Acrobase  

Καλώς ήρθατε στην AcroBase.
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase.
H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη.

Επιστροφή   Acrobase > Άνθρωπος και Κοινωνία > Οικογένεια και παιδί
Ομάδες (Groups) Τοίχος Άρθρα acrobase.org Ημερολόγιο Φωτογραφίες Στατιστικά

Notices

Δεν έχετε δημιουργήσει όνομα χρήστη στην Acrobase.
Μπορείτε να το δημιουργήσετε εδώ

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #16  
Παλιά 09-04-13, 08:15
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Ο χορός του κορυδαλλού
Νικηφόρος Βρεττάκος

Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του ήλιου - ώσπου αναλήφθηκα.
Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός.
Είσαι συ, που με βοήθησες ν' ανακαλύψω λοιπόν
πως ο κόσμος γυρίζει έξω απ' τη νύχτα.
Πως ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα ήλιου. Πως όλα
τα κύτταρά μου είναι λίμνες που αναδίνουνε φως.
Κι είσαι συ που με βοήθησες ν' ανακαλύψω πως τ' αστέρια είναι
πεντάγραμμα,
πως τ' αυτιά δεν ακούν, πως δε νιώθουν τα δάχτυλα
τη μωβ απόχρωση της πέτρας όταν δύει ο ήλιος.
Και πως ο ήλιος αυτός είναι ο μέγας εξουσιοδοτημένος του στερεώματος,
να 'ναι ο πανταχού παρών - σ' όλα τα βάθη του.
Να βρίσκει χιλιάδες φλεβίτσες και να διακλαδίζεται μες στο γρανίτη,
να φορεί στέφανο χρυσό στο κεφαλάκι του βρέφους
που περιμένει το πλήρωμά του στο σκοτάδι της μήτρας,
ν' αναβλύζει απ' τα βάθη των θαλασσών,
να κυκλοφορεί μες στα χρώματα των ζωγράφων
και μες στους στίχους των ποιητών
και μες στα πόδια που χορεύουν
και μες στους ήχους του «αλληλούια».
Κι η σιωπηλή παρουσία σου μ' έμαθε πως σιωπή δεν υπάρχει.
Άκουσα να θροΐζει η ψυχή σου όπως ένας πευκώνας το καλοκαίρι.
Τα δάχτυλά σου μ' αγγίξαν σαν ένα σμήνος πουλιών.
Κι όταν χαμογελάς ακούω μιαν άρπα.
Κι όταν σκέφτεσαι ακούω που σκέφτεσαι.
Κι όταν αγαπάς τα παιδιά που ευλόγησεν ο Ιησούς, πάλι, ακούω.
Κι ακούω το ρόδινο σύννεφο όταν ακουμπάει στο βουνό.
Κι ακούω το στάχυ όταν πίνει μια σταγόνα νερού.
Κι όταν τη νύχτα κοιτάζεις τον ουρανό
ακούω τ' αστέρι που πλέει μες στο βλέμμα σου.
Κι είναι αυτό που ακούω πολύ δυνατότερο
απ' αυτό που γράφω κι απ' αυτό που μπορώ να σου ειπώ.
Όλα είναι γραμμένα. Αρκεί να μπορεί να διαβάζει η καρδιά
τα ψηφία της κτίσεως. Οι στίχοι είναι αντίλαλοι.
Απόψε τελειώσανε όλες οι λέξεις μου.
Ακούω το ποτάμι ζητώντας να ξεκλέψω τα λόγια του.
Αφουγκράζομαι στο άπειρο το χαίρε των κόσμων
που παραπλέουν ο ένας τον άλλο - χαιρετιώνται κι αποχωρίζονται.
Αλλά η γλώσσα του σύμπαντος έχει μια μόνο λέξη.
Όλα λένε: «Αγάπη». Κι όταν γράφω «αγάπη» δεν έχω πια άλλο.
Αλλά εγώ σ' αγαπώ. Και γι' αυτό κομματιάζω
τη λέξη «αγάπη» σε χιλιάδες ρινίσματα
και ζυμώνω τα χρώματα, όχι σα να 'ναι να ειπώ ή να γράψω,
αλλά
σα να 'μαι ο παντοκράτορας ενός μεγάλου περβολιού
και να θέλουν τα χέρια μου να υφάνουνε κρίνα.
Είσαι εσύ, που με φύσηξες σαν ένας αγέρας απ' τα ανοιχτά του Θεού.
Το νερό σου περίσσεψε κάτω στις ρίζες μου κι έκαμε
ν' ανοίξει η ψυχή μου σαν μια φωτεινή φυλλωσιά,
κι είμ' εγώ που σου ετοίμασα στέγη.
Το Μάρτη σε στεφάνωσα με χελιδόνια.
Κι έκαμα να φυτρώσουνε κάτω στο γύρο του φουστανιού σου αγριολούλουδα,
που κυνηγιούνται σαν φώτα πολύχρωμα όταν χορεύεις
ή όταν ονειρεύεσαι πως χορεύεις και τινάζεσαι ανάλαφρα
σα να ζητάς να πιαστείς απ' το υπέρτατο φως.
Δεν ξέρω τι θα 'πρεπε να σου γράψω, τι να σου ειπώ.
Πρέπει να 'ναι μεγάλος ο κήπος που θα σε περπατήσω.
Κι ευτυχώς που είναι ο κόσμος απέραντος και τον έχουμε όλοι μαζί
και μπορεί να διαλέξει κανείς ό,τι θέλει.
Θα τυλίξω στα δάχτυλά μου τα νήματα του νερού,
θα ξεδιαλέξω το μετάξι του ήλιου απλώνοντάς τον πάνω σε άνθη
αχλαδιάς,
θα βγάλω το μπρισίμι απ' το ζέφυρο,
να σου φτιάξω ένα ένδυμα γάμου.
Απόψε σε παντρεύω με την αιωνιότητα.
Περνώ το χρυσό δαχτυλίδι της ποίησής μου στο δάχτυλό σου.
Περνώ στα μαλλιά σου ένα στέφανο λεμονιάς
που στάζει χαραυγή και δροσιά, που στάζει αγάπη.
Το 'χω κομμένο από την παιδική αστροφεγγιά της καρδιάς μου.
Ο ουρανός μοναχά το' χει αγγίξει. Σ' το πρόσφερα σήμερα.
Περπάτησα όλο το Μάη μ' ανοιγμένα τα χέρια μου.
Η ψυχή μου ξεχείλιζε και τη μάζευα
όπως ξεχειλίζει μια κούπα νερό,
όπως ξεχειλίζει το φως σ' έναν κόρφο ξεκούμπωτο.
Δίπλωσα στην παλέτα μου το ουράνιο τόξο,
ανάλυσα της δύσης το βυσσινί μέσα στη φούχτα μου,
να σε φτιάξω να ταιριάζεις με τη δημιουργία του Θεού.
Κι όχι όπως μοιάζει το ένα αστέρι με το άλλο.
Να ξεχωρίζεις στην παγκόσμια τάξη.
Και πάντοτε να χορεύεις μ' ένα φουστάνι ουρανό,
μ' έναν θύσανο ήλιου ολόγυρα στα μαλλιά σου,
με τα χέρια σου ν' ανεβαίνουν ανάλαφρα, όμοια
με δυο κρίνους που προσφέρονται στην Παναγία την άνοιξη.

Από τη συλλογή Ο χρόνος και το ποτάμι (1957) του Νικηφόρου Βρεττάκου[/I]
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #17  
Παλιά 11-04-13, 09:48
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Μπορείτε να βρείτε τι ακόμα κρύβεται στους πίνακες;

Ο Ουκρανός ζωγράφος Oleg Shuplyak δημιούργησε μια σειρά από «δισυπόστατους» πίνακες ζωγραφικής, όπου η πρώτη εικόνα δεν είναι αυτή ακριβώς που φαίνεται. Με μια δεύτερη πιο προσεκτική ματιά ο θεατής μπορεί να ανακαλύψει ανθρώπινα χαρακτηριστικά αλλά και ολόκληρα πρόσωπα καλά κρυμμένα στον καμβά!










Πηγή
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #18  
Παλιά 12-04-13, 18:02
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #19  
Παλιά 13-04-13, 11:34
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Παρέα το Σαββατοκύρικο!

Για τα φιλιά τους

Κάθε φορά που ένα φιλί
τα εγγόνια μου μού δίνουν
του παραδείσου αρώματα
μες την καρδιά μου αφήνουν.

Έτσι είναι όμως η ζωή
κι’ αυτά θα μεγαλώσουν
πολλά φιλιά από χαρά
στα εγγόνια τους θα δώσουν.

Εγώ μόνο τους εύχομαι
να είναι ευτυχισμένα
να είναι η ζωή τους άνοιξη
λουλούδια ανθισμένα.

Κι’ όταν το άλμπουμ το παλιό
καμιά φορά κοιτάζουν
να ξέρουν πως από χαρά
δυο μάτια δάκρυα στάζουν.

Yiannis H.


"Τα δικά σας… φιλιά τα αγνά, τα γεμάτα γλύκα!"











Φωτό





Και για μεγάλα παιδιά...

__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #20  
Παλιά 15-04-13, 19:28
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Είκοσι λεπτά με τα «Ζουζούνια» Τραγούδια ρεμπέτικα με τις μελωδικές παιδικές φωνές

__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #21  
Παλιά 17-04-13, 18:53
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Γεώργιος Δροσίνης

Ἡ ψαρόβαρκα

Ἔρχετ' ἡ ψαρόβαρκα, ἔρχεται ὁλοΐσια
πέρα ἀπ' τὸν Ἀσπρόπυργο κι ἀπ' τὰ Πετρονήσια
σὰ νεράιδα ἀφρόπλαστη, νύφη φτερωτή,
τὴ χαϊδεύει ὁ μπάτης·
μύρια πλούτη ἀτίμητα στὴν ποδιὰ κρατεῖ,
ζηλευτὰ προικιά της.

Ἔρχετ' ἡ ψαρόβαρκα χρυσοστολισμένη,
ἔρχεται ἀσημόζωστη καὶ ροδοντυμένη,
τοῦ πελάου ἀρχόντισσα βεργολυγερή, μὲ πολλὰ
καμάρια πλούτη καὶ στολίδια της ἔχει καὶ φορεῖ
τοῦ γιαλοῦ τὰ ψάρια!


Τα Ζουζούνια τραγουδούν

__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #22  
Παλιά 20-04-13, 12:05
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
παρέα το Σαββατοκύριακο!



Η ΕΛΙΑ
(Κωστής Παλαμάς)

Είμαι του ήλιου η θυγατέρα,
η πιο απ' όλες χαϊδευτή·
χρόνια η αγάπη του πατέρα
σ' αυτό τον κόσμο με κρατεί.
Όσο να πέσω νεκρωμένη,
αυτόν το μάτι μου ζητεί.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Δεν είμαι ολόξανθη, μοσχάτη,
τριανταφυλλιά ή κιτριά·
θαμπώνω της ψυχής το μάτι
για τ' άλλα μάτια είμαι γριά.
Δε μ' έχει αηδόνι ερωμένη,
μ' αγάπησε μία θεά.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Όπου κι αν λάχω κατοικία,
δε μ' απολείπουν οι καρποί·
ως τα βαθιά μου γηρατεία
δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή.
Μ' έχει ο Θεός ευλογημένη
κι είμαι γεμάτη προκοπή.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Φρίκη, ερημιά, νερό και σκότη
τη γη εθάψαν μια φορά·
πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη
στο Νώε η περιστερά.
Όλης της γης είχα γραμμένη
την εμορφιά και τη χαρά.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου
ήρθ' ο Χριστός ν' αναπαυθεί·
κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του
λίγο προτού να σταυρωθεί.
Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,
έχει στη ρίζα μου χυθεί.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Και φως πραότατο χαρίζω
εγώ στην άγρια τη νυκτιά·
τον πλούτο πια δεν τον φωτίζω,
συ μ' ευλογείς, φτωχολογιά.
Κι αν απ' τον άνθρωπο διωγμένη,
θα φέγγω μπρος στην Παναγιά.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!


Η Σταχτοπούτα




Τα ζουζούνια τραγουδούν



Για μεγάλα παιδιά

__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #23  
Παλιά 22-04-13, 19:54
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #24  
Παλιά 22-04-13, 19:59
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Ο μελλοντικός πρωταθλητής του «Σούμο»

__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #25  
Παλιά 24-04-13, 17:11
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Ὁ Κύριος Κανείς

Ποιὸς νἆναι αὐτὸς ὁ «Κύριος Κανείς»;
Χθὲς σὰν καθήσαμε νὰ πιοῦμε τσάι,
μπράμ, νά σου τον, ἕνα φλυτζάνι σπάει
καὶ βρέχει τὸ φουστάνι τῆς Φανῆς,
ὁ σκανταλιάρης «Κύριος Κανείς».

Κι ὕστερα τσίμπησε τὴν ἄσπρη γάτα,
ἔσπασε καὶ δυὸ-τρία καλὰ πιάτα,
ἐζούγκηξε τοῦ Γιάγκου τὸ καπέλλο,
καὶ ξέσκισε τῆς Ἕλλης μας τὸ βέλο,
καὶ μούγκριζε φριχτὰ σὰν Ἐρυννίς,
ὁ πεισματάρης «Κύριος Κανείς».

Ἔχει θαρρῶ κακὴν ἀνατροφή,
γιατὶ ἔβαλε μὲς τὸν καφέ μου ἁλάτι,
καὶ μοῦ ἔμπηξε καρφίτσες στὸ κρεβάτι,
καὶ στὸ σκαμνὶ τοῦ μπέμπη ἕνα καρφί,
κι ὕστερα τὸν ρωτοῦσε: «ποῦ πονεῖς;»
ὁ κατεργάρης «Κύριος Κανείς».

Ποιὸς νἆναι; -Μπὰ κανείς μας δὲν τὸν ξέρει,
κανείς μας δὲν τὸν εἶδε πουθενά...
Μ᾿ αὐτὸς τὰ παιχνιδάκια μας χαλνᾶ,
κι ἔσπασε καὶ τῆς πλύσης τὸ πανέρι.
Δὲν εἶναι φαίνεται, καθόλου εὐγενὴς
αὐτὸς ὁ μάγκας «Κύριος Κανείς».

Δὲν τὸν γνωρίζουμε! Ὀρκιζόμαστε.
Μὰ ἡ μητερούλα μας χαμογελᾶ
καὶ λέγει πὼς τὸν ξέρουμε καλὰ
καὶ πὼς δὲν πρέπει νὰ κρυβόμαστε
καὶ ψέματα νὰ λέμε στοὺς γονεῖς,
γιατὶ εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς ὁ «Κύριος Κανείς».

Ν. Ποριώτης
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #26  
Παλιά 27-04-13, 07:42
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Παρέα το Σαββατοκύριακο!

Ο Χριστός και τα παιδάκια

Αφήστε τα παιδιά να ρθούν σε μένα,
φτωχών αθώα παιδιά και ταπεινών.
Αφήστε τα να παίξουνε σιμά μου.
Γι αυτά είν΄ η βασιλεία των ουρανών.

Τα χέρια μου ως απλώνω να ευλογήσω,
Τα ολόσγουρα ας χαϊδέψουν τους μαλλιά.
Χαρά μου είν΄ η χαρά τους. Κι ας μου γίνει
Μικρή πάλι η ζωή μου μια σταλιά.

Παιδάκια γεωργών, φτωχών ψαράδων.
Τι ξέρετε όμως, τάχα, έναν καιρό
Για με, για την αλήθεια, αν δεν φορέσουν
Στεφάνι μαρτυρίου αγκαθερό;

Αφήστε τα ναρθούν όλα σε μένα
με την αθώα, την άδολη καρδιά,
Τους πόθους τους να πουν, να μου ιστορήσουν.
Αφήστε να ευλογήσω τα παιδιά.

Στέλιος Σπεράντσας




Πασχαλινά έθιμα

Κυριακή Των Βαΐων

Την Κυριακή των Βαΐων, σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, όλοι οι ναοί στολίζονται με κλαδιά από βάγια, ή φοίνικες δηλαδή
από άλλα νικητήρια φυτά, όπως δάφνη, ιτιά, μυρτιά και ελιά.
Μετά τη λειτουργία μοιράζονται στους πιστούς.

Η εκκλησία μας καθιέρωσε ήδη από τον 9ο αιώνα το έθιμο αυτό
μια και όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης
«όχλος πολύς...έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ».

Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, στα Ιεροσόλυμα, ο επίσκοπος έμπαινε στην πόλη
«επί πώλου όνου», αναπαριστάνοντας το γεγονός, ενώ στα βυζαντικά γινόνταν
«ο περίπατος του αυτοκράτορα», από το Παλάτι προς τη Μεγάλη Εκκλησία.
Στη διαδρομή αυτή ο αυτοκράτορας μοίραζε στον κόσμο βάγια και σταυρούς και ο Πατριάρχης σταυρούς και κεριά.

Με τα βάγια οι πιστοί στόλιζαν τους τοίχους των σπιτιών και το εικονοστάσι τους.
Και σήμερα όλες οι εκκλησίες στολίζονται με δαφνόφυλλα ή βάγια.
Τα "βαγιοχτυπήματα"

Τα παλιότερα χρόνια τους τα προμήθευαν τα νιόπαντρα ζευγάρια της χρονιάς ή και μόνο οι νιόπαντρες γυναίκες, για το καλό του γάμου τους.
Πίστευαν πως η γονιμοποιός δύναμη που κρύβουν τα φυτά αυτά
θα μεταφερόταν και στις ίδιες και η μια χτυπούσε την άλλη με τα βάγια.
Τα "βαγιοχτυπήματα" σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται και από τις άλλες γυναίκες
και τα παιδιά τις μιμούνταν και όπως χτυπιούνταν μεταξύ τους εύχονταν:
"Και του χρόνου, να μη σε πιάν' η μυίγα".

Δυνάμεις ιαματικές και αποτρεπτικές, μαζί με τις γονιμοποιές, αποδίδονταν στα βάγια και γι αυτό έπρεπε μετά την εκκλησία όλα να τα "βατσάσουν" για το καλό.
Τα δέντρα, τα περβόλια, τα κλήματα, τις στάνες, τα ζώα, τους μύλους, τις βάρκες.
Από ένα κλαδάκι κρεμούσαν στα οπωροφόρα, για να καρπίζουν και στα κηπευτικά, για να μην τα πιάνει το σκουλήκι.

"Μέσα βάγια και χαρές,
όξω ψύλλοι, κόριζες !"

‘Ολα εξαφανίζονταν από τα σπίτια μόλις μπαίναν τα βάγια.
Κρατούσαν την πρώτη θέση στο εικονοστάσι και μ' αυτά "κάπνιζαν"
οι γυναίκες τα παιδιά για το "κακό το μάτι".

Στη Λέσβο τα παιδιά, μετά την εκκλησία, στόλιζαν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης με κόκκινα ή πράσινα πανάκια από καινούργιο φουστάνι, κρεμούσαν κι ένα κουδούνι και καθώς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας και λέγοντας εξορκισμούς για τους ψύλλους και τα ποντίκια, έδιναν και ένα κλαράκι δάφνης στη νοικοκυρά.
Στο τέλος ζητούσαν και το χάρισμά τους:
"Χρόνια πολλά, εν ονόματι Κυρίου, δό μ' τ' αυγό να φύγω"

Στην Ανατολική Ρωμυλία, τα κορίτσια έφτιαχναν με τα βάγια στεφάνια, τους έδεναν
μια κόκκινη κλωστή και τραγουδώντας όλες μαζί πήγαιναν και τα πέταγαν
στο ρέμα κι όπως έπαιρνε τα στεφάνια το νερό, όποιας πήγαινε μπροστά
εκείνη θα γινόταν "συντέκνησσα". Πρώτη στο γυρισμό, πρώτη στο χορό και
στο δικό της σπίτι η μάνα της θα έφτιαχνε τα φασόλια και θα τις φίλευε όλες,
μαζί με ελιές.

Στη Τήνο, την Κυριακή των Βαΐων, τα παιδιά τριγύριζαν στους δρόμους
κρατώντας μαζί με το στεφάνι τους την "αργινάρα", μια ξύλινη ή και σιδερένια ροκάνα που τη στριφογύριζαν με δύναμη. Μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο κατέληγαν στη θάλασσα, όπου πετούσαν στο στεφάνι στο νερό.

Το έθιμο της περιφοράς των κλαδιών θυμίζει την "ειρεσιώνη", το στολισμένο με καρπούς κλαδί, που στις γιορτές της άνοιξης περιέφεραν στους δρόμους τα παιδιά, στην αρχαιότητα. Τα βάγια τα έπλεκαν σε πάρα πολλά σχέδια:
φεγγάρια, πλοία, γαϊδουράκια, το πιο συνηθισμένο όμως ήταν ο σταυρός.
Σε μερικά μέρη τους έδιναν το σχήμα του ψαριού. Ψάρι είχαν σαν σημάδι αναγνώρισης οι πρώτοι χριστιανοί, η λέξη ΙΧΘΥΣ, εξάλλου,
προέρχεται από τα αρχικά Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ.
Αν και είναι εκόμα σαρακοστή, η εκκλησία την Κυριακή των Βαϊων
επιτρέπει το ψάρι. Έτσι και το τραγούδι των παιδιών λέει:

"Βάγια, Βάγια των βαγιών,
τρώνε ψάρι και κολιό,
και την άλλη Κυριακή
καλιτσούνι και ρακή! "


Τα ζουζούνια τραγουδούν!



Για μεγάλα παιδιά...

__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #27  
Παλιά 29-04-13, 07:36
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
"Το γαϊδουράκι Νάθαν" πασχαλινό διήγημα
(Γιώργος Βλαχόπουλος)



Ήταν ένα ζεστό ανοιξιάτικο πρωινό, στην πεδιάδα της Ιουδαίας. Ο φωτεινός ήλιος χάιδευε με τις ζεστές ακτίνες του την νωπή από την πρωινή δροσιά γη, κάνοντάς την να αχνίζει και το κιτρινοκόκκινο χώμα να ευωδιάζει υπέροχα. Ο Νάθαν, το γαϊδουράκι, ορθάνοιξε τα μεγάλα, καστανά μάτια του κι έβγαλε το κεφάλι του από το άνοιγμα του παχνιού, πού έβλεπε στο εσωτερικό της αυλής. Όρθιος κοντά στο μαγκανοπήγαδο στεκόταν το αφεντικό του, ο γέρο-Ιακώβ ο αγωγιάτης, και συζητούσε έντονα μ΄ένα νεαρό ψαρά. Οι δυο άνδρες χειρονομούσαν ζωηρά, σαν να κανόνιζαν την τιμή για το αγώι. «Συνηθισμένο παζάρι», σκέφτηκε ο μικρός Νάθαν κι άνοιξε το στόμα του σε ένα ατέλειωτο χασμουρητό, που το συνόδευαν οι μουσικοί λαρυγγισμοί του.

Άθελά του τράβηξε την προσοχή του ένας όμορφος, γαλήνιος, νέος άνδρας, που παρακολουθούσε την συνομιλία από μία γωνιά. Δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται και πολύ για το αποτέλεσμα, λες κι ο νους του έτρεχε κάπου αλλού. Ήταν ντυμένος απλά, μα αρχοντικά. Τα ρούχα του καθαρά, στα πόδια του τυλιγμένα δερματόπλεχτα σανδάλια. Τα χέρια λεπτά, με μακριά δάκτυλα. Η όλη του εμφάνιση έδειχνε άνθρωπο ευγενικό και καλλιεργημένο. Φαινόταν να κατάγεται από την τάξη των τεχνιτών, ίσως να ήταν ξυλουργός. Είχε μακριά, καστανόξανθα μαλλιά, που οι σγουροί κυματισμοί τους ακουμπούσαν απαλά στους φαρδείς του ώμους. Δύο όμορφα γαλάζια μάτια στόλιζαν το πρόσωπο με το πλατύ φωτεινό μέτωπο. Η μορφή του αυστηρή, μα καλοσυνάτη. Ο Νάθαν ένιωσε πως από κάπου γνώριζε αυτόν τον Ξένο, μα αγουροξυπνημένος καθώς ήταν, δεν έδωσε εκείνη τη στιγμή συνέχεια στη σκέψη του.

Οι δυο άνδρες δεν άργησαν τελικά να συμφωνήσουν κι έδωσαν τα χέρια. Ο γέρο-Ιακώβ μέτρησε με ικανοποίηση τα δηνάρια που ακούμπησε στη παλάμη του ο ψαράς και κατευθύνθηκε μαζί του στο στάβλο που βρισκόταν ο Νάθαν. Το γαϊδουράκι μας άφησε πρόθυμα να το οδηγήσει ο ψαράς από την τριχιά που ήταν περασμένη στο λαιμό του. Δεν χρειαζόταν πολύ για να μαντέψει την αποστολή του: Είχε συμφωνηθεί να μεταφέρει στην πλάτη του εκείνο τον σιωπηλό άνδρα που στεκόταν παράμερα βυθισμένος στις σκέψεις του. Με ένα πήδημα στο πλάι ο Ξένος βρέθηκε ανεβασμένος στον Νάθαν, που χωρίς να περιμένει κάποιο πρόσταγμα ξεκίνησε. Μια ανηφορική πορεία - για το γαϊδουράκι και τον αναβάτη του - άρχιζε...


Βέβαια ο Νάθαν δεν συνήθιζε να σκέπτεται. όταν πήγαινε φορτωμένος σε κάποιο αγώι. Άλλωστε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, η σύντομη ζωή του δεν ήταν και τόσο άσχημη. Ο γέρο-Ιακώβ ήταν καλός και δεν τον κτυπούσε, το παχνί ήταν πάντα ζεστό, το άχυρο στεγνό και ο σανός αρκετός. Τον Νάθαν τον προόριζαν συνήθως για ελαφρά φορτία, αφού ήταν ακόμα ένα μικρό πουλάρι. Μια φορά, ήταν ένα σακί σιτάρι για τον μύλο του κυρ-Ζεβεδαίου του μυλωνά, κάποια άλλη, δυο πήλινα δοχεία με λάδι, προορισμένα για το χάνι του τελώνη Ζακχαίου, εκεί στην άκρη της πόλης. Αλλά και ασκιά με κρασί ανήκαν στα εμπορεύματα, που είχαν μεταφέρει στο παρελθόν οι τρυφερές του πλάτες.

Όμως, αυτή τη φορά τον πλημμύρισε ένα αίσθημα περίεργο, πρωτόγνωρο. Σχεδόν κατάσαρκα στην πλάτη του, χωρίς σαμάρι, μ΄ ένα μάλλινο υφαντό να τον χωρίζει από τον αναβάτη του, μετέφερε τώρα εκείνον τον Ξένο, στον ανηφορικό δρόμο για τα Ιεροσόλυμα, την Άγια Πόλη. Ο Ξένος, με μάλλον συνηθισμένη σωματική διάπλαση, φαινόταν ανάλαφρος. Παρόλα αυτά ο μικρός Νάθαν ένιωθε την σπονδυλική του στήλη να λυγίζει κάτω από το φορτίο του αναβάτη του: «Θα ΄έλεγες πως κουβαλώ όλο το βάρος του κόσμου»,συλλογίστηκε με απορία το μικρό γαϊδουράκι, και με σφιγμένα χείλη αγωνίστηκε να κρατήσει σταθερό τον βηματισμό του στον γλιστερό πλακόστρωτο δρόμο, που οδηγούσε στην πόλη.

Σε άλλη περίπτωση θα βαρυγκομούσε και θα στύλωνε τα λεπτά μπροστινά του πόδια με δύναμη στο έδαφος, χωρίς να κουνηθεί ούτε μια σπιθαμή. Όπως τότε που κάποιοι σκληρόκαρδοι έμποροι από την Σαμάρεια τον είχαν φορτώσει με δυο βαριά σακιά χοντρό αλάτι και τον χτυπούσαν με τις βέργες της λυγαριάς. Μόνο που τώρα, χωρίς να ξέρει καν το γιατί, αισθανόταν πως δεν υπήρχε κανένας λόγος για τέτοια πείσματα. Θες το τρυφερό χέρι του Ξένου, πού χάιδευε το κεφαλάκι του ανάμεσα στα μεγάλα μυτερά αυτιά του, θες η ήρεμη βελούδινη φωνή του, καθώς σιγοψιθύριζε Ψαλμούς του Δαβίδ, γέμιζαν την καρδιά του μικρού Νάθαν με μια ανείπωτη γαλήνη, με μια ανεξήγητη καρτερία και υπομονή. Ένιωθε πως δεν ήθελε ποτέ να τελειώσει αυτό το ταξίδι, να μη κατέβει ποτέ από πάνω του εκείνος ο Ξένος. Μα πάνω από όλα, ήταν εκείνη η λάμψη, που είχε μαγέψει το γαϊδουράκι, εκείνο το υπερκόσμιο λαμπερό φως, που φώτιζε τα πάντα γύρω του, ένα φως άκτιστο, που λες και κατέβαινε απευθείας απ΄ του ουρανού τα βάθη για να καλύψει το πρόσωπο του Ξένου και -για όσους έβλεπαν με τα μάτια της καρδιάς- ολάκερη την Πλάση γύρω.

Κι όπως άκουγε τις οπλές του να ηχούν ρυθμικά στο πλακόστρωτο, άρχισε άθελά του να θυμάται - χωρίς να ξέρει το γιατί - την διήγηση της μητέρας του για το Βρέφος του Φωτός και της Γαλήνης, που τόσες φορές του είχε επαναλάβει τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες.

«Ήταν εκείνη την παγωμένη νυχτιά στη Βηθλεέμ», συνήθιζε να αρχίζει την διήγησή της η μητέρα του Νάθαν, «όταν άνοιξε ξαφνικά στα άγρια μεσάνυχτα η ξύλινη πόρτα του στάβλου. Όλα τα ζώα ένιωσαν την παγωμένη ανάσα του αέρα και στριμώχτηκαν ακόμα πιο κοντά, χαρίζοντας το ένα στο άλλο την ζεστασιά του. Ανάμεσά τους, μικρό γαϊδουράκι τότε κι αυτή, η μητέρα του. Στην αστροφεγγιά που χάριζε χλωμό το φως της, διαγράφονταν στην ανοιχτή πόρτα οι σκιές από ένα νεαρό ζευγάρι ανθρώπων. Φαίνονταν νά΄ναι κατάκοποι, από ταξίδι μακρινό. Η γυναίκα ταλαιπωρημένη και χλωμή, με ένα γλυκό πρόσωπο συσπασμένο από τους πόνους της γέννας, που κοντοζύγωνε. Ο άνδρας ανήσυχος, ταραγμένος, με μέτωπο αυλακωμένο από τις ρυτίδες που χαράζει η έγνοια κι η αγωνία. Τόπο ζητούσαν να ξαποστάσουν, να αναπαυθούν. Μια γωνιά για να ξαπλώσει η νεαρή γυναίκα το κουρασμένο σώμα της, να ακουμπήσει το νεογέννητο, μιας και η ώρα της γέννας κόντευε. Οι κοφτές ανάσες της γυναίκας ακούγονταν όλο και πιο σύντομες, όλο και πιο βαθιές. Όλα έδειχναν πως τα ζώα θα΄ πρεπε να μοιραστούν το παχνί τους με ένα ακόμα ένοικο. Και πραγματικά: Σαν από ένα ένστικτο αρχέγονο τα ζώα τραβήχτηκαν σε μια γωνιά, ναι στα αλήθεια, το γαϊδουράκι, το βόδι και τα πρόβατα έκαναν τόπο για το νεογέννητο και την βασανισμένη μητέρα του. Κι αυτή, κάνοντας στρώμα τα άχυρα και τα ξερόχορτα του παχνιού, έστρωσε καταγής τον λευκό της μάλλινο μανδύα και με ότι κουρέλια της είχαν απομείνει, τύλιξε στοργικά το γυμνό κορμάκι του Βρέφους. Για τα ζώα το γεγονός της γέννησης ενός ανθρώπου ανάμεσά τους ήταν κάτι το εντυπωσιακό. ΄Έτσι ασυναίσθητα σχημάτισαν ένα κύκλο γύρω από την θέση, που είχε ετοιμάσει η ετοιμόγεννη. Εκείνη τη στιγμή της γέννας τα ζώα έδειξαν την συμπόνια τους, πλησίασαν και έσκυψαν με τα κεφαλάκια τους να δουν το νεογέννητο της φάτνης και να το ζεστάνουν με τα χνώτα τους. Τι όμορφο βρέφος ήταν! Τι γαλήνιο πρόσωπο που είχε! Κι εκείνο το διάχυτο φως, το υπερκόσμιο, τι ανείπωτη λαμπρότητα.! Όλη η σπηλιά έλαμψε με μιας, λες και την είχαν φωτίσει ξαφνικά χιλιάδες ήλιοι», διηγιόταν η μητέρα του Νάθαν. «Ήταν μια ασύγκριτη, ανεπανάληπτη εμπειρία για όλη τη φύση όλα τα ζώα είχαν νιώσει θαρρείς κάποιο σωτήριο γεγονός και το πρόσωπο του θείου Βρέφους είχε σφραγίσει για πάντα την καρδιά και τη μνήμη τους, το βίωμα της θείας γέννησης είχε ποτίσει και το τελευταίο τους κύτταρο».

Ένα δάκρυ, θυμάται, είχε γεμίσει τότε τα όμορφα καστανά μάτια της μητέρας του κι είχε γίνει σταγόνα μαργαριτάρι πού στάθηκε στην άκρη του βλέφαρου της, σαν αισθάνθηκε το μικρό χεράκι του απροστάτευτου Βρέφους να της χαϊδεύει την μουσούδα, σαν να ήθελε να πει το δικό του ευχαριστώ για την ζεστασιά που του πρόσφερε...

Απορροφημένος στις σκέψεις που του δημιούργησε η ανάμνηση από τη διήγηση της μητέρας του,ο μικρός Νάθαν άρχισε να τρικλίζει κάτω από το δυνατό ανοιξιάτικο ήλιο. Τι τον έκανε να θυμηθεί αυτή την ιστορία, τώρα; Ποια σχέση μπορούσε να έχει εκείνο το Βρέφος της Βηθλεέμ με αυτόν τον Ξένο της Ιερουσαλήμ; Ανεξήγητο συναίσθημα. Κι όμως, το ίδιο αίσθημα Γαλήνης, το ίδιο άπλετο Φως, η ίδια τρυφερότητα του χεριού που ακουμπούσε όλη την ώρα στο κεφαλάκι του Νάθαν. Ναι, δεν έκανε λάθος ! Στα βάθη της ύπαρξής του ένιωθε, πως δεν μπορούσε να κάνει λάθος. Ο Ξένος της Ιερουσαλήμ και το Βρέφος της Βηθλεέμ είχαν με βεβαιότητα κάτι κοινό μεταξύ τους. Το ένστικτο των ζώων, η αγνή και ταπεινή φύση δεν έκανε λάθος !

Ο Νάθαν με τον αναβάτη του έφτασαν τώρα στην Άγια Πόλη. Πέρασαν την μεγάλη Πύλη και τράβηξαν τον δρόμο για την αγορά. Μα τι ήταν αυτό που αντίκριζαν τα μάτια του; Πανηγύρι χαράς ! Οι άνθρωποι, πλήθος αμέτρητο και ασυγκράτητο, είχαν ξεχυθεί στους δρόμους να προϋπαντήσουν την μικρή συντροφιά. Με χαρούμενες φωνές κι αλαλαγμούς περικύκλωσαν το γαϊδουράκι και τον αναβάτη του, ενώ ανέμιζαν στα χέρια τους κλαδιά από φοινικόδεντρα και βάγια. «Ωσαννά, ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», ακούγονταν κραυγές χαράς από κάθε στόμα. Το γαϊδουράκι μας στην αρχή τρόμαξε. Στύλωσε τα μυτερά αυτιά του προς τα μπρος κι αφουγκράστηκε τις ιαχές του πλήθους. Όλα του φαίνονταν απειλητικά. Μα η βελούδινη φωνή του αναβάτη του, που έσκυψε τρυφερά από πάνω του, το ησύχασε. «Μη φοβάσαι, Νάθαν», του έλεγε. «Σήμερα με αγαπούν και με δοξολογούν, αύριο θα με μισούν και θα φωνάζουν «σταυρώστε τον». Μη φοβάσαι, όπως δεν φοβήθηκε και η μανούλα σου τις άγριες φωνές των στρατιωτών του Ηρώδη, που με καταδίωκαν, όταν αυτή με φυγάδευε στην Αίγυπτο». «Τον Πόνο τον διαδέχεται η Χαρά και τον Σταυρό η Ανάσταση. Μη φοβάσαι !»...


Τι λόγια παράξενα ήταν αυτά που άκουγε; Και πώς ο Ξένος γνώριζε το όνομά του; Κι αυτό πάλι, με την φυγή στην έρημο της Αιγύπτου; Ποιος θα μπορούσε να του το έχει πει ; Τώρα ο Νάθαν ήταν πια σίγουρος για την ταυτότητα του αναβάτη του. Τι μικρός που ήταν ο κόσμος λοιπόν, σκέφτηκε. Εκείνος, για τον οποίον η μανούλα του είχε πει, πως είχαν έλθει σοφοί και βασιλιάδες να τον προσκυνήσουν σαν μεγάλο του Κόσμου Βασιλιά, έμπαινε σήμερα θριαμβευτής και με βασιλικές τιμές στην Ιερουσαλήμ, κι αυτός, ο μικρός Νάθαν το γαϊδουράκι, είχε την τιμή, να Τον κουβαλά στη πλάτη του!

Στη σκέψη αυτή ο Νάθαν σήκωσε περήφανα το κεφάλι του, τέντωσε αποφασιστικά τα μεγάλα του αυτιά και προχώρησε με βήμα θριαμβευτικό ανάμεσα στο πλήθος που ζητωκραύγαζε.

Έτσι έφτασαν στην αγορά. Εδώ όμως τέλειωνε και το αγώι. Ούτε που το κατάλαβε ο μικρός Νάθαν για πότε τα ξετρελαμένα πλήθη σήκωσαν και πήραν στον ώμο τους τον δικό του Ξένο, που γρήγορα χάθηκε στην αγκαλιά τους.«Τι κρίμα», συλλογίστηκε ο Νάθαν. Σε μια στιγμή είχε ξεχάσει τον κόπο της πορείας και το αβάσταχτο βάρος του φορτίου. ΄Ένας γλυκός πόνος γέμιζε την καρδιά του. Πόσο θα ΄θελε να ξανασυναντήσει τον Ξένο! Πολύ αργά. Το τράβηγμα της τριχιάς στο λαιμό του τον γύρισε βίαια πίσω στην πραγματικότητα. Κάποιο νέο αγώι περίμενε..

Όταν μετά από λίγες μέρες το γαϊδουράκι Νάθαν τραβούσε - στο νέο του αγώι - για το πλακόστρωτο του Γολγοθά, φορτωμένο με ένα βαρύ καλάθι γεμάτο καρφιά και σφυριά, δεν μπορούσε ποτέ να πιστέψει πως θα συναντούσε και πάλι τον αγαπημένο του Ξένο.

Μα τι τραγικό θέαμα αντίκριζαν τώρα τα μεγάλα καστανά μάτια του! Που ήταν το κάλλος, η ομορφιά και η αρχοντιά του χτεσινού αναβάτη; Τα λινά του ρούχα ξεσκισμένα και στους ώμους του ριγμένη μια κόκκινη ματωμένη χλαμύδα, τα μεγάλα τρυφερά χέρια του δεμένα σφιχτά με ένα δερμάτινο λουρί και το φαρδύ του μέτωπο γδαρμένο από ένα αγκάθινο στεφάνι, μπηγμένο με βία στο κεφάλι του. Μόνο εκείνο το πρόσωπο, το Πρόσωπό Του, έμενε πάντα τόσο γαλήνιο, τόσο φωτεινό.

Το πλήθος που χτες Τον υποδεχόταν με τιμές βασιλικές, ανέβαζε τώρα τον Ξένο σαν κοινό εγκληματία στον Σταυρό! Το γαϊδουράκι Νάθαν ένιωσε το αίμα του να παγώνει στις φλέβες του και την καρδιά του να σταματά από του πόνου το ασήκωτο βάρος. Κι ας είχαν πάρει από επάνω του το καλάθι με τα καρφιά και τα σφυριά, ποιος ξέρει για ποιόν προορισμένα...

Στην κορφή του λόφου είχαν από νωρίς στηθεί οι τρεις σταυροί. Στη βάση τους, ένα πλήθος αργόσχολων περίεργων τριγύριζε και περιγελούσε τους μελλοθάνατους. Σε κάποιο παλούκι δεμένος, ο μικρός Νάθαν, παρακολουθούσε άθελά του τις σκηνές της βαρβαρότητας που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια του και η αγνή του καρδιά δεν έβρισκε εξήγηση για την σκληρότητα των ανθρώπων. Γύρισε το κεφάλι του να μη βλέπει. Και ξαφνικά ένιωσε τη ματιά του να διασταυρώνεται με αυτή του Εσταυρωμένου. Ναι, ήταν βέβαιο, ο Ξένος τον είχε αναγνωρίσει! Το γαϊδουράκι αισθάνθηκε το βελούδινο βλέμμα Του να το χαϊδεύει τρυφερά, παρ΄ όλο τον πόνο που σίγουρα θα υπέφερε. Είδε τα χείλη του αγαπημένου του Ξένου, να κινούνται αδύναμα, σαν κάτι να του ψιθύριζαν. Του φάνηκε πως έλεγε «Άφησέ τους, συγχώρα τους, πατέρα μου, δεν γνωρίζουν τι κάνουν».

Ο Νάθαν δεν ήταν σίγουρος, αν άκουσε σωστά. Στο στήθος του οι παλμοί της καρδιάς του δυνάμωναν από την οργή, σαν τα κύματα της θάλασσας που τά΄πιασε ο απότομος βοριάς. Αναστέναξε κι ένιωσε πως στέναζε μαζί του η φύση ολάκερη για τα βάσανα του Αθώου. Ήταν όμως ανώφελο. Το γαϊδουράκι μας ήταν ανήμπορο μπροστά στην ανθρώπινη κακία και όσο και να το λαχταρούσε, δεν ήξερε τι θα μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει Εκείνον, αυτό, ένα τόσο ασήμαντο πουλαράκι.

Και ξάφνου είδε τον ουρανό μεσημεριάτικα να σκοτεινιάζει και τη γη να σείεται συθέμελα. Μια αστραπή ξέσχισε το στερέωμα και φάνηκε να καρφώνεται με βία στην βάση του Σταυρού. Τότε έγινε η οδύνη του λυγμός κι ένα μεγάλο δάκρυ γέμισε τα όμορφα καστανά του μάτια και στάθηκε σαν σταγόνα μαργαριτάρι στην άκρη των βλεφάρων. «Μη φοβάσαι», άκουσε πάλι μέσα του την γλυκιά φωνή του Ξένου να τον καθησυχάζει, «τον Πόνο διαδέχεται η Χαρά και τον Σταυρό η Ανάσταση. Μη φοβάσαι και μην απελπίζεσαι...»

Κι έγινε μεμιάς το δάκρυ εκείνο, το δάκρυ της Χαρμολύπης, το δάκρυ μιας χαράς ελπιδοφόρας, που διαδέχεται τον πόνο, μιας Αναστάσιμης Χαράς που έρχεται και διώχνει την θλίψη του Σταυρού.

Από εκείνη την στιγμή - λένε τα παλιά βιβλία - όλοι οι απόγονοι του Νάθαν, του μικρού πουλαριού κάτω από τον Σταυρό, έχουν για μόνιμο στολίδι τους μια μαργαριταρένια σταγόνα από το δάκρυ της Χαρμολύπης στα όμορφα καστανά μάτια τους. Κι΄εκείνο το σημάδι του σταυρού στην πλάτη, από τους ώμους μέχρι την ουρά.

Λένε πως σχηματίστηκε από την σκιά του Σταυρού, που έριξε επάνω του το φως της αστραπής, την ώρα που τα πικραμένα χείλη του τόσο γνώριμου κι αγαπημένου Ξένου ψέλλιζαν: «Τετέλεσται».

Αν συναντήσετε ποτέ στο δρόμο σας κάποιο γαϊδουράκι, κοιτάξτε προσεκτικά στα μάτια του να δείτε, αν υπάρχει το μαργαριταρένιο δάκρυ της Χαρμολύπης και αν στην πλάτη του έχει χαραγμένο το σύμβολο του Σταυρού. ΄Αν τα ανακαλύψετε όλα αυτά, σίγουρα είστε τυχεροί, αφού θα έχετε συναντήσει κάποιον απόγονο του μικρού Νάθαν, που για λίγες μόνο ώρες πήρε στους ώμους του το βάρος όλου του Κόσμου και το απόθεσε στον Σταυρό.

Γιώργος Βλαχόπουλος
Αναδημοσίευση από τον ιστοχώρο Αντίβαρο[/I]
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #28  
Παλιά 04-05-13, 06:43
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Παρέα το Σαββατοκύριακο!

Τα κεράκια της Λαμπρής
(Στέλιος Σπεράντσας)

Το εκκλησάκι λάμπει απόψε σαν κρυστάλλι.
«Δεύτε λάβετε...» με γλύκα σιγοψάλλει.
Κι ο παππάς, που τ΄ άσπρο ράσο του φορεί,
κι όλοι πάνε για ν΄ ανάψουν το κερί.

Τι χαρμόσυνα η καμπάνα που σημαίνει,
τι χαρά που έχει κι ο κόσμος ο πιστός!
Πώς ευώδιασαν οι κήποι οι ανθισμένοι
τώρα, τώρα, που αναστήθηκε ο Χριστός!

Στο σπιτάκι μας γυρίζω σε λιγάκι
και στο δρόμο μου σκορπάω φεγγοβολιά.
Το καντήλι μας ανάβω και το τζάκι
κι αγκαλιάζω τους δικούς μου με φιλιά.

Στο τραπέζι η μαγειρίτσα μας αχνίζει.
Γύρω ελάτε με χαρά σας προσκαλώ.
Κόψε εφτάζυμο, πατέρα, που μυρίζει
κι ας τσουγκρίσουμε τ΄ αυγά για το καλό.



Αγαπημένα παραμύθια (Η Χρυσομαλλούσα)




Και η Μάγια η μέλισσα (απ' τα παλιά)




Τα Ζουζούνια τραγουδούν...



Και για μεγάλα παιδιά...



Καλή Ανάσταση!
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #29  
Παλιά 08-05-13, 16:56
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Παιχνίδια που παίζαμε παλιά στις αυλές και στους δρόμους.

Βασιλιά Βασιλιά με τα 12 σπαθιά

Ένα παιδί γίνεται βασιλιάς. Τα υπόλοιπα του φωνάζουνε όλα μαζί
-Βασιλιά, βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά! Τι δουλειά;
Απαντάει ο βασιλιάς
- Τεμπελιά.
Και τα παιδιά λένε
- Ας αρχίσουμε δουλειά!
Τα παιδιά προσπαθούν να δείξουν με νοήματα και κινήσεις στον βασιλιά, μια δουλειά που αποφάσισαν από πριν, να κάνουν.
Ο βασιλιάς πρέπει να μαντέψει τη δουλειά.

Το κυνήγι της αλεπούς

Τα παιδιά ρίχνουν κλήρο ποιο θα είναι η αλεπού. Η αλεπού πρέπει να είναι εφοδιασμένη με είκοσι πέντε χαρτονάκια αριθμημένα.
Ξεκινά και παίρνει ένα δρόμο. Περπατώντας κρύβει τα χαρτονάκια κάτω από μια πέτρα ή ανάμεσα στα χόρτα.
Μετά από λίγη ώρα, τα σκυλιά, δηλαδή οι υπόλοιποι παίκτες, ξεκινούν. Όταν κάποιος από τους σκύλους ανακαλύψει ένα χαρτονάκι από αυτά που έχει κρύψει η αλεπού, φωνάζει και τους άλλους παίκτες κοντά του. Κοιτάζουν τον αριθμό του χαρτονιού. Το παιδί που θα βρει το μεγαλύτερο αριθμό στη διάρκεια της ανίχνευσης, μπαίνει εκείνο αρχηγός του παιχνιδιού και το διευθύνει.
Την αλεπού δεν μπορούν να την πιάσουν, ακόμα κι αν την προλάβουν. Αυτό γίνεται, όταν οι παίκτες δεν έχουν βρει όλα τα χαρτονάκια. Όταν τελειώσουν τα χαρτονάκια της αλεπούς, τρέχουν τα σκυλιά να την πιάσουν κι όταν την πιάσουν, τελειώνει το παιχνίδι.

Αμπάριζα

Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ισάριθμες ομάδες. Η κάθε ομάδα έχει την έδρα της που ονομάζεται Μάνα. Σκοπός του παιγνιδιού είναι ο ένας να ακουμπήσει τον άλλο. Θα πρέπει όμως πριν από τον άλλο να έχει ήδη ακουμπήσει τη μάνα, να φωνάξει "παίρνω αμπάριζα και βγαίνω" και μετά να προσπαθήσει να ακουμπήσει τον άλλο. Αν το καταφέρει τότε ο άλλος γίνεται αιχμάλωτος της ομάδας. Σκοπός του παιχνιδιού είναι να αιχμαλωτίσει η μια ομάδα τα παιδιά της άλλης.

Περνά περνά η μέλισσα

Τα παιδιά εκλέγουν δύο αρχηγούς. Αυτοί οι δύο ονομάζονται με κάτι γλυκό ή σπουδαίο ή καλό (εγώ είμαι το δαχτυλίδι, λέει ο ένας με την διαμαντόπετρα, εγώ είμαι ένα ωραίο παγωτό με κρέμα, σοκολάτα και μπόλικο σιρόπι λέει ο άλλος, ή εγώ είμαι ο Παρθενώνας, εγώ είμαι ο ναός του Σουνίου).

Τότε στέκονται ο ένας απένταντι στον άλλον και τα υπόλοιπα παιδιά κάνουν μία ουρά και τα δύο παιδιά χτυπούν τα χέρια τους ψηλά σαν αψίδα να περάσουν οι άλλοι απο κάτω τραγουδώντας: "Περνά περνά η μέλισσα με τα μελισσότπουλα και με τα παιδόπουλα, παιδόπουλα". Σταματούν σ' ένα παιδί που περνάει εκείνη τη στιγμή κάτω απο την αψίδα και του λένε μυστικά στ' αυτί αυτό που έχουν βάλει ότι είναι να διαλέξει.
Αυτό του το λέει ο ένας συνήθως χωρίς να πει, ποιός είναι τι. Οταν το παιδί ζητήσει "το παγωτό" (ας πούμε) πηγαίνει πίσω απ' αυτόν που έχει ονομαστεί "παγωτό" και τον κρατά απο τη μέση.

Το ίδιο επαναλαμβάνεται για όλα τα παιδιά να διαλέξουν. Έτσι γίνονται δύο αλυσίδες. Πιάνονται οι αρχηγοί απο τα χέρια και τραβιούνται απο τα πίσω παιδιά. Οποια ομάδα τραβήξει την άλλη κερδίζει.
Σπασμένο τηλέφωνο
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #30  
Παλιά 09-05-13, 18:57
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Παιχνίδια που παίζαμε παλιά στις αυλές και στους δρόμους.
(Συνέχεια)

Το κυνήγι του χαμένου θησαυρού

Τα παιδιά χωρίζονται σε 3-4 ομάδες και ο οργανωτής του παιχνιδιού φρόντιζει να κρύψει κάποιον ΄θησαυρό' σε κάποιο σημείο του σπιτιού.
΄Ολες οι ομάδες παίρνουν ένα χαρτί που δείχνε κάποιο σημείο στο σπίτι με έναν γρίφο.
Οποιος λύσει σωστά το γρίφο και πηγαίνει στο σωστό σημείο και εκεί βρίσκει ένα άλλο χαρτί, με έναν άλλο γρίφο και μετά άλλο γρίφο, μέχριτελικά να βρεθεί ο θησαυρός.

Τυφλόμυγα Δωδεκανήσου


Ένα παιδί βγαίνει με κλήρο τυφλόμυγα και ένα άλλο παιδί κάνει τη μάνα. Δένουν τα μάτια της τυφλόμυγας μ' ένα μαντήλι κι ενώ τα άλλα παιδιά στέκονται γύρω, η μάνα την κρατάει από το ρούχο της και της κάνει μια βόλτα, διαλαλώντας:
- Πουλώ, πουλώ, τυφλόμυγα πουλώ!
- Πόσο, πόσο την πουλείς,
που να μη τηνε χαρείς;
- Ένα μόδι τραχανά
κι ένα κόσκινο αυγά
κι ως τα βρεις κι ως ημπορείς
να τα πιάσεις και να ‘ρθεις!
Με τα λόγια αυτά η μάνα σπρώχνει την τυφλόμυγα προς τ' άλλα παιδιά κι εκείνα την τριγυρίζουν και αρχίζουν να την πειράζουν. Αν η τυφλόμυγα καταφέρει να πιάσει κανένα, τότε γίνεται εκείνο με τη σειρά του τυφλόμυγα.

Η αλεπού ή πιάνω ξύλο


Τα παιδιά ορίζουν με ξύλο αυτόν που θα τα φυλάει και θα κάνει την αλεπού. Ύστερα σχηματίζουν όλα έναν κύκλο και κάθονται γύρω - γύρω με την αλεπού στη μέση. Μετρούν ως τα τρία και τότε η αλεπού φωνάζει: «Βγαίνω!» και αρχίζει να τα κυνηγάει. Μόλις ένα παιδί δει πως κινδυνεύει να το πιάσουν, τρέχει και πιάνει μια πόρτα, ένα δέντρο, ένα παράθυρο ή οτιδήποτε άλλο από ξύλο και φωνάζει: «Πιάνω ξύλο!» οπότε η αλεπού πρέπει να κυνηγήσει ένα άλλο. Αν τύχει και έχουν πιάσει το ίδιο ξύλο δυο ή περισσότερα παιδιά, πρέπει να σκορπιστούν, γιατί μόλις τα ιδεί η αλεπού τους φωνάζει: «Σκουλήκιασες! Σκουλήκιασες!» και μπορεί να πιάσει όποιον απ' αυτούς θέλει, έστω κι αν κρατούν ξύλο. Το παιχνίδι συνεχίζεται, ώσπου να πιάσει κάποιον η αλεπού.

Γάτος και ποντικός

Οι παίκτες σχηματίζουν ένα κύκλο, εκτός από δυο που στηρίζουν τα χέρια τους ο ένας πάνω στους ώμους του άλλου. Από τα δυο παιδιά που μείνανε έξω από τον κύκλο, ο ένας κάνει τον ποντικό και ο άλλος το γάτο.
Ο ποντικός στέκεται στο ένα μέρος του κύκλου και ο γάτος στο απέναντι. Όταν δοθεί το σύνθημα για ν' αρχίσει το παιχνίδι, ο γάτος προσπαθεί να πιάσει τον ποντικό που τρέχει γύρω από τον κύκλο των παιδιών. Αν, σε χρονικό διάστημα λεπτών, μετά το σύνθημα ο γάτος δεν μπορέσει να πιάσει τον ποντικό, τότε ο ποντικός είναι ο νικητής.
Το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο, αλλά τους ρόλους του γάτου και του ποντικού τους παίζουν άλλα παιδιά.

Τυφλόμυγα Θράκης

Παίρνουν ένα μακρύ σχοινί και ενώνουν τις δυο άκρες. Ύστερα τα παιδιά πιάνονται γύρω - γύρω από το σχοινί και με τα δυο χέρια σχηματίζοντας κύκλο. Έχουν ορίσει από πριν με κλήρο ή λάχνισμα ποιο παιδί θα κάνει την τυφλόμυγα και το βάζουν στη μέση, αφού του δέσουν τα μάτια. Εκείνο γυρίζει μέσα στον κύκλο και προσπαθεί να πιάσει κανένα από τα παιδιά , που κρατώντας πάντα το σχοινί γυρίζουν γύρω - γύρω λέγοντας διάφορα πειράγματα.

Μακριά Γαϊδούρα


Τα παιδιά σκυφτά το ένα μετά το άλλο, κολλημένα, κάνουν μια γραμμή. Άλλα παιδιά, που δεν είναι στη γραμμή, πηδούν, ποιος θα φτάσει πρώτος στην πλάτη του πρώτου. Όσοι δεν τα καταφέρνουν και πέφτουν χάνουν.

το τζάμος

Έφτιαχναν με πανιά μια μπάλα κι έπειτα σε ένα χώρο έφτιαχναν ένα κέντρο κι εκεί έβαζαν στρογγυλές κεραμίδες. Μετά έκαναν δυο ομάδες. Η μια στεκόταν σε κάποια απόσταση (όριο) και η άλλη ομάδα ήταν στις κεραμίδες. Άμα η μπάλα έριχνε τις κεραμίδες, η ομάδα που ήταν εκεί χωριζόταν πάνω και κάτω και η άλλη ομάδα σκορπιζόταν παντού. Η μπάλα πήγαινε από χέρια σε χέρια από την ομάδα που ήταν στα κεραμίδια. Άμα η μπάλα ακουμπούσε την άλλη ομάδα και τους " έκαιγε ", τότε γινόταν το αντίθετο. Αλλιώς, προσπαθούσαν να στήσουν τα κεραμίδια από το μεγαλύτερο στο μικρότερο και το πιο μικρό το έλεγαν "κούκο". Αφού τα έστηναν όλα και δεν έμενε κανένα, έλεγαν τη λέξη "τζάμος". Τότε έλεγαν ότι έχουν μία νίκη.

Άρρωστος

Αυτό το παιχνίδι παίζεται με 2-8 παίκτες και με μπάλα. Ο παίκτης, που έχει τη μπάλα τη δίνει στον άλλον. 'Όταν πέσει η μπάλα από κάποιον παίκτη πρώτη φορά λέμε ότι είναι άρρωστος. Την επόμενη λέμε είναι λίγο άρρωστος, πολύ άρρωστος, πάει στο νοσοκομείο, κάνει εγχείρηση, στον τάφο, και μετά βρικόλακας. 'Όταν γίνει βρικόλακας παίρνει την μπάλα και κυνηγάει τους άλλους. Όποιον πιάσει βγαίνει απ' το παιχνίδι.
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
Απάντηση στο θέμα


Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
 
Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
You may not post new threads
You may not post replies
You may not post attachments
You may not edit your posts

BB code is σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι σε λειτουργία

Που θέλετε να σας πάμε;


Όλες οι ώρες είναι GMT +3. Η ώρα τώρα είναι 19:43.



Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.2
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.