acrobase > Πολιτιστικά > Λογοτεχνία > Τα διηγήματά μας
Ομάδες (Groups) Τοίχος Άρθρα acrobase.org Ημερολόγιο Φωτογραφίες Στατιστικά

Notices

Δεν έχετε δημιουργήσει όνομα χρήστη στην Acrobase.
Μπορείτε να το δημιουργήσετε εδώ

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #1  
Παλιά 18-12-09, 01:09
Το avatar του χρήστη Nelly
Nelly Ο χρήστης Nelly δεν είναι συνδεδεμένος
Mέλος
 

Τελευταία φορά Online: 09-05-12 11:04
Φύλο: Γυναίκα
Παραμονή.

short story


Τον ξύπνησε το κουδούνι που χτυπούσε επίμονα. Είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Σηκώθηκε με μισόκλειστα μάτια και παραπατώντας έφτασε στην πόρτα. Είδε τα δυο παιδιά απ’ το ματάκι και τους άνοιξε. Εκείνα ρώτησαν «να τα πούμε;» και πριν προλάβει να απαντήσει άρχισαν το «καλήν εσπέραν άρχοντες…». Ευτυχώς είχε βγάλει από χτες κι είχε αφήσει στο τραπεζάκι του χωλ κάτι ψιλά, γιατί με τόση τσίμπλα και ζάλη δε θα ήταν σε θέση να βρει το πορτοφόλι του. Τα πιτσιρίκια έπαιζαν με πολύ ενοχλητικό τρόπο τα τριγωνάκια τους, το ένα μάλιστα μπέρδευε και τα λόγια. Τα μάτια τους είχαν στραφεί στην παλάμη με τα ψιλά και ενώ τραγουδούσαν μηχανικά, από μέσα τους υπολόγιζαν πόσο θα πάει το σύνολο με αυτά τα τρεισήμισι ευρώ. Τους τα έδωσε, χάιδεψε με το άλλο χέρι το αναμαλλιασμένο κεφάλι του πιο μικρού και έκλεισε την πόρτα. Ακούστηκε απ’ έξω η φωνή του μεγάλου να λέει συνομωτικά «ρε! Εδώ χτυπήσαμε! Δε μας ανοίγουν!».

Μπήκε στην κουζίνα κι έβαλε καφέ. Έσυρε τα πόδια του στο μπάνιο κι έριξε άφθονο νερό πάνω του, που αντί να τον ξεκουράσει, ανέδειξε περισσότερο τις σακούλες στα μάτια του και τη θαμπή όψη του προσώπου του. Πήρε τον καφέ κι άνοιξε τον υπολογιστή. Είδε τα μέηλ του. Τίποτα. Τι περίμενε; Ότι θα τον θυμούνταν τα παιδιά του; Αν τον θυμούνταν, θα τον έπαιρναν τηλέφωνο, το οποίο δεν είχε χτυπήσει εδώ και πέντε μέρες. Σάμπως την άλλη φορά, μέηλ δεν του έστειλε ο μικρός για να του πει για τo μηχανάκι; Κι εκείνη όμως… δεν έπρεπε να προτρέψει τα παιδιά της να του τηλεφωνήσουν; Όχι να τον επισκεφθούν! Όχι! Πού τέτοια τύχη… ένα τηλεφώνημα μονάχα… αλλά πάλι… κοτζαμάν άντρες, η μάνα τους έπρεπε να τους δασκαλέψει; Βέβαια, τα δασκάλεψε, όταν ήταν ακόμη μικρά, τα φόρτωσε με ψέμματα κι υπερβολές για τον πατέρα τους και τώρα να τα αποτελέσματα! Ένιωσε ένα τράβηγμα στο στομάχι. Θα ’ναι από τα χτεσινά ξύδια, σκέφτηκε και θυμήθηκε εκείνη την απαίσια πολυλογού που το προηγούμενο βράδυ του είχε γίνει στενός κορσές. Είχε βγει με κάτι συναδέλφους απ’ το γραφείο. Αντροπαρέα. Τυχαία, κόλλησαν από κοντά κάτι γνωστές του ενός, με κάτι δικές τους γνωστές… τρέχα γύρευε δηλαδή! Κάτι απονενοημένες νοικοκυρές βγαλμένες από διαζύγιο, κάτι εργένισσες με φριχτά παραμορφωμένη άποψη για το άλλο φύλο, μια όμορφη που κάπνιζε αυτάρεσκα και σνόμπαρε την παρέα όλο το βράδυ και μια πολυλογού καριερίστρια που μιλούσε για τη δουλειά της αλλά τον κοιτούσε στα μάτια σα του έλεγε «θέλω να πηδηχτώ ΤΩΡΑ με τεράστιο φαλλό!».

Άνοιξε το ψυγείο και έφτιαξε ένα σάντουιτς. Άνοιξε την τοστιέρα και είδε κάτι ψίχουλα και σουσαμάκια και μια γκρίζα τρίχα, όχι δική του. Ψιλοαηδίασε. Πέταξε την τρίχα και σκέφτηκε πως ίσως πρέπει να βρει άλλη γυναίκα να του καθαρίζει. Η Ντίνα είχε μεγαλώσει και δεν έβλεπε και τόσο καλά. Τόσα χρόνια κι αυτή στα σπίτια, από δω κι από κει, τη γνώριζε όμως χρόνια, σα θεία του την είχε κι εκείνη είχε την ανάγκη του… τουλάχιστον εκείνη, είχε την κόρη της κοντά της και το νεογέννητο εγγονάκι της, τέτοια μέρα. Ε βέβαια… ποιος μπορεί να τα ’χει όλα; Γύρισε στον υπολογιστή και μπήκε στο chat. Μικρή κίνηση. Μα ναι… τέτοια μέρα… όλοι κάτι έχουν να κάνουν. Κάτι δικό τους. Με κάποιον δικό τους. Βγήκε αμέσως και μπήκε στις ειδήσεις. Νέκρα. Τίποτα το ιδιαίτερο. Θυμήθηκε τον κολλητό του, που τον είχε καλέσει σπίτι του το βράδυ αλλά δεν είχε σκοπό να πάει. Εκεί θα ’ταν μαζεμένοι γνωστοί του οικογενειάρχες μετά συζύγων και τέκνων και θα άρχιζαν οι ερωτήσεις: «πώς πάει το πόδι σου;», «τα βρήκες με τους γιους σου;», «τι γίνεται με το οικόπεδο στο χωριό; Θα το πουλήσεις τελικά; Θα το γράψεις στα παιδιά; Τι θα το κάνεις;» Ρε άι παρατήστε με όλοι! Δεν κοιτάτε την καμπούρα σας λέω ’γω! Τα προβληματάκια τους όλοι τα έχουν. Βέβαια, οι άλλοι έχουν και τις βιτρίνες τους. Η δική του, είχε σπάσει προ πολλού. Και πού να πας χωρίς βιτρίνα;

Σκέφτηκε να στείλει ένα μήνυμα στη Σοφία, έτσι, χωρίς λόγο. Απλά να της το στείλει. Η Σοφία είχε το ανθοπωλείο δίπλα στο γραφείο. Μικρότερή του αρκετά, όχι όμορφη, συμπαθητική και απονήρευτη και με το τελειότερο χαμόγελο όλων των εποχών. Της έκανε διακριτικό κόρτε κι εκείνη φαινόταν να το απολαμβάνει. Ποτέ όμως δεν είχε σκεφτεί να τη στριμώξει. Την έβλεπε περισσότερο φιλικά παρά σεξουαλικά. Τη σκεφτόταν κάτι περίεργες μοναχικές ώρες, όταν ήταν πολύ χαρούμενος ή πολύ λυπημένος.

Κάθισε στον καναπέ και πρόσεξε πόσο καλοβαλμένα είχε η Ντίνα τα μαξιλάρια. Κούνησε το κεφάλι με ένα αίσθημα ματαιότητας. Άνοιξε την τηλεόραση. Έκανε ένα γρήγορο ζάπινγκ και την ξανάκλεισε. Έπιασε το πονεμένο γόνατο και ξαφνικά πετάχτηκε από τον ήχο του sms. Τα παιδιά μου! σκέφτηκε. Μέχρι να φτάσει στο κινητό του, είχαν περάσει χίλιες δυο σκέψεις-αστραπές απ’ το μυαλό του. Ότι θα πρέπει να πάει στο σούπερ μάρκετ να ψωνίσει για να τους μαγειρέψει, ότι θα πρέπει να ξυριστεί και να φρεσκαριστεί, ότι θα τους έδινε χοντρό χαρτζιλίκι… Άντε χέσε με ρε Άλκη και συ! είπε από μέσα του μόλις είδε τον αποστολέα. Ήταν ο κολλητός του, που του θύμιζε το αποψινό. Λες και δεν ξέρεις κι εσύ! Από την άλλη, θα μου πεις, για να μην είμαι μόνος μου τα κάνεις όλα αυτά… α ρε Άλκη… με λυπάσαι κι εσύ. Είδε το χριστόψωμο πάνω στο τραπέζι, που του είχε φτιάξει με τα χεράκια της (μήπως και με τα… μαλλάκια της; σκέφθηκε και χαμογέλασε πικρά) η κυρία Ντίνα. Καλή γυναίκα η καημένη. Κι αυτή πρέπει να τον λυπόταν κι ας μην του ’χε πει ποτέ. Αισθάνθηκε αξιολύπητος. Ο πόνος στο γόνατο τον διαπέρασε ξανά. Είχε πολλή υγρασία αυτή η σαββατιάτικη παραμονή. Ο καιρός ετοιμαζόταν για βροχή.

Θέλοντας να πολεμήσει την αυτολύπηση που τον κυρίευσε, πήγε πάλι στο κομπιούτερ και επισκέφθηκε εκείνο το σάιτ με τα κορίτσια με τα «καυτά» ονόματα. Διάλεξε αυτή που διάλεγε πάντα. Χα! Ήταν η δική του τσούλα. Όποτε ήθελε την έβαζε να γδύνεται αργά, άλλοτε να χορεύει, άλλοτε να χαϊδεύεται, ήταν στις διαταγές του. Ένιωσε ένα ρεύμα ισχύος να του διαπερνά τον εγκέφαλο, έπειτα τη ραχοκοκαλιά κι έπειτα το μόριο. Μετά από λίγα λαχανιασμένα λεπτά φορτοεκφόρτωσης, ένιωθε πιο άδειος από ποτέ. Πήγε πάλι στο κρεβάτι κι έπεσε ανάσκελα. Απ’ το αποπάνω διαμέρισμα ακούστηκαν ποδοβολητά παιδιών και τριξίματα επίπλων. Απ’ έξω, ένας πλανόδιος οργανοπαίχτης εκτελούσε κυριολεκτικά τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα και ένας ηλεκτρολόγος γιαλαντζή προσπαθούσε μάταια να επιδιορθώσει τα φωτάκια του απέναντι μπαλκονιού βλαστημώντας και τραγουδώντας λαϊκά κομμάτια, εναλλάξ. Του ήρθαν στο νου κάτι χριστούγεννα, θα ’ταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια πριν, νεότερος, σε άλλη γειτονιά, χωρίς χειρουργημένο πόδι, χωρίς ίντερνετ, με γυναίκα και παιδιά… Πού τα σκάτωσα γαμώτο; Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να φέρει στο νου του την εικόνα της γυναίκας του από εκείνα τα χριστούγεννα. Δε μπορούσε. Δε μπορούσε να τη φέρει στο νου. Μόνο ένα θολό πρόσωπο θυμόταν, που πια του ήταν ξένο. Ακόμα κι εκείνη η τσιριχτή φωνή της έμοιαζε να μην τον ενοχλεί πλέον. Δεν του είχε μείνει τίποτα για κείνη. Ο Μάνος μου…, είπε χαμηλόφωνα και μειδίασε σκεπτόμενος το μεγάλο γιο του... Τον πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησε περί τις οχτώ. Είδε έξω το πυκνό σκοτάδι και πετάχτηκε με μια ευδιάθετη νευρικότητα. Το βράδυ θα το πάλευε. Το βράδυ είναι καταφύγιο για τους μοναχικούς. Το βράδυ είναι για όσους δεν έχουν βιτρίνα. Το βράδυ είναι για αλητεία. Πήγε στο μπάνιο, κατούρησε πολύ, λες και είχε να το κάνει δέκα μέρες και έκανε ντους. Ξυρίστηκε και κοίταξε για τελευταία φορά το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο. Τίποτα νεότερο. Ας είναι. Άμα δε θέλετε εσείς μία, εγώ δε θέλω εκατόν μία. Έστειλε μήνυμα στον Άλκη «φίλε κανόνισα, θα σου πω αύριο» και άνοιξε τη ντουλάπα. Δεν ήξερε ποια γραβάτα να φορέσει. Δάγκωσε τα χείλη και συνοφρυώθηκε. Θυμήθηκε το υπέροχα λουλούδια στο μαγαζί της Σοφίας και διάλεξε αυτή που του τη θύμιζε περισσότερο. Τη μωβ. Την ξανάφησε πίσω. Όποια θέλω εγώ θα φορέσω, είπε από μέσα του και διάλεξε την πιο κιτς που διέθετε. Έβαλε τ’ αποσμητικά, τ’ αρώματα, ντύθηκε, τάισε το πορτοφόλι του, πήρε την ταυτότητά του και τα κλειδιά του αυτοκινήτου κι έφυγε. Προχωρώντας προς την εξώπορτα, του έφυγε κλεφτά μια ματιά, πάνω στο χριστόψωμο, που ήταν στην πιο περίοπτη θέση της κουζίνας. Έκοψε ένα κομμάτι εντελώς άτεχνα με το χέρι και το ’βαλε στο στόμα. Ήταν πεντανόστιμο. Σιγά που θα περίμενε μέχρι αύριο για να το κόψει. Μπήκε στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς το καζίνο. Εκεί, πας όπως είσαι. Ούτε βιτρίνα χρειάζεσαι εκεί ούτε τίποτα. Μόνο καθαρό μητρώο. Απ’ αυτό έχουμε, σκέφτηκε. Θα έπαιζε το χοντρό χαρτζιλίκι που είχε ετοιμάσει για τους γιους του. Και όχι μόνο. Για μια στιγμή, ευχήθηκε να τα έχανε όλα.
Απάντηση με παράθεση
Απάντηση στο θέμα


Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
 
Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
You may not post new threads
You may not post replies
You may not post attachments
You may not edit your posts

BB code is σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι εκτός λειτουργίας

Που θέλετε να σας πάμε;


Όλες οι ώρες είναι GMT +3. Η ώρα τώρα είναι 13:32.



Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.2
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.