Acrobase  

Καλώς ήρθατε στην AcroBase.
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase.
H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη.

Επιστροφή   Acrobase > Πολιτιστικά > Λογοτεχνία
Ομάδες (Groups) Τοίχος Άρθρα acrobase.org Ημερολόγιο Φωτογραφίες Στατιστικά

Notices

Δεν έχετε δημιουργήσει όνομα χρήστη στην Acrobase.
Μπορείτε να το δημιουργήσετε εδώ

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #1  
Παλιά 10-04-09, 22:31
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Ο ποιητής Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Στην Μητέρα του

"Μάννα μου, εγώ 'μαι τ' άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφεί κι απ' όπου κι αν περάσει,
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρι να πλαγιάσει.

Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ' αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ' αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκουρα πλην την ευχή σου μόνη.

Στην αγκαλιά σου τη γλυκέιά, μανούλα μου, ν' αράξω
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.

Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν' αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.

Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βασανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη
π' αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θαύρει.

Κι εκείνη μ΄αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
"Ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες
όντας σε έπλασ' ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες".

(1874, Λυρικό ποίημα αφιερωμένο στη μάνα του
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #2  
Παλιά 10-04-09, 22:37
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί

Ἅφες μοι ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ μὲ ἀπελθεῖν
καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω.
Ψαλμὸς τοῦ Δαυίδ.

Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κι ἡ Ἄννα,
ποῦ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα,
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.

Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό·
χαίρετ᾿ ὁ βοσκός, ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,
χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο, ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.

Κι ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανοιώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη, ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα, ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κι εὐφράνθη στὰ γεράματά της!

Δός μου κι ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,
πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #3  
Παλιά 10-04-09, 22:38
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Στὴν Παναγία τοῦ Ντομᾶν

Πηγή μου ζωηφόρος, ποὺ δροσίζεις
μὲ τὸ βαθὺ ποτάμι, μὲ τὸ νᾶμα σου
τόσες ψυχές, καὶ μένα τὴν ψυχή μου·
ὁ κρότος τῶν νερῶν σου μέσ᾿ στὰ ρέμματα
κι ἀνάμεσα στοὺς βράχους, στὰ βουνά,
κι ὡς κάτω, ἕως τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης·
ὁ ρόχθος τῶν ὑδάτων σου ἀκούεται.
Καὶ εἶσαι σὺ ἡ Πόλις τοῦ Θεοῦ.
Κι ἀκόμα τὸ ἁγιασμένο σκήνωμα,
ποὺ εὐφραίνεται τὰ ρεύματα
κυλῶντος ποταμοῦ.

Εἶναι μικρό, φτωχὸ τὸ κλησιδάκι σου,
μὰ ἡ χάρις σου εἶναι ἄπειρη κι ἀτέλειωτη.
Ἀτέλειωτη, ὡς τὸ ρεῦμα τῆς πηγῆς σου,
ποὺ χύνεται καὶ χύνεται,
καὶ ἀπὸ κοντὰ ἀθόρυβα
παράδοξα τὸ ρεῦμα σου πληθύνεται.

Εἴθε καὶ στὴν καρδιά μου, ποὺ ἔχει στραγγιχτῆ,
νὰ δώσει ζωὴ καὶ δύναμιν ἡ χάρις σου.

Ἂν εἶναι ξεχασμένη κι ἔρημη
ὅμως στὸ βράχο ἡ ἐκκλησιά σου εἶναι στημένη
κι αὐτὸς ὁ βράχος μοῦ φαίνεται πῶς εἶναι
κτισμένος ἀπ᾿ τὰ χέρια καὶ τὸ αἷμα σου·
«Καὶ πῦλαι ᾍδου οὐ κατισχύουσιν αὐτοῦ».
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #4  
Παλιά 10-04-09, 22:40
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Στὴν Παναγία τὴν Κουνίστρα

Εἰς ὅλην τὴν Χριστιανοσύνη
μία εἶναι μόνη Παναγία, ἁγνή:
Κόρη παιδίσκη, Ἁγία τῶν Ἁγίων,
χωρὶς Χριστὸν παιδὶ στὰ χέρια
καὶ τρεφομένη μὲ ἀγγέλων ἄρτον.
Κι ἐσύ, ἴσως μόνη σύ, ἡ Παναγία ἡ Κουνίστρα,
ἡ Κουνίστρα σύ·
ἐφανερώθη στῆς Σκιάθου τὸ νησί,
εἰς δένδρον πεύκου ἐπάνω καθισμένη
κι ἐκινεῖτο ἀπὸ αἰώραν τερπνήν,
ὅπως αἱ κορασίδες συνηθίζουν,
κι ἐμπρός της ἔκαιεν ἀκοίμητος κανδήλα.
Κι ἐφανερώθη, κι ὅλος ὁ λαὸς
μετὰ θυμιαμάτων καὶ λαμπάδων
ἐν θείᾳ λιτανείᾳ τὴν προέπεμψε,
κι ἐκτίσθη τότε ὡραῖος ναΐσκος λευκὸς
μὲ μάρμαρα, κι ἐστολίσθη μὲ πιατάκια,
ὡραία ἑλληνικὰ πιατάκια, τοῦ ἔθνους τοῦ ἐκλεκτοῦ
κι ὅλος ὁ ἥλιος ἔλαμπε τὸν ναόν της
κι ὅλα τὰ ἀστέρια τὴν ἐφεγγοβόλουν
καὶ ἡ σελήνη τὴν ἔλαμπε γλυκά.

Κι εἶδεν ἡ Κόρη τοῦ λαοῦ τὴν πίστιν,
εἶδε καὶ τὴν πτωχείαν κι ἐσπλαχνίσθη,
ὅπως τὸ πάλαι ὁ Υἱός της τοὺς εἶχε σπλαχνισθῆ,
ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα.
Κι ἤρχισε νὰ γιατρεύει τοὺς ἀρρώστους,
ἰάτρευσε καὶ τοὺς δαιμονισμένους,
ποὺ ἐταράττοντο φοβερά, ἅμα ἐπλησίαζον αὐτήν.
Εἰς δυὸ χονδροὺς κρίκους, εἰς τὸν τοῖχον ἐμπηγμένους,
τοὺς ἔδεναν μὲ ἁλυσσίδες διπλές.

Καὶ ἔφευγαν τὰ δαιμόνια μὲ τρόμον
στὴν χάριν τῆς πανάγνου Κόρης
μὲ τὴν νηστείαν καὶ τὴν προσευχήν.
Κι ἕνα δαιμόνιον πεῖσμον, ὀργίλον,
καθὼς ἐφυγαδεύθη μὲ κρότον πολύν,
ἔσπασε δυὸ κυπαρισσιῶν τὰς κορυφάς,
ἔξω τοῦ ναοῦ, ἐπειδὴ δὲν εἶχε παραχώρησιν
νὰ κάμει ἄλλο μεγαλείτερον κακόν.

Ἡ χάρις σου, τοῦ ἱεροῦ σου ἡ εἰρήνη,
ὦ Παναγία, Κουνίστρα μου καλή,
αὐτὴ νὰ διανέμει τὴν γαλήνη*
εἰς τὴν ψυχή μου τὴν ἁμαρτωλή.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #5  
Παλιά 10-04-09, 22:42
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας

Κάτω ἀπὸ τὸν κρημνόν, ὁποῦ βρέχουν τὰ κύματα, ὅπου κατέρχεται τὸ μονοπάτι, τὸ ἀρχίζον ἀπὸ τὸν ἀνεμόμυλον τοῦ Μαμογιάννη, ὁποῦ ἀντικρύζει τὰ Μνημούρια, καὶ δυτικῶς, δίπλα εἰς τὴν χαμηλὴν προεξοχὴν τοῦ γιαλοῦ, τὴν ὁποίαν τὰ μαγκόπαιδα τοῦ χωρίου, ὁποῦ δὲν παύουν ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας, ὅλον τὸ θέρος, νὰ κολυμβοῦν ἐκεῖ τριγύρω, ὀνομάζουν τὸ Κοχύλι -φαίνεται νὰ ἔχῃ τοιοῦτον σχῆμα- κατέβαινε τὸ βράδυ-βράδυ ἡ γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχὴ γραία, κρατοῦσα ὑπὸ τὴν μασχάλην μίαν ἀβασταγήν, διὰ νὰ πλύνῃ τὰ μάλλινα σινδόνια της εἰς τὸ κῦμα τὸ ἁλμυρόν, εἴτα νὰ ξεγλυκάνῃ εἰς τὴν μικρὰν βρύσιν, τὸ Γλυφονέρι, ὁποῦ δακρύζει ἀπὸ τὸν βράχον τοῦ σχιστολίθου, καὶ χύνεται ἤρεμα εἰς τὰ κύματα. Κατέβαινε σιγὰ τὸν κατήφορον, τὸ μονοπάτι, καὶ μὲ ψίθυρον φωνὴν ἔμελπεν ἓν πένθιμον βαθὺ μυρολόγι, φέρουσα ἅμα τὴν παλάμην εἰς τὸ μέτωπόν της, διὰ νὰ σκεπάση τὰ ὄμματα ἀπὸ τὸ θάμβος τοῦ ἡλίου, ὁποῦ ἐβασίλευεν εἰς τὸ βουνὸν ἀντικρύ, κ᾿ αἱ ἀκτῖνες του ἐθώπευον κατέναντί της τὸν μικρὸν περίβολον καὶ τὰ μνήματα τῶν νεκρῶν, πάλλευκα, ἀσβεστωμένα, λάμποντα εἰς τὰς τελευταίας του ἀκτῖνας.

Ἐνθυμεῖτο τὰ πέντε παιδιά της, τὰ ὁποῖα εἶχε θάψει εἰς τὸ ἁλῶνι ἐκεῖνο τοῦ χάρου, εἰς τὸν κῆπον ἐκεῖνον τῆς φθορᾶς, τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, πρὸ χρόνων πολλῶν, ὅταν ἦτο νέα ἀκόμη. Δυὸ κοράσια καὶ τρία ἀγόρια, ὅλα εἰς μικρὰν ἡλικίαν τῆς εἶχε θερίσει ὁ χάρος ὁ ἀχόρταστος.

Τελευταῖον ἐπῆρε καὶ τὸν ἄνδρα της, καὶ τῆς εἶχον μείνει μόνον δυὸ υἱοί, ξενιτευμένοι τώρα. Ὁ εἶς εἶχεν ὑπάγει, τῆς εἶπον, εἰς τὴν Αὐστραλίαν, καὶ δὲν εἶχε στείλει γράμμα ἀπὸ τριῶν ἐτῶν. Αὐτὴ δὲν ἤξευρε τί εἶχεν ἀπογίνει. Ὁ ἄλλος ὁ μικρότερος ἐταξίδευε μὲ τὰ καράβια ἐντὸς τῆς Μεσογείου, καὶ κάποτε τὴν ἐνθυμεῖτο ἀκόμη. Τῆς εἶχε μείνει καὶ μία κόρη, ὑπανδρευμένη τώρα, μὲ μισὴν δωδεκάδα παιδιά.

Πλησίον αὐτῆς, ἡ γριά-Λούκαινα ἐθήτευε τώρα, εἰς τὸ γῆρας της, καὶ δι᾿ αὐτὴν ἐπήγαινε τὸν κατήφορον, τὸ μονοπάτι, διὰ νὰ πλύνῃ τὰ χράμια καὶ ἄλλα διάφορα σκουτιὰ εἰς τὸ κῦμα τὸ ἁλμυρόν, καὶ νὰ τὰ ξεγλυκάνη στὸ Γλυφονέρι.

Ἡ γραῖα ἔκυψεν εἰς τὴν ἄκρην χθαμαλοῦ, θαλασσοφαγωμένου βράχου, καὶ ἤρχισε νὰ πλύνῃ τὰ ροῦχα. Δεξιά της κατήρχετο ὁμαλώτερος, πλαγιαστός, ὁ κρημνὸς τοῦ γηλόφου, ἐφ᾿ οὗ ἦτο τὸ Κοιμητήριον, καὶ εἰς τὰ κλίτη τοῦ ὁποίου ἐκυλίοντο ἀενάως πρὸς τὴν θάλασσαν τὴν πανδέγμονα τεμάχια σαπρῶν ξύλων ἀπὸ ξεχώματα, ἤτοι ἀνακομιδὰς ἀνθρωπίνων σκελετῶν, λείψανα ἀπόχρυσες γόβες ἢ χρυσοκέντητα ὑποκάμισα νεαρῶν γυναικών, συνταφέντα ποτὲ μαζί των, βόστρυχοι ἀπὸ κόμας ξανθάς, καὶ ἄλλα τοῦ θανάτου λάφυρα. Ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς της, ὀλίγον πρὸς τὰ δεξιά, ἐντὸς μικρᾶς κρυπτῆς λάκκας, παραπλεύρως τοῦ Κοιμητηρίου, εἶχε καθίσει νεαρὸς βοσκός, ἐπιστρέφων μὲ τὸ μικρὸν κοπάδι του ἀπὸ τοὺς ἀγρούς, καί, χωρὶς ν᾿ ἀναλογισθῆ τὸ πένθιμον τοῦ τόπου, εἶχε βγάλει τὸ σουραῦλι ἀπὸ τὸ μαρσίπιόν του, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ φαιδρὸν ποιμενικὸν ᾆσμα. Τὸ μυρολόγι τῆς γραίας ἐκόπασεν εἰς τὸν θόρυβον τοῦ αὐλοῦ, καὶ οἱ ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς τὴν ὥραν ἐκείνην - εἶχε δύσει ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἥλιος - ἤκουον μόνον τὴν φλογέραν, κ᾿ ἐκοίταζον νὰ ἴδωσι ποῦ ἦτο ὁ αὐλητής, ὅστις δὲν ἐφαίνετο, κρυμμένος μεταξὺ τῶν θάμνων, μέσα εἰς τὸ βαθὺ κοίλωμα τοῦ κρημνοῦ.

Μία γολέτα ἦτο σηκωμένη στὰ πανιά, κ᾿ ἔκαμνε βόλτες ἐντὸς τοῦ λιμένος. Ἀλλὰ δὲν ἔπαιρναν τὰ πανιά της, καὶ δὲν ἔκαμπτε ποτὲ τὸν κάβον τὸν δυτικόν. Μία φώκη, βόσκουσα ἐκεῖ πλησίον, εἰς τὰ βαθιὰ νερά, ἤκουσεν ἴσως τὸ σιγανὸν μυρολόγι τῆς γραίας, ἐθέλχθη ἀπὸ τὸν θυρυβώδη αὐλὸν τοῦ μικροῦ βοσκοῦ, καὶ ἦλθε παραέξω, εἰς τὰ ρηχά, κ᾿ ἐτέρπετο εἰς τὸν ἦχον, κ᾿ ἐλικνίζετο εἰς κύματα. Μία μικρὰ κόρη, ἦτο ἡ μεγαλυτέρα ἐγγονὴ τῆς γραίας, ἡ Ἀκριβούλα, ἐννέα ἐτῶν, ἴσως τὴν εἶχε στείλει ἡ μάννα της, ἢ μᾶλλον εἶχε ξεκλεφθῆ ἀπὸ τὴν ἄγρυπνον ἐπιτήρησίν της, καὶ μαθοῦσα ὅτι ἡ μάμμη εὐρίσκετο εἰς τὸ Κοχύλι, πλύνουσα εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἦλθε νὰ τὴν εὔρη, διὰ νὰ παίξη ὀλίγον εἰς τὰ κύματα. Ἀλλὰ δὲν ἤξευρεν ὅπως πόθεν ἤρχιζε τὸ μονοπάτι, ἀπὸ τοῦ Μαμογιάννη τὸν μύλον, ἀντικρὺ στὰ Μνημούρια, καὶ ἅμα ἤκουσε τὴν φλογέραν, ἐπῆγε πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ ἀνεκάλυψε τὸν κρυμμένον αὐλητήν. Καὶ ἀφοῦ ἐχόρτασε ν᾿ ἀκούῃ τὸ ὄργανόν του καὶ νὰ καμαρώνῃ τὸν μικρὸν βοσκόν, εἶδεν ἐκεῖ πού, εἰς τὴν ἀμφιλύκην τοῦ νυκτώματος, ἓν μικρὸν μονοπάτι, καὶ ὅτι ἐκεῖθεν εἶχε κατέλθει ἡ γραῖα ἡ μάμμη της. Κ᾿ ἐπῆρε τὸ κατηφορικὸν ἀπότομον μονοπάτι διὰ νὰ φθάση εἰς τὸν αἰγιαλὸν νὰ τὴν ἀνταμώση. Καὶ εἶχε νυκτώσει ἤδη.

Ἡ μικρὰ κατέβη ὀλίγα βήματα κάτω, εἴτα εἶδεν ὅτι ὁ δρομίσκος ἐγίνετο ἀκόμη πλέον ἀπόκρημνος. Ἔβαλε μίαν φωνήν, κ᾿ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀναβῇ, νὰ ἐπιστρέψη ὀπίσω. Εὐρίσκετο ἐπάνω εἰς τὴν ὀφρὺν ἑνὸς προεξέχοντος βράχου, ὡς δυὸ ἀναστήματα ἀνδρὸς ὑπεράνω τῆς θαλάσσης. Ὁ οὐρανὸς ἐσκοτείνιαζε, σύννεφα ἔκρυπταν τὰ ἄστρα, καὶ ἦτον στὴν χάσιν τοῦ φεγγαριοῦ. Ἐπροσπάθησε καὶ δὲν εὕρισκε πλέον τὸν δρόμον πόθεν εἶχε κατέλθει. Ἐγύρισεν πάλιν πρὸς τὰ κάτω, κ᾿ ἐδοκίμασε νὰ καταβῇ. Ἐγλίστρησε κ᾿ ἔπεσε, μπλούμ! εἰς τὸ κῦμα. Ἦτο τόσον βαθὺ ὅσον καὶ ὁ βράχος ὑψηλός. Δυὸ ὀργυιὲς ὡς ἔγγιστα. Ὁ θόρυβος τοῦ αὐλοῦ ἔκαμε νὰ μὴ ἀκουσθῇ ἡ κραυγή. Ὁ βοσκὸς ἤκουσεν ἕνα πλαταγισμόν, ἀλλὰ ἐκεῖθεν ὅπου ἦτο, δὲν ἔβλεπε τὴ βάσιν τοῦ βράχου καὶ τὴν ἄκρην τοῦ γιαλοῦ. Ἄλλως δὲν εἶχε προσέξει εἰς τὴν μικρὰν κόρην καὶ σχεδὸν δὲν εἶχεν αἰσθανθῆ τὴν παρουσίαν της.

Καθὼς εἶχε νυκτώσει ἤδη, ἡ γραῖα Λούκαινα εἶχε κάμει τὴν ἀβασταγήν της, καὶ ἤρχισε ν᾿ ἀνέρχεται τὸ μονοπάτι, ἐπιστρέφουσα κατ᾿ οἶκον. Εἰς τὴν μέσην του δρομίσκου ἤκουσε τὸν πλαταγισμόν, ἐστράφη κ᾿ ἐκοίταξεν εἰς τὸ σκότος, πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἦτο ὁ αὐλητής.

- Κεῖνος ὁ Σουραυλῆς θὰ εἶναι, εἶπε, διότι τὸν ἐγνώριζε. Δὲν τοῦ φτάνει νὰ ξυπνᾷ τοὺς πεθαμένους μὲ τὴ φλογέρα του, μόνο ρίχνει καὶ βράχια στὸ γιαλὸ γιὰ νὰ χαζεύῃ... Σημαδιακὸς κι ἀταίριαστος εἶναι.

Κι ἐξηκολούθησε τὸ δρόμο της.

Κ᾿ ἡ γολέτα ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ βολταντζάρῃ εἰς τὸν λιμένα. Κι ὁ μικρὸς βοσκὸς ἐξηκολούθει νὰ φυσᾷ τὸν αὐλόν του εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτός.

Κ᾿ ἡ φώκη, καθὼς εἶχεν ἔλθει ἔξω εἰς τὰ ρηχά, ηὖρε τὸ μικρὸν πνιγμένον σῶμα τῆς πτωχῆς Ἀκριβούλας, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ περιτριγυρίζῃ καὶ νὰ τὸ μυρολογᾷ, πρὶν ἀρχίση τὸ ἑσπερινὸν δεῖπνον της.

Τὸ μυρολόγι τῆς φώκης, τὸ ὁποῖον μετέφρασεν εἰς ἀνθρώπινα λόγια εἶς γέρων ψαρᾶς, ἐντριβὴς εἰς τὴν ἄφωνον γλῶσσαν τῶν φωκῶν, ἔλεγε περίπου τὰ ἑξῆς:

Αὐτὴ ἦτον ἡ Ἀκριβούλα
ἡ ἐγγόνα τῆς γριά-Λούκαινας.
Φύκιά ῾ναι τὰ στεφάνια της,
κοχύλια τὰ προικιά της...
Κ᾿ ἡ γριὰ ἀκόμα μυρολογᾷ
τὰ γεννοβόλια της τὰ παλιά.
Σὰν νἄχαν ποτὲ τελειωμὸ
τὰ πάθια κ᾿ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #6  
Παλιά 26-06-10, 23:30
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 21:42
Φύλο: Άντρας
Εἰς μνήμην Παπαδιαμάντη

Γιαλαμᾶς Ἀσημάκης.


Ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, ὁ ἅγιος τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ὅπως ἔχει ἀποκληθεῖ, ἔγραφε τὰ διηγήματά του στὶς ἐφημερίδες, ποὺ ἐργαζόταν. Διηγήματα - συναξάρια τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων τοῦ νησιοῦ του, φτωχῶν βιοπαλαιστῶν τῶν περισσοτέρων τῆς ζωῆς, ὅπως τὴ θυμόταν ἀπὸ τὰ παιδικὰ καὶ ἐφηβικά του χρόνια.

Τὶς ἀναμνήσεις του ἔγραφε ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος. Μιὰ ἀνάμνησή μου θὰ διηγηθῶ κι ἐγὼ σχετικὴ μὲ αὐτόν. Δὲν τὸν γνώρισα. Εἶχε πεθάνει ἀρκετὰ χρόνια, πρὶν ἐγὼ ἐπιδοθῶ στὴ δημοσιογραφία. Γνώρισα ὅμως ἕναν, ποὺ τὸν εἶχε γνωρίσει. Ἕνα παλιὸ δημοσιογράφο. Τώρα δὲ ζεῖ οὔτ᾿ αὐτός. Τότε, ποὺ τὸν γνώρισα, ἦταν κιόλας γέρος.

- Ναί, τὸν θυμᾶμαι, τὸν Παπαδιαμάντη, μοῦ εἶπε μία μέρα. Τὸν θυμᾶμαι πολὺ καλά. Ἕνα διάστημα ἐργαζόμουν στὴν ἐφημερίδα ποὺ ἐργαζόταν κι αὐτός. Ἐκεῖ ἔγραφε τότε καὶ τὰ διηγήματά του, τὶς ἑορτές.

Ἐγὼ ἤμουν νεαρὸς συντάκτης κι ἔγραφα οἰκονομικὲς εἰδήσεις. Ἀγαποῦσα πολὺ τὴ λογοτεχνία καὶ τὸν Παπαδιαμάντη τὸν ἔβλεπα μὲ σεβασμό. Λογάριαζα μάλιστα, νὰ τοῦ δώσω, νὰ διαβάσει μερικὰ διηγήματα, ποὺ εἶχα γράψει, γιὰ νὰ μοῦ πεῖ τὴ γνώμη του.

Δίσταζα ὅμως, νὰ τὸν ἐνοχλήσω, γιατὶ τὸν ἔβλεπα, νὰ εἶναι καταβεβλημένος. Δὲν ἦταν καὶ τόσο καλὰ στὴν ὑγεία του, ἐκείνη τὴν ἐποχή. Περίμενα, νὰ τὸν δῶ, νά ῾ναι καλύτερα, γιὰ νὰ τοῦ δώσω τὴ λογοτεχνική μου ἐργασία.

Τελικά, ὅμως αὐτὸ δὲν ἔγινε ποτέ, γιατὶ συνέβη κάτι, ποὺ μὲ ἔφερε στὴ θέση ἐνόχου ἀπέναντί του. Δὲν ἔφταιγα ἐγώ. Οἱ περιστάσεις δημιούργησαν αὐτὴν τὴν κατάσταση, ποὺ μ᾿ ἔθλιψε κι ἐμένα.

Νά, τί ἀκριβῶς συνέβη.

Ἔρχονταν Χριστούγεννα καὶ τὴν παραμονὴ ἑτοιμαζόταν τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο τῆς ἐφημερίδας. Ὁ ἀρχισυντάκτης ἦταν στὸ τυπογραφεῖο καὶ «ἔκλεινε τὶς σελίδες», ὅπως λέγαμε τότε στὴ δημοσιογραφικὴ γλῶσσα. (Παρένθεση. Τώρα ὁ τρόπος τῆς ἔκδοσης τῶν ἐντύπων ἔχει ἀλλάξει ἄρδην. Ἡ τεχνολογία ἔχει κάνει καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τομέα τεράστιες προόδους. Τότε οἱ ἀράδες τῶν κειμένων χύνονταν σὲ σελίδες πάνω σ᾿ ἕνα μεγάλο μάρμαρο. Κλείνω τὴν παρένθεση καὶ συνεχίζω τὴ διήγηση τοῦ παλιοῦ γνωστοῦ μου δημοσιογράφου).

- Ὅλο τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο ἦταν ἕτοιμο, σελιδοποιημένο. Δηλαδή, ὅλες οἱ σελίδες του ἦσαν ὁλοκληρωμένες ἐπάνω στὸ μάρμαρο, ἕτοιμες νὰ σταλοῦν στὸ πιεστήριο, ὅταν κατέφθασα ἐγὼ μὲ μιὰ οἰκονομικὴ εἴδηση σημαντική. Τώρα δὲν τὴ θυμᾶμαι ἀκριβῶς. Ἦταν κάτι σχετικὸ μὲ μετοχὲς καὶ μὲ τιμὲς συναλλαγμάτων. Εἶχα γράψει ἐκτενῶς τὸ θέμα σὲ μερικὰ χειρόγραφα. Μόλις τὰ εἶδε ὁ ἀρχισυντάκτης, μοῦ εἶπε:

- Ποῦ νὰ τὰ βάλω τώρα ὅλ᾿ αὐτά;

Τί νὰ τοῦ ῾λεγα; Δέ μοῦ ῾πεφτε λόγος.

- Ἐγὼ ἔχω καθῆκον νὰ φέρω τὴν εἴδηση, τοῦ εἶπα.

- Ναί, ἀλλὰ τὴν ἔφερες ἀργά, μοῦ ἀπάντησε ὁ ἀρχισυντάκτης.

- Ἄργησε ἡ ἀνακοίνωση τοῦ χρηματιστηρίου καὶ τοῦ ὑπουργοῦ τῶν Οἰκονομικῶν, δικαιολογήθηκα ἐγώ.

Καὶ εἶχε πράγματι ἐκδοθεῖ ἀργά. Ὁ ἀρχισυντάκτης ξανακοίταξε τὰ χειρόγραφά μου, κοίταξε καὶ τὶς σελίδες ἐπάνω στὸ μαρμάρινο τραπέζι τοῦ τυπογραφείου καὶ μοῦ εἶπε:

- Δὲ βλέπεις; Ὅλη ἡ ὕλη εἶναι ἕτοιμη. Τί νὰ πετάξω γιὰ νὰ βάλω τὴ δική σου εἴδηση.

- Δὲν ξέρω, ἀπάντησα.

Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσει, ὅτι ἤθελα νὰ τὸν πιέσω μὲ τὴν παρουσία μου, νὰ βάλει τὴ δική μου εἴδηση, πετώντας κάτι ἄλλο, χαιρέτησα κι ἔφυγα.

Πέρασε ἡ ἀργία τῶν Χριστουγέννων καὶ ξαναπῆγα στὴ δουλειά μου. Μόλις μπῆκα στὰ γραφεῖα στὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδας, μοῦ εἶπε ὁ κλητῆρας:

- Σᾶς θέλει ὁ κύριος διευθυντής. Σᾶς ζήτησε τρεῖς φορὲς ἀπὸ τὸ πρωί.

Ἀνησύχησα. Τί νὰ μὲ ἤθελε; Πῆγα κατ᾿ εὐθεῖαν στὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ. Ἐκεῖνος, μόλις μπῆκα, μὲ ρώτησε ἀπότομα, κοιτώντας με αὐστηρά:

- Γιατί δὲν ἔφερες τὴν οἰκονομικὴ εἴδηση;

- Τὴν ἔφερα, ἀπάντησα ἐγὼ ἀμέσως.

- Τὴν ἔφερες; Ἔκανε ὁ διευθυντὴς συνοφρυωμένος.

- Μάλιστα, τὴν ἔφερα.

- Καὶ γιατί δὲν μπῆκε;

Τί νὰ τοῦ ῾λεγα; Δὲν τὸν θεώρησα σωστό, νὰ τοῦ φανερώσω αὐτά, ποὺ εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης. Γι᾿ αὐτὸ σήκωσα τοὺς ὤμους καὶ τοῦ ἀπάντησα:

- Δὲν ξέρω.

- Σὲ ποιὸν τὴν ἔδωσες τὴν εἴδηση; ρώτησε ὁ διευθυντής.

- Στὸν κύριο ἀρχισυντάκτη, ἀπάντησα μὲ κάποιο δισταγμό.

Δὲν ἤθελα πάλι νὰ ἐκθέσω τὸν ἀρχισυντάκτη, ἀλλ᾿ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν μποροῦσα να ξεφύγω. Ὁ διευθυντὴς χτύπησε τὸ κουδούνι, νά ῾ρθει ὁ κλητήρας. Ἄνοιξε τὴν πόρτα κι ἐμφανίστηκε ὁ κλητήρας.

- Ἦρθε ὁ ἀρχισυντάκτης; τὸν ρώτησε ὁ διευθυντής.

- Ὄχι ἀκόμα, κύριε διευθυντά.

- Ὅταν ἔρθει, πές του, ὅτι τὸν θέλω.

- Μάλιστα.

Ὁ κλητήρας ἔφυγε κλείνοντας τὴν πόρτα καὶ ὁ διευθυντὴς στράφηκε σὲ μένα.

- Μὴ φύγεις, μοῦ εἶπε. Κάθισε, ὥσπου νά ῾ρθει ὁ ἀρχισυντάκτης.

Καὶ μοῦ ῾δειξε ἕνα κάθισμα.

Δὲν εἶχα προφθάσει νὰ καθίσω, καλὰ - καλά, καὶ ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ γραφείου. Μπῆκε ὁ ἀρχισυντάκτης καὶ χαιρέτησε:

- Καλημέρα.

- Καλημέρα, τοῦ ἀπάντησε βιαστικὰ ὁ διευθυντὴς καὶ μπῆκε ἀμέσως στὸ θέμα.

- Δὲ μοῦ λές, σὲ παρακαλῶ, εἶπε στὸν ἀρχισυντάκτη. Γιατί δὲν μπῆκε ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση, ποὺ ἔφερε ὁ συντάκτης;

Κι ἔδειξε ἐμένα, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχα σηκωθεῖ ὄρθιος.

- Τὴν ἔφερε ἀργά, κύριε διευθυντά, δικαιολογήθηκε ὁ ἀρχισυντάκτης.

Ὁ διευθυντὴς κοίταξε ἐμένα.

- Ἄργησε νὰ βγεῖ ἡ ἀνακοίνωση τοῦ χρηματιστηρίου, δικαιολογήθηκα κι ἐγὼ μὲ τὴ σειρά μου.

Ὁ διευθυντὴς ξαναστράφηκε στὸν ἀρχισυντάκτη.

- Δηλαδή, τὸν ρώτησε, εἶχαν πάει οἱ σελίδες στὸ πιεστήριο;

- Ὄχι, ἀλλ᾿ ὅλη ἡ ὕλη ἦταν ἕτοιμη, ἐξήγησε ὁ ἀρχισυντάκτης.

- Τότε κακῶς δὲν μπῆκε ἡ εἴδηση, ξέσπασε ὁ διευθυντής.

- Μὰ ἔπρεπε νὰ πετάξω κάποιο ἄλλο κομμάτι, ποὺ εἶχε ἤδη στοιχειοθετηθεῖ, εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης.

- Ἂς πετοῦσες, φώναξε ὁ διευθυντής.

- Ποιὸ νὰ πετοῦσα;

- Ποιὸ νὰ πετοῦσες;

Ὁ διευθυντὴς ἔπιασε τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο τῆς ἐφημερίδας, ποὺ εἶχε μπροστά του, κι ἔδειξε τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη.

- Νά, αὐτὸ νὰ πετοῦσες, εἶπε, χτυπώντας τὸ χέρι του πάνω στὸ διήγημα.

Ὁ ἀρχισυντάκτης τὸν κοίταξε μὲ ἔκπληξη, ἀλλὰ καὶ μὲ λύπη, γιὰ τὴ βεβήλωση ποὺ γινόταν στὸ κείμενο τοῦ θαυμάσιου ἐκείνου λογίου καὶ ἀγαθότατου ἀνθρώπου.

- Τὸ διήγημα τοῦ κυρίου Παπαδιαμάντη; Ρώτησε μὲ τόνο φωνῆς, ποὺ ἐκδήλωνε τὰ αἰσθήματά του ἐκείνης τῆς στιγμῆς.

- Μάλιστα, τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐπανέλαβε ἀμείλικτος ὁ διευθυντής.

Ὁ ἀρχισυντάκτης κατέβασε τὸ κεφάλι.

- Θὰ ἦταν κρῖμα, εἶπε.

- Γιατί κρῖμα; Ρώτησε νευριασμένος ὁ διευθυντής.

- Γιατί ἔχει γίνει παράδοση πιά, νὰ δημοσιεύεται κάθε Χριστούγεννα ἕνα διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη.

- Ἔ, καλά! Ἂς μὴ δημοσιευότανε καὶ μία χρονιά, δὲ χαλάει ὁ κόσμος.

- Μὰ κουράστηκε ὁ ἄνθρωπος, νὰ τὸ γράψει.

- Θὰ τοῦ τὸ πληρώναμε.

- Χωρὶς νὰ δημοσιευτεῖ; Δὲ θὰ δεχότανε ποτέ. Δὲν τὸν ξέρετε τὸν κύριο Παπαδιαμάντη;

- Ὄχ, ἀδελφέ! Πολὺ τὸ ρίξαμε στὶς αἰσθηματικότητες. Ἐγὼ σοῦ λέω, ὅτι ἦταν μεγάλη παράλειψη, ποὺ δὲ δημοσιεύτηκε ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση. Ἦταν σπουδαία εἴδηση κι ἐνδιαφέρει πολὺν κόσμο. Τὸ διήγημα ποιὸν ἐνδιαφέρει;

- Διαβάζεται καὶ τὸ διήγημα, παρατήρησε κάπως δειλὰ ὁ ἀρχισυντάκτης.

- Μπορεῖ νὰ διαβάζεται, ἀλλὰ δὲν ἐνδιαφέρει ἄμεσα κανέναν βροντοφώναξε ὁ διευθυντής. Ἐγὼ βγάζουμε ἐφημερίδα, δὲν κάνουμε φιλολογία. Ἂς τὸ καταλάβουμε...

Αὐτὰ εἶπε κι ἔσκυψε τὸ κεφάλι του σὲ κάτι χειρόγραφα, ποὺ εἶχε μπροστά του, σημεῖο ὅτι δὲν ἤθελε πιὰ καμιὰ κουβέντα. Ὁ ἀρχισυντάκτης κι ἐγὼ χαιρετίσαμε καὶ βγήκαμε ἀπὸ τὸ γραφεῖο...

Ἀγαποῦσε καὶ ὁ ἀρχισυντάκτης τὴ λογοτεχνία κι ἐκτιμοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη. Κι ὅταν βγήκαμε ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ, στράφηκε καὶ μὲ κοίταξε. Στὸ βλέμμα του ὑπῆρχε θλίψη καὶ ἀπογοήτευση.

- Τί λὲς ἐσὺ γι᾿ αὐτά; μὲ ρώτησε.

- Τί νὰ πῶ; ἀπάντησα.

Ἡ θέση μου ἦταν λεπτή, ἤμουν καὶ νέος καὶ δίστασα νὰ πῶ ἐλεύθερα τὴ γνώμη μου.

- Νὰ πετοῦσα τὸ διήγημα, εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης καὶ κούνησε θλιβερὰ τὸ κεφάλι του.

Τότε κι ἐγὼ ξεσπάθωσα.

- Κι ἐγὼ στὴ θέση σας τὸ ἴδιο θά ῾κανα, εἶπα ζωηρά. Δὲ θὰ πετοῦσα ποτὲ τὸ διήγημα.

Ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ ξανακοίταξε κι ἕνα πικρὸ χαμόγελο ἀχνοφάνηκε στὰ χείλη του.

- Ἄκουσες ὅμως τὸν διευθυντή; μοῦ εἶπε. Τὸ διήγημα δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν. Ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει, εἶναι ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση. Τὸ χρῆμα.

Κούνησα καταφατικὰ τὸ κεφάλι μου.

- Καὶ τὸ πνεῦμα; ἔκανε ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ φανερὸ πόνο καὶ ἀγανάκτηση. Δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν τὸ πνεῦμα;

Δὲν ἀπάντησα. Κοιτοῦσα σιωπηλὸς τὸν ἀρχισυντάκτη, ποὺ φαινόταν ταραγμένος.

- Ἄκουσε, νεαρέ, μοῦ εἶπε καὶ ἡ ἔξαψή του ὅλο καὶ μεγάλωνε. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια, οὔτε σὺ δὲ θὰ θυμᾶσαι τὴ σπουδαία εἴδηση, ποὺ ἔφερες. Κανεὶς δὲ θὰ τὴ θυμᾶται. Τὸ διήγημα ὅμως τοῦ Παπαδιαμάντη θὰ μείνει. Σημείωσε αὐτό, ποὺ σοῦ λέω. Ποτὲ δὲ θὰ ξεχαστεῖ αὐτὸ τὸ διήγημα. Ποτέ, ὅσο ὑπάρχει ἡ φυλή μας καὶ ἡ γλῶσσα μας, γιὰ νὰ μὴν πῶ, ὅσο θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι.

Εἶχε φουντώσει καὶ τὰ μάτια του ἔλαμπαν.

- Ναί, εἶπα κι ἐγὼ σιγανὰ καὶ διακριτικά. Εἶναι ὡραῖο διήγημα.

- Τὸ διάβασες; μὲ ρώτησε ὁ ἀρχισυντάκτης.

- Μάλιστα, τὸ διάβασα. Εἶναι πραγματικὰ ἔξοχο.

- Ἀριστούργημα! εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ βαθιὰ φωνὴ μισοκλείνοντας τὰ μάτια.

Ἔπειτα, ἔδειξε πρὸς τὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ καὶ πρόσθεσε:

- Κι αὐτὸς ἐκεῖ μοῦ λέει, ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸ πετάξω! Νὰ χαθεῖ ἕνα τέτοιο διήγημα! Γιατὶ θὰ χανόταν. Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος δὲν κρατάει ἀντίγραφο. Κι οὔτε θὰ καθόταν, νὰ τὸ ξαναγράψει.

- Ναί, θὰ ἦταν κρῖμα, νὰ χαθεῖ, συμφώνησα κι ἐγώ.

Ἐκεῖ σταμάτησε ἡ κουβέντα μας. Ὁ ἀρχισυντάκτης προχώρησε πρὸς τὸ γραφεῖο τῆς σύνταξης.

Δὲν ξέρω, ἂν ἔφθασε τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ στ᾿ αὐτιὰ τοῦ Παπαδιαμάντη. Πάντως ἐγὼ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα αἰσθανόμουν σὰν ἔνοχος ἀπέναντί του καὶ ποτὲ δὲν τόλμησα νὰ τοῦ δώσω τὰ διηγήματά μου γιὰ νὰ μοῦ πεῖ τὴ γνώμη του.

Ὅσο γιὰ τὰ λόγια, ποὺ μοῦ εἶπε τότε ὁ ἀρχισυντάκτης, ἀποδείχτηκαν προφητικά. Σήμερα ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, οὔτε κι ἐγὼ θυμᾶμαι τὴν οἰκονομικὴ εἴδηση, ἐνῷ τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι πασίγνωστο. Ἔχει μπεῖ στὰ σχολικὰ ἀναγνώσματα.

Κάποτε ἂν σοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, γράψε αὐτὸ τὸ περιστατικό, ποὺ σοῦ διηγήθηκα, μοῦ εἶπε τελειώνοντας ὁ παλιὸς δημοσιογράφος, καὶ ἀφιέρωσέ το στὴ μνήμη τοῦ Παπαδιαμάντη.

Αὐτὸ ἔκανα...
Απάντηση με παράθεση
  #7  
Παλιά 27-12-10, 13:22
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Μανόλης Ἀλεξάκης - Μια προσέγγιση στὰ χριστουγεννιάτικα διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη

Θυμόμαστε ὅλοι μας τὶς μέρες αὐτὲς τὸ Σκιαθίτη λογοτέχνη Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τὰ Χριστούγεννα ἀποτελοῦν γιὰ ὅλους μας μιὰ πρώτης τάξης ἀφορμὴ γιὰ νὰ ξαναδιαβάσουμε μερικὰ ἀπὸ τὰ χριστουγεννιάτικα διηγήματά του. Μᾶς μεταφέρει στὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ μὲ τὸ μοναδικό του τρόπο κατορθώνει νὰ δημιουργήσει, ἀνοίγοντας πολλὲς δυνατότητες προβληματισμοῦ μὰ καὶ ἀπόλαυσης.

Ὅσο περισσότερο διαβάζουμε τὰ κείμενά του, ἔχω τὴ γνώμη, πὼς τόσο περισσότερο γίνεται κατανοητὴ ἡ προσπάθεια τοῦ συγγραφέα νὰ χρησιμοποιήσει ὡς ἀφετηρία καὶ μόνο τὸ γεγονὸς τῶν Χριστουγέννων γιὰ νὰ προχωρήσει στὴν ἀνάδειξη τοῦ τραγικοῦ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Μιᾶς ἀνθρώπινης ζωῆς πού, ὅπως μᾶς τὴ δίνει μέσα ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστές του ὁ συγγραφέας, χαρακτηρίζεται, σημαδεύεται, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀντιφάσεις. Οἱ ἀνθρώπινοι χαρακτῆρες του ἀντιφατικοὶ καὶ ἀκραῖοι καταδεικνύουν τὴν πολυπλοκότητα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ἀκολουθώντας τὶς μεταβολὲς καὶ τὴν ποικιλία τοῦ σκιαθίτικου τοπίου, μορφοποιοῦνται σκληροί, σαρκαστικοί, φιλεύσπλαχνοι, κουτοπόνηροι, μπαγάσηδες, συμφεροντολόγοι.

Ὅλη αὐτὴ τὴν ποικιλία ὁ Παπαδιαμάντης τὴν παρουσιάζει μὲ μιὰ φυσικὴ ἁπλότητα ποὺ ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ σαρκασμοῦ. Ἐντυπωσιακὸ πάντως εἶναι, καὶ ἐδῶ ἐπιβεβαιώνεται τὸ ἠθογραφικὸ μέρος τοῦ ἔργου του, τὸ γεγονὸς πὼς ὁ ἴδιος δὲν ἔρχεται νὰ πάρει θέση μπροστὰ στὶς ἐπιλογὲς τῶν πρωταγωνιστῶν του. Οὔτε κρίνει, οὔτε κατακρίνει τὶς πράξεις τους. Νὰ προχωρήσουμε λίγο παραπέρα. Ἂν μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο του ὡς ἀναγνῶστες ἐπιθυμοῦμε νὰ καταλήξουμε σὲ ἕνα «ἠθικὸ δίδαγμα», αὐτὸ εἶναι δική μας ἀπόφαση καὶ σὲ καμία περίπτωση ὁ ἴδιος δὲ δείχνει νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ μιὰ παρόμοια πρόταση.

Μὰ οὔτε καὶ αὐτὴ ἡ «ἁμαρτία» δὲν καταδεικνύεται, καταδικάζεται. Ἀπέναντι στὶς πιὸ φρικτὲς ἀνθρώπινες πράξεις, καταστάσεις, δείχνει τόση κατανόηση καὶ ψυχραιμία ποὺ μᾶς κάνει νὰ πιστεύουμε, γιὰ μερικὲς στιγμές, πὼς πρόκειται γιὰ ἀδυναμία τῆς τέχνης του. Κάθε ἄλλο παρὰ κάτι παρόμοιο συμβαίνει. Ὁ Παπαδιαμάντης κατορθώνει, κατὰ τὴν ἄποψή μου, μιὰ τέτοια προσέγγιση, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔχει διεισδύσει στὰ κατάβαθα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἤθελα νὰ πῶ ὕπαρξης. Ὁδηγεῖται μέσα ἀπὸ τὴ συνειδητοποίηση αὐτὴ σὲ μιὰ ἀνάλυση ποὺ ξεπερνᾷ τὸ ἠθογραφικὸ καὶ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μιὰ βαθιὰ φιλοσοφημένη στάση ζωῆς, κάτι ποὺ γνωρίζουμε πολὺ καλὰ πὼς ἀποτέλεσε βασικὴ παράμετρο στὴ ζωή του μονήρη συγγραφέα.

Ἡ ἀνάγκη ἀποτελεῖ γιὰ τὸ συγγραφέα τὴν κινητήριο δύναμη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ποὺ τοῦ ὑπαγορεύει τὶς πράξεις του. Ἡ ἐπιλογὴ φαντάζει πολλὲς φορὲς πολυτέλεια. Ἀλίμονο! γιὰ τοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὸ βασικὸ ἀφηγηματικό του ὑλικό, τὰ περιθώρια εἶναι ἐλάχιστα. Ἡ σκληρὴ βιοπάλη ὁδηγεῖ τὴ σκέψη καὶ τὴν ψυχή τους. Μὲ αὐτὸ τὸν μπούσουλα οἱ χαρὲς καὶ οἱ λύπες, ἡ εὐτυχία καὶ ἡ δυστυχία, ἡ κατάληξη, θετικὴ ἣ ἀρνητική, μιᾶς ἀφήγησής του ἐλάχιστα φαίνεται νὰ ἀπασχολοῦν τὸ συγγραφέα.

Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ὁ ἄνθρωπος εἶναι κομμάτι τῆς φύσης. Σάρκα ἐκ τῆς σαρκός της. Προσφέρει, παράγει, ἀγαλλιάζει τὴν ψυχή μας, μὰ εἶναι σκληρὴ στοιχειώνει καὶ μᾶς τιμωρεῖ. Παράδειγμα ποὺ ἔχει μπρὸς στὰ μάτια του, ἡ θάλασσα ποὺ ἄλλοτε μᾶς ταξιδεύει κι ἄλλοτε μᾶς πνίγει. Ἀπέναντι σὲ αὐτὲς τὶς μεταπτώσεις. Ἀπέναντι σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται ὑπομονή. Ὑπομένει γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει διαφορετικά. Ξέρει ὅμως πολὺ καλὰ πὼς τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ συνυπάρχουν. Ὅπως συνυπάρχει ἡ διάθεση τῆς προσφορᾶς ταυτόχρονα μὲ τὴν ἀδηφάγο ὁρμὴ τοῦ συμφέροντος. Ὅπως συνυπάρχει ἡ μικρότητα μὲ τὸν ἡρωισμό. Ὅπως συνυπάρχει ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μῖσος. Ὑπομένει, ὄχι ὅμως μοιρολατρικά. Ἀγωνίζεται νὰ δαμάσει τὴ δύναμη τῆς φύσης, ὅπως ἀγωνίζεται νὰ κατανοήσει τὴν ἄβυσσο τῆς ψυχῆς του.

Χρησιμοποιεῖ ὁ Παπαδιαμάντης ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς τὰ Χριστούγεννα. Ἀποτελεῖ κατὰ τὴ γνώμη μου ἕνα μέτρο σύγκρισης ἀπέναντι στὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Ἀποτελεῖ μία πρώτης τάξεως εὐκαιρία νὰ ἀναδείξει τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη ἀπέναντι στὸ ἀπόλυτό της Θείας Γέννησης γιὰ τὰ χριστιανικὰ δεδομένα. Σὲ ποιὸ βαθμὸ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ τὸ βιώσει καὶ νὰ ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ αὐτό; Δὲ διστάζει νομίζω νὰ τοποθετηθεῖ ρηξικέλευθα μέσα ἀπὸ τὴν ἀφήγησή του. Ἐλάχιστα! Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἀνακαλύπτουμε μία μορφὴ ἀγνωστικισμοῦ στὴν προσέγγιση τοῦ Σκιαθίτη λογοτέχνη. Μιὰ ἀμφισβήτηση καθ᾿ ὅλα ὠφέλιμη μία ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει πρὸ τῶν εὐθυνῶν μας. Τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ ἀποτελοῦν κατὰ περίπτωση δική μας ἐπιλογή. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀκόμη χαρακτηριστικό, κατὰ τὴ γνώμη μου, ποὺ ἀποδεικνύει τὴ γνήσια τέχνη τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἂν ἡ τέχνη ὀφείλει νὰ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν πλήρη ἐλευθερία καὶ στὸ αὐτόβουλο τῶν πράξεών του, τότε ὁ Παπαδιαμάντης ἀντιπροσωπεύει ἕναν γνήσιο ἐκφραστῆ της.

Εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία τὸ σημαντικότερο μήνυμα ποὺ πάντα ἐπίκαιρο πρέπει ὡς φωτεινὸ ἀστέρι νὰ καθοδηγεῖ τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων ὅπου γῆς.

Πηγή : Πανεπιστήμιο Αθηνών
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην Xenios για αυτό το μήνυμα:
HelenA (27-12-10)
  #8  
Παλιά 27-12-10, 16:52
Το avatar του χρήστη Nelly
Nelly Ο χρήστης Nelly δεν είναι συνδεδεμένος
Mέλος
 

Τελευταία φορά Online: 09-05-12 11:04
Φύλο: Γυναίκα
Πολύ ωραίο άρθρο!

Επιτρέψτε μου να κρατήσω τα παρακάτω:

μιὰ φυσικὴ ἁπλότητα ποὺ ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ σαρκασμοῦ.

Ἀπέναντι στὶς πιὸ φρικτὲς ἀνθρώπινες πράξεις, καταστάσεις, δείχνει τόση κατανόηση καὶ ψυχραιμία ποὺ μᾶς κάνει νὰ πιστεύουμε, γιὰ μερικὲς στιγμές, πὼς πρόκειται γιὰ ἀδυναμία τῆς τέχνης του. Κάθε ἄλλο παρὰ κάτι παρόμοιο συμβαίνει.

Ὁδηγεῖται μέσα ἀπὸ τὴ συνειδητοποίηση αὐτὴ σὲ μιὰ ἀνάλυση ποὺ ξεπερνᾷ τὸ ἠθογραφικὸ καὶ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μιὰ βαθιὰ φιλοσοφημένη στάση ζωῆς, κάτι ποὺ γνωρίζουμε πολὺ καλὰ πὼς ἀποτέλεσε βασικὴ παράμετρο στὴ ζωή του μονήρη συγγραφέα.


Ὑπομένει γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει διαφορετικά.
Ὑπομένει, ὄχι ὅμως μοιρολατρικά. Ἀγωνίζεται νὰ δαμάσει τὴ δύναμη τῆς φύσης, ὅπως ἀγωνίζεται νὰ κατανοήσει τὴν ἄβυσσο τῆς ψυχῆς του.
Απάντηση με παράθεση
  #9  
Παλιά 04-01-12, 01:29
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 21:42
Φύλο: Άντρας
Ευχές από το παρελθόν από έναν μεγάλο λογοτέχνη τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.


"Το εκήρυξεν ο θείος Όμηρος προ ετών τρισχιλίων: Εις οιωνός άριστος!.Αλλά τις έβαλεν εις πράξιν την συμβουλήν του θειοτάτου αρχαίου ποιητού; Εκ της παρούσης ημών γενεάς τις ημύνθη περί πάτρης;

Ημύνθησαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους;

Άμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά.

Άμυνα πετρί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας.

Τις ημύνθη περί πάτρης;

Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια.

Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.

Και σήμερον, νέον έτος έρχεται. Και πάλιν τι χρειάζονται οι οιωνοί; Οιωνοί είναι τα πράγματα.

Μόνον ο λαός λέγει. Κάθε πέρσυ και καλλίτερα.

Ας ευχηθώμεν το ερχόμενον έτος να μη είναι χειρότερον από το έτος το φεύγον".

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Εφ. "Ακρόπολις", 1 Ιαν. 1896)
Απάντηση με παράθεση
Απάντηση στο θέμα


Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
 
Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
You may not post new threads
You may not post replies
You may not post attachments
You may not edit your posts

BB code is σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι σε λειτουργία

Που θέλετε να σας πάμε;


Όλες οι ώρες είναι GMT +3. Η ώρα τώρα είναι 11:22.



Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.2
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.