Acrobase  

Καλώς ήρθατε στην AcroBase.
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase.
H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη.

Επιστροφή   Acrobase > Πολιτιστικά > Λογοτεχνία
Ομάδες (Groups) Τοίχος Άρθρα acrobase.org Ημερολόγιο Φωτογραφίες Στατιστικά

Notices

Δεν έχετε δημιουργήσει όνομα χρήστη στην Acrobase.
Μπορείτε να το δημιουργήσετε εδώ

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #1  
Παλιά 04-03-10, 21:07
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΟΔΟΙΠΟΡΕΙ.

Τα παιδικά μου δάκρυα, τις χαρές, τις ζαβολιές μου, τα ανέμελα ή τα παράξενα όνειρα μου, μου άρεσε να αφήνω τα ίχνη τους ζωγραφίζοντας τα σ’ ένα τετράδιο.
Ραμμένα φύλλα χαρτιού ήταν δηλαδή που διασώθηκαν στα χρόνια.

Αν και περίπου θυμάμαι τις ζωγραφιές εκείνες, αυτό ας πούμε το ημερολόγιο με βοήθησε στις λεπτομέρειες να ξαναθυμηθώ τα δύσκολα μα και όμορφα παιδικά μου χρόνια.

''ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΟΔΟΙΠΟΡΕΙ'' είναι ο τίτλος του βιβλίου μου που μια περίληψη του από είκοσι μικρές ιστορίες που θυμάμαι πιο έντονα ίσως θελήσετε να διαβάσετε κι’ εσείς.

ΥΓ
Θα βρείτε πολλές λέξεις γραμμένες στην Κρητική διάλεκτο μα έπρεπε για να αποδοθούν σωστά τα κείμενα. Αντιγράφω δηλαδή αυτό το παιδικό ημερολόγιο.
Απάντηση με παράθεση
  #2  
Παλιά 04-03-10, 21:09
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΟΔΟΙΠΟΡΕΙ.
(ΑΠΟ ΤΟ ΟΜΟΤΙΤΛΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ)


Το παντελόνι το κοντό μου να’ χα πάλι
Έστω μια νύχτα στου μυαλού την παραζάλη
Του χρόνου τα σκισίματα να κλείσω
Με της καρδιάς μου τα φιλιά να το γεμίσω.

Να ξαναγράψω στο λυχνόφεγγο τραγούδια
Της φτωχικής της νιότης διηγήματα
Στο σύθαμπο να κυνηγώ πουλιά ξεπεταρούδια
Από την έρημο του νου να σύρω ιστορήματα.

Το παντελόνι το κοντό μου να’ χα πάλι
Να δω τον ήλιο της καρδιάς μου να προβάλλει
Να το φορέσω μια στιγμή μονάχα ένα βράδυ
Της κοπελιάς της πρώτης μου να βρω το χάδι.

Το μαντηλάκι της δώρο ψυχής να κυματίζει
Στ’ αλίμενα του χρόνου όνειρα μου
Ακρόπρωρο στων αναμνήσεων το μπρίκι ν’ αρμενίζει.

Μια βόλτα στις αλάνες στα σοκάκια τα παλιά
Με τη σφεντόνα μου στη τσέπη του την τρύπια
Παράξενη ζωή να σ’ είχα πάλι αγκαλιά.
Απάντηση με παράθεση
  #3  
Παλιά 04-03-10, 21:10
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Η Γιαγιά μου.

Τα πρώτα γράμματα, τα πρώτα της ζωής καρδιοχτύπια, μα και το πιο γλυκό πλάσμα του παιδικού μου κόσμου. Η Γιαγιά μου...

Πρώτη τάξη δημοτικού και τα πρώτα μαθήματα. Μια ολόκληρη ώρα για ένα κουλουράκι, το όμικρον. Η δασκάλα μάς είχε πει, πως πρέπει να το γράψουμε εκατό φορές. Κάποιο παιδί την ρώτησε θυμάμαι.
-Αφού κυρία είναι τόσο εύκολο, γιατί θα πρέπει να το γράψουμε, εκατό φορές;
-Αύριο του απάντησε εκείνη θα δεις πως θα είναι διαφορετικό το πρώτο από το τελευταίο. Όταν εγώ τελείωσα τα εκατό όμικρον, θυμήθηκα τα λόγια της δασκάλας μου και άρχισα να εξετάζω με προσοχή, τα κουλουράκια μου, δε βρήκα όμως καμιά διαφορά, κουλούρι το πρώτο, κουλούρι και το τελευταίο.

Την επόμενη ημέρα, εμένα φώναξε η δασκάλα να γράψω στον μαυροπίνακα με την κιμωλία, είκοσι φορές το γράμμα, που στο τετράδιο είχα γράψει άλλες εκατό. Ρώτησε λοιπόν η δασκάλα μας, τα πενήντα περίπου παιδιά της τάξης μου, εάν έβλεπαν κάποια διαφορά από τα κουλουράκια μου, καμιά είπαν εκείνα με μια φωνή. Το ελαφρό χαμόγελο της μου έδωσε χαρά, για λίγο όμως, γιατί μού είπε, πως πρέπει να το ξαναγράψω, διακόσιες φορές τώρα και απευθυνόμενη στους συμμαθητές μου, τους είπε να μετρούν τα κουλουράκια που έγραφα. Τελείωσα λοιπόν με το δεξί μου χέρι, κάτασπρο από τη σκόνη της κιμωλίας.
-Ποια διαφορά βλέπετε τώρα, ρώτησε η δασκάλα.
-Καμιά είπαν τα παιδιά, εκτός από τη Μαρία, την κόρη του δασκάλου.
-Κυρία της είπε, θαρρώ πως είναι λίγο πιο στρογγυλά τα τελευταία, από τα πρώτα.
-Μπράβο Μαρία της είπε η δασκάλα, αυτή είναι η διαφορά, γι’ αυτό σας έβαλα να το γράψετε τόσες φορές, το όμικρον, είναι στρογγυλό, όπως το «ολόγιομο φεγγάρι». Να ξέρετε λοιπόν, πως όσες πιο πολλές φορές κάνετε μια εργασία, τόσο πιο τέλεια θα είναι.

Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, μα εγώ που να ακούσω την γιαγιά μου, διάβασες το μάθημα σου Γιαννιό, το διάβασα της έλεγα πάντα. Κι’ αυτή τι να δει στα συνήθως άδεια μου τετράδια, αφού ήταν αγράμματη. Τα κόκκινα αυτιά μου και τα πρησμένα χέρια μου από τα χέρια και τη βέργα της δασκάλας έβλεπε μόνο.
-Γιαννιό πάλι ξύλο έφαγες, μα να ξέρεις, αυτή τη φορά θα το πω στους γονείς σου, μόλις γυρίσουν από το μετόχι.
Πέρασαν τα τρία πρώτα χρόνια και ήρθε η μέρα, που άρχισε ο δάσκαλος να αναφωνεί.
Μαθητής......... προβιβάζετε, για την Τετάρτη τάξη.
Μαθητής,........ ήταν το δικό μου όνομα, απορρίπτετε!
Γεμάτος από ντροπή και κλαίγοντας, έφτασα στο σπίτι μου και τότε ξύλο, πολύ ξύλο. Η καημένη η γιαγιά μου πάλι αυτή με γλύτωσε, μα και τα λόγια που είπε στους γονείς μου, τα θυμάμαι ακόμα.
-Θα έπρεπε να ντρέπεστε, θα πρέπει τώρα να δείρει ο ένας τον άλλο. Επήγατε ποτέ να ρωτήσετε τους δασκάλους, πως πάει το παιδί, να δείτε μια φορά τα τετράδια του, τι να σας κάνω εγώ αγράμματη γυναίκα;
Τώρα εδώ που τα λέμε, τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ δύσκολα, από τα χαράματα, μέχρι αργά το βράδυ στα κτήματα ήταν, τη μια μέρα στα αμπέλια, την άλλη στον κήπο και μέρες πολλές στις ελιές. Η γιαγιά μου λοιπόν ήταν και μάνα μου και πατέρας μου. Μ’ αγαπούσε πολύ κι’ εγώ πάντα την πείραζα.
Μια φορά, της έφερα σταγόνες βροχής καλοκαιριάτικα, ακόμα γελάω για τη ζαβολιά μου αυτή.

Οι στέγες των σπιτιών, τα δώματα όπως τα λέμε στο χωριό μου, τα χρόνια εκείνα, δεν είχαν κεραμίδια ή οπλισμένο σκυρόδεμα, είχαν χώμα.
Η κατασκευή του δώματος είναι απλή, αλλά χρειάζονται τα κατάλληλα υλικά, γιατί διαφορετικά, το νερό της βροχής θα περνά στο εσωτερικό του σπιτιού.

Αφού τελειώσει το χτίσιμο των τοίχων, με πέτρες καλοδουλεμένες από έμπειρους τεχνίτες, είχαν σειρά τα μεγάλα χοντρά τετράγωνα ξύλα, το ένα δίπλα στο άλλο και σε απόσταση μισού μέτρου περίπου.
Και να η πρώτη στρώσει που ήταν καλάμια, καθαρισμένα, ξεραμένα στον ήλιο και διαλεγμένα να έχουν το ίδιο πάχος, δεμένα μεταξύ τους, με γερό σπάγκο. Η δεύτερη στρώσει, πάνω από τα καλάμια, ήταν ένα είδος χόρτου και η τρίτη χώμα. Ένα χώμα, χρώματος γαλάζιου, που το έπαιρναν σκάβοντας βαθιά, από ορισμένα μέρη. Θυμάμαι μάλιστα πως υπήρχαν μέσα σ’ αυτό το χώμα, πολλά απολιθωμένα κογχύλια, που μαρτυρούσε πως πριν από εκατομμύρια χρόνια, το μέρος εκείνο ήταν βαθιά, μέσα στη θάλασσα που αναδύθηκε. Είχε δε την ιδιότητα, με την πρώτη βροχή, να γίνεται σαν κόλλα κι’ έτσι να κυλάει το νερό, χωρίς να περνά στο εσωτερικό του σπιτιού.

Απαραίτητο κατασκεύασμα σε κάθε σπίτι, ήταν το τζάκι, το μόνο μέσον για θέρμανση και μαγείρεμα, αφού στο χωριό δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά ούτε και θερμάστρες πετρελαίου. Η εστία, εκεί δηλαδή που καίγονταν τα ξύλα, λεγόταν παραστιά και φτιάχνονταν έτσι ώστε η κατσαρόλα του φαγητού, το τσικάλι που λένε στην Κρήτη, να είναι σταθερό πάνω από τη φωτιά. Ο καπνός τώρα που έφευγε από την καπνοδόχο, που λέγεται ανηφοράς, ήταν συνήθως ένα μεγάλο πιθάρι, με κομμένη τη βάσει του και στερεωμένο πάνω στο δώμα, με το γαλάζιο χώμα, που συνήθως όταν έβρεχε έπεφταν και σταγόνες βροχής στην παραστιά.

Στο δικό μας σπίτι, εκείνα τα χρόνια, ένα δωμάτιο ανεξάρτητο από το υπόλοιπο σπίτι, το είχε η γιαγιά μου, γιαγιά από τη μητέρα μου, που ήταν και κουζίνα με το δικό του τζάκι, αλλά και υπνοδωμάτιο. Εγώ μαζί της έμενα, εκεί έτρωγα από το φαγητό που μαγείρευε εκείνη, αλλά και μαζί της κοιμόμουνα.

Μια καλοκαιριάτικη μέρα λοιπόν, ήμουνα πάνω στο δώμα. Πολλές φορές ανέβαινα τα πέτρινα σκαλοπάτια, για να βλέπω από εκεί το όμορφο οροπέδιο, με τους εκατοντάδες ανεμόμυλους, να γυρίζουν με τη δύναμη του αέρα. Να αντλούν το νερό από τα πηγάδια, για το πότισμα των κήπων.
Κάποια στιγμή λοιπόν, δεν ξέρω πως, μα χρησιμοποίησα για τουαλέτα, το εξωτερικό μέρος του ανηφορά της γιαγιάς μου. Εκείνη την ώρα μαγείρευε στην παραστιά, με το τσικάλι που ήταν πήλινο, μα και πάντα σκεπασμένο με το φόβο μην πέσει κάτι και δεν το δει. Το υγρό λοιπόν όπως φαίνεται, πέρασε από τα τοιχώματα του ανηφορά και δυο τρεις σταγόνες πέσανε στο καπάκι του τσικαλιού. Το είδε λοιπόν η γιαγιά μου και απορημένη άρχισε να φωνάζει τη μητέρα μου.
-Ελένη (έτσι την έλεγαν) βρέχει;
-Εκουζουλάθηκες ,καλοκαιριάτικα, της είπε ξαφνιασμένη η μητέρα μου, που την είδες τη βροχή.
-Σα να έπεσαν σταγόνες από τον ανηφορά, της ξαναείπε η γιαγιά μου.
Εγώ βέβαια φρόντισα να φύγω από το δώμα γρήγορα, καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί.
Αφού δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν το φαινόμενο, το άφησαν και ξεχάστηκε μέχρι που με φώναξε η γιαγιά μου για φαγητό. Λες να έπεσε καμιά σταγόνα μέσα στο τσικάλι, καλύτερα να μη φάω σκέφτηκα και έφυγα προφασιζόμενος πως δεν πεινούσα.

Το βράδυ τώρα την ώρα του ύπνου, ξάπλωσα στο κρεβάτι και η γιαγιά μου άρχισε να με σκεπάζει, όπως έκανε πάντα, για να ξαπλώσει κι’ εκείνη αργότερα δίπλα μου. Ώρα να αποκαλύψω το κατόρθωμα μου, σκέφτηκα. Άρχισα λοιπόν να της λέω, κάπως τραγουδιστά.
Σκέπασε με γιαγιαδάκι μου, (έτσι την έλεγα) που σου κατούρησα και το τσικάλι. Το τι έγινε δεν περιγράφεται, εγώ να έχω πεθάνει από τα γέλια κι’ αυτή η καημένη να συνεχίζει να με σκεπάζει και να λέει.
-Α βρε κατεργάρη, ώστε εσύ έφερες τα πρωτοβρόχια και πήγε να με κουζουλάνει η μάνα σου....

Θυμάμαι ύστερα από χρόνια, άντρας πια, μακριά από το χωριό μου, πληροφορήθηκα το τέλος της από τη ζωή. Έκλαψα τότε πολύ, τα χέρια μου γέμισαν δάκρυα, το πιο αγαπητό μου πρόσωπο, δεν υπήρχε πια.

Κάπου διάβασα πως ο θεός επειδή δεν μπορεί να είναι παντού, έκανε τις γιαγιάδες. Σε μένα βέβαια χάρισε ,την πιο γλυκιά, την υπέροχη γιαγιά μου.

Μα ότι κι’ αν της έκανα, εκείνη μ’ αγαπούσε,
τις ζαβολιές μου τις πολλές, πάντα τις συγχωρούσε.
Ήταν γλυκιά παρηγοριά, πρόσωπο αγαπημένο,
για μένα είχε πάντοτε, το τζάκι αναμμένο.
Κοντά της έβρισκα χαρά, αγάπη καλοσύνη,
που απ’ τους γονείς μου φαίνεται, περνούσε με βιασύνη.
Μια αγκαλιά κι’ ένα φιλί, γονατιστή για προσευχή,
στ’ αυτιά μου ακόμα αντηχεί, το παραμύθι κι’ η ευχή...

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη justin : 10-06-13 στις 16:36
Απάντηση με παράθεση
  #4  
Παλιά 04-03-10, 21:11
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Η Σφεντόνα μου...

Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια κι’ εγώ στην τελευταία τάξη του δημοτικού σχολείου, μα με τα χέρια μου, πάντα πρησμένα από τη βέργα του δασκάλου τώρα. Που να μείνει καιρός για διάβασμα, με τη σφεντόνα μου πουλιά κυνηγούσα όλη μέρα και μόνο τα βράδια, άνοιγα και κάποιο βιβλίο.

Στο χωριό μου τα χρόνια εκείνα, η σφεντόνα για μας τα παιδιά, ήταν το παιχνίδι μας, η συντροφιά μας, που να βρίσκαμε παιχνίδια, μα κι’ αν υπήρχαν στις πόλεις, με τι χρήματα θα τ’ αγοράζαμε; Ποδόσφαιρο παίζαμε στους δρόμους, πανιά από κουρέλια δέναμε με σπάγκους και τα κλωτσάγαμε.
Αυτά τα χιλιάδες πολύχρωμα μπαλόνια, που τ’ αγοράζεις σήμερα με το κιλό, τότε ήταν σαν κάτι διαστημικό.
Ένα μικρό κόκκινο, μου έφερε κάποτε μια θεία μου από την πόλη, που όταν τελικά κατάφερα να το φουσκώσω, έγινε στο σχολείο χαλασμός, για το παράξενο εκείνο πράγμα. Το κρατούσα φουσκωμένο και έτρεχα στην αυλή του σχολείου και πίσω μου όλα τα παιδιά, να θέλουν να το ακουμπήσουν.
Με τη σφεντόνα λοιπόν, είχαμε πιο πολύ πάρε δώσε. Μόνοι μας την κατασκευάζαμε με πολύ μεράκι μα και ανέξοδα.
Πρώτα έπρεπε να βρεθεί το κατάλληλο κλαδί, από κάποιο δέντρο, για να πάρουμε τη διχάλα του, να την επεξεργαστούμε έτσι ώστε, τα δάχτυλα του χεριού, να την κρατούν σταθερά.
Σειρά είχαν τα λάστιχα. Κόβαμε μικρές λουρίδες, από παλιές σαμπρέλες αυτοκινήτων, σε μήκος περίπου τριάντα πόντους και δέναμε τα δυο άκρα στη διχάλα, ενώ τα άλλα δύο, σ’ ένα κομμάτι δέρμα, από το τσαγκάρικο του χωριού.
Από εδώ και πέρα όμως ήταν τα δύσκολα, το καλό σημάδι, ήθελε πολύ δουλειά, πολλές ώρες προπόνηση με χιλιάδες βολές, από μικρές πέτρες, που κι’ αυτές έπρεπε να είχαν το κατάλληλο σχήμα, μα και βάρος, μέχρι που το χτύπημα μιας δεκάρας στα δέκα περίπου μέτρα, να έχει επιτυχία εκατό της εκατό.

Το αγαπημένο μας θήραμα στο κυνήγι, ήταν τα λαδάκια, πολύ μικρά πουλιά, που το καλοκαίρι έρχονταν κατά χιλιάδες, ήταν δε πολύ λιπαρά, γι’ αυτό και τα λέγαμε έτσι.

Κυνηγούσαμε λοιπόν εμείς τα λαδάκια, μα κι’ ο αγροφύλακας ο Συμεών, κυνηγούσε εμάς, επειδή καμιά φορά μπαίναμε και σε κάποιο ξένο περιβόλι. Ήταν ένας ψηλός άντρας, γεροδεμένος, μα κακός στην ψυχή.
Έβαλε λοιπόν μια μέρα κάποιον χωροφύλακα, να μας κυνηγήσει από έναν κήπο, ενώ αυτός είχε κρυφτεί πίσω από ένα σπιτάκι.
Όταν λοιπόν φτάσαμε τρέχοντας στο σημείο εκείνο, εγώ και ένας φίλος μου, άπλωσε τις χερούκλες του και μας έπιασε. Αφού μας πήρε τις σφεντόνες, μας πήγε στον αγρονόμο, ο οποίος για τιμωρία είπε να μας κλείσουν για δυο ώρες, στο κρατητήριο του σταθμού χωροφυλακής, όπως και έγινε.
Τιμωρία πολύ σκληρή για μικρά παιδιά, που δεν θα ξεχάσω ποτέ μου.

Στο χωριό μου από χρόνια γυρνώ,
το κατώφλι του σπιτιού μου περνώ.
Ξεπροβάλουν οι μνήμες χιλιάδες,
χαθήκαν για πάντα γονείς και γιαγιάδες.

Κρεμασμένη στον τοίχο εικόνα,
και πιο κει η δική μου σφεντόνα.
Με αγάπη γλυκά την αγγίζω,
δάκρυα βγάζω πικρά την ποτίζω.

Πάμε της λέω ξανά για κυνήγι,
στόχο το χρόνο που πάει να φύγει.
Να θυμηθούμε τα περασμένα,
τα όνειρα μας τ’ αγαπημένα.

Την άνοιξη μας παρέα αναπολούμε,
βάσανα πόνους πετροβολούμε.
Ταξίδι στων πεπρωμένων τα ζάλα,
στης ζωής το φινάλε, την πρώτη ψιχάλα.

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη justin : 10-06-13 στις 16:39
Απάντηση με παράθεση
  #5  
Παλιά 04-03-10, 21:12
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Το σχολείο και ο δάσκαλος...

Κάποια μέρα για κακή μου τύχη, με είδε ο δάσκαλος, που εκείνη την ώρα πήγαινε στον κήπο του και με φώναξε να πάω κοντά του. Εγώ πάγωσα από το φόβο μου, ήξερα πως ερχόταν τιμωρία μεγάλη.
-Πόσα πουλιά έχεις στην τσέπη σου Γιαννιό, με ρώτησε.
-Πέντε του απάντησα, τρέμοντας από το φόβο μου.
-Αύριο το πρωί στο σχολείο, να μου το θυμίσεις πριν από το μάθημα, μου είπε και έφυγε.

Την επόμενη ημέρα, σκέφτηκα να κάνω τον άρρωστο και να μην πάω στο σχολείο, μα φοβήθηκα μη γίνουν τα πράγματα χειρότερα και έτσι αποφάσισα να πάω, αλλά να κάνω πως ξέχασα, ίσως να μη το θυμηθεί είπα. Λίγο όμως προτού τελειώσει το τελευταίο μάθημα, φαίνεται πως το θυμήθηκε και πετάχτηκε σαν «ελατήριο» από τη θέσει του.
-Για έλα εδώ Γιαννιό, τι σου είπα χθες;
-Το ξέχασα κύριε είπα και η καρδιά μου πήγε να σπάσει από το φόβο μου.
-Πόσα πουλιά μου είπες ότι σκότωσες, με ξαναρώτησε αγριεμένος.
-Πέντε κύριε του απάντησα.
-Πέντε λοιπόν βεργιές στα χέρια κι’ άλλες πέντε γιατί το ξέχασες.

Το μεσημέρι στο φαγητό, πως να κρατήσω το πιρούνι με τα πρησμένα χέρια μου. Μα και οι γονείς μου, συνήγοροι του δασκάλου, καλά σου έκανε είπαν, ξύλο κι’ αυτοί, μα και για «ψήλου πήδημα» τράβηγμα των αυτιών μέχρι να ματώσουν.

Μια φορά θυμάμαι, ο δάσκαλος χτύπησε με τη βέργα τα χέρια της κόρης του, που κι’ αυτή ήταν στην έκτη τάξη, γιατί δεν ήξερε καλά κάποιο μάθημα. Ύστερα όμως από λίγο, εκείνη λιποθύμησε και έπεσε από το θρανίο.
Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Την πήρε στα χέρια του και άρχισε να τρέχει για τον γιατρό.
Πιστέψαμε τότε, πως ίσως να σταματούσε το κακό, μα αυτός το βιολί του, με το παραμικρό ξύλο.

Κάποια άλλη φορά, είπε σε κάποιο παιδί, να του φέρει μια βέργα από το κτήμα του, που ήταν σε κάποια ρεματιά. Έκοψε λοιπόν εκείνο μια βέργα από κάποιο δέντρο, την καθάρισε καλά από τον φλοιό της και το πρωί την έφερε στο δάσκαλο.
Πες μου τώρα και το μάθημα του είπε. Μα για κακή του τύχη έκανε κάποιο λάθος και η βέργα που πριν είχε δώσει στο δάσκαλο, εγκαινιάστηκε στα χέρια του.

Το «ποτήρι» όμως ξεχείλισε, ένοιωθα μέσα μου κάτι σαν μίσος για τον δάσκαλο, με δέκα χτυπήματα συνεχόμενα, ποτέ κανένα παιδί δεν τιμωρήθηκε. Έπρεπε κατά τη γνώμη μου να τον εκδικηθώ, πως όμως; Και η ιδέα στο παιδικό μου μυαλό δεν άργησε να έρθει, ένα σχέδιο που έβαλα σε εφαρμογή αμέσως.

Μόλις βράδιασε, πήρα κρυφά ένα πριόνι και το φακό μου, και πήγα στο σχολείο. Το κλειδί της πόρτας ήταν πάντα κρεμασμένο μ’ ένα κορδόνι, σ’ ένα καρφί δίπλα στην είσοδο. Αφού κοίταξα τριγύρω και βεβαιώθηκα πως δεν με είδε κανένας, ξεκλείδωσα την πόρτα και μπήκα μέσα.
Το σχέδιο μου ήταν, να πριονίσω την καρέκλα του δασκάλου, που βρισκόταν πάνω στην έδρα. Για να μη φανούν όμως ίχνη από το πριόνισμα, πήρα την καρέκλα και βγήκα έξω στην αυλή του σχολείου. Εκεί σε μια γωνιά, άρχισα να κάνω τομές στα πόδια της καρέκλας. Αφού τελείωσα και καθάρισα τα ίχνη που άφησα, την έβαλα στη θέση της, κλείδωσα την πόρτα και έφυγα γρήγορα για το σπίτι μου φροντίζοντας, να μη βγω έξω, μα να διαβάσω και καλά τα μαθήματα μου.

Την άλλη μέρα, από τους πρώτους έφτασα στο σχολείο, περιμένοντας το δάσκαλο. Στην ώρα του λοιπόν, ανέβηκε στην έδρα, πήρε στα χέρια του τη βέργα, τη χτύπησε δυνατά πάνω στο γραφείο όπως έκανε πάντα και κάθισε στην ετοιμόρροπη καρέκλα. Που να αντέξει όμως το βάρος του, ύστερα από την «εγχείρηση» που έκανε το πριόνι μου, τα πόδια της διαλύθηκαν κι’ εκείνος βρέθηκε κάτω από την έδρα, κρατώντας τη μέση του.
Όλα τα παιδιά γελούσαν ασταμάτητα. Αυτό όμως κράτησε λίγο, γιατί μόλις φάνηκε πως η καρέκλα ήταν παγιδευμένη, ποιος είδε το δάσκαλο και δε φοβήθηκε, μέχρι και την αστυνομία ειδοποίησε.
Έναν, έναν, μας περνούσε από ιερή εξέταση. Για κάποια στιγμή φοβήθηκα, μα πάλι αφού δεν με είδε κανένας, δεν θα μπορούσε να με κατηγορήσει ο δάσκαλος, αν και ήμουνα μέσα στους δυο τρεις υποψήφιους δράστες, κατά τη γνώμη του δασκάλου, που στην προκειμένη περίπτωση δεν έπεφτε και έξω.

Όλη η μέρα, πέρασε με το δάσκαλο και ένα χωροφύλακα ,να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, για να βρουν τον ένοχο. Στο σπίτι μου η μητέρα μου, διαβεβαίωσε το δάσκαλο, πως ήμουν στο σπίτι διαβάζοντας όλο το προηγούμενο βράδυ.

Τελικά, όσο κι’ αν έψαξε, δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο δράστης που τον έριξε από την καρέκλα και να χτυπήσει πολύ, όπως φαινόταν από το περπάτημα του. Το κακό όμως ήταν πως τα χτυπήματα στα χέρια με τη βέργα, από τέσσερα, έγιναν έξι και μάλιστα μας χτυπούσε με όλη του τη δύναμη. Αυτό το είχα βάρος στη συνείδηση μου, γι’ αυτό και αποφάσισα δεύτερο χτύπημα, πιο δυνατό από το πρώτο. Τον σκορπιό σκέφτηκα.

Στο χωριό μου, όποια πέτρα κι’ αν σήκωνες, θα έβρισκες και κάποιον από κάτω με το φαρμακερό του κεντρί, στο τέλος της ουράς, σηκωμένο πάντα προς τα πάνω. Βρήκα λοιπόν έναν αρκετά μεγάλο και τον έβαλα σπρώχνοντας τον μ’ ένα ξύλο, σ’ ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα. Σκέφτηκα λοιπόν σε κάποιο διάλλειμα, που ο δάσκαλος έβγαινε έξω, να τον ελευθερώσω πάνω στο γραφείο του. Τον έκρυψα λοιπόν στην αυλή του σπιτιού μου και την επόμενη ημέρα ξεκινώντας για το σχολείο, τον πήρα μαζί μου.

Ο δάσκαλος κάθε φορά την ώρα του διαλείμματος, άνοιγε το πακέτο με τα τσιγάρα, που ήταν πάντα πάνω στο γραφείο, έπαιρνε ένα και το κάπνιζε έξω στην αυλή. Ήρθε λοιπόν το τελευταίο διάλειμμα και έβαλα σε εφαρμογή το σχέδιό μου. Κοίταξα γύρω μου, όλα τα παιδιά έπαιζαν στην αυλή, κανένα μέσα στην τάξη. Πήγα τότε στο γραφείο του, μα σαν είδα το πακέτο με τα τσιγάρα του, άλλαξα σχέδιο. Θαρρώ πως είναι καλύτερα, να βάλω τον σκορπιό μέσα στο δικό του πακέτο είπα κ’ άρχισα να σπρώχνω μ’ ένα μολύβι το σκορπιό, αναγκάζοντας τον, να μετακομίσει από το δικό μου πακέτο, στο μισογεμάτο του δασκάλου.

Πέρασε το διάλειμμα κι’ άρχισε το μάθημα της τελευταίας ώρας, μα εγώ που μυαλό, τα μάτια μου ήταν καρφωμένα πάνω στο πακέτο με τα τσιγάρα του δασκάλου.
Ήρθε λοιπόν η ώρα και σχολάσαμε, όλα τα παιδιά έτρεχαν να βγούνε έξω, μα εγώ καθόμουν στη θέσει μου, δεν ξέρω τι έπαθα, σκεφτόμουν πως ίσως και να πέθαινε ο δάσκαλος από το δηλητήριο του σκορπιού, πράγμα που δεν το ήθελα. Ενώ λοιπόν σηκωνόταν από την καρέκλα του και ήταν έτοιμος να πιάσει το πακέτο, έτρεξα προς το μέρος του και με όλη τη δύναμη της φωνής μου του φώναξα.
-Μη κύριε, μην ανοίξεις το πακέτο, μέσα έχω βάλει ένα σκορπιό, μα μετάνιωσα, δε θέλω να πάθετε κάποιο κακό.
Τότε πρόσεξε πως ήμουν ακόμα μέσα στην τάξη. Με κοίταξε λοιπόν καλά, καλά στα μάτια, λες και μ’ έβλεπε για πρώτη φορά. Χωρίς να πει λέξη, άνοιξε το πακέτο με προσοχή. Ο τεράστιος σκορπιός άρχισε να κινείται με σηκωμένη την ουρά του. Εγώ τότε άπλωσα τα χέρια μου και του είπα.
-Αυτή τη φορά κύριε, μου αξίζει η τιμωρία και για όσα χτυπήματα θέλετε να μου δώσετε. Πήρε λοιπόν τη βέργα στα χέρια του, μα την άφησε πάλι κάτω.
-Πες μου Γιαννιό, με ρώτησε, αφού με μισείς όπως φαίνεται, γιατί με προειδοποίησες τώρα;
-Μα σας είπα κύριε, δεν θέλω να πάθετε κακό, λάθος έκανα, το μετάνιωσα και σας ζητώ συγνώμη. Όμως κύριε θέλω να σας ρωτήσω, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μάθουμε γράμματα, παρά μονάχα με το ξύλο; Και μάλιστα με τόση δύναμη που να ματώνει κι’ η ψυχή μας; Αυτός όμως δεν μου απάντησε, πήρε τη βέργα στα χέρια του κι’ άρχισε να την περιεργάζεται, λες και την έβλεπε πρώτη φορά. Ποιος ξέρει είπα μέσα μου πόσα χτυπήματα θα μου καταφέρει. Εκείνος όμως την έβαλα πάνω στα απλωμένα χέρια μου και μου είπε να τη σπάσω. Εγώ τα έχασα.
-Σπάσε την λοιπόν μου είπε πάλι, ενώ προσπαθούσε να βρει τον σκορπιό και να τον σκοτώσει, που εν τω μεταξύ είχε πέσει στο δάπεδο. Την έβαλα λοιπόν στη γωνία της έδρας και με το πόδι μου την έσπασα.
-Φύγε τώρα, να πας στο σπίτι και να διαβάσεις καλά τα μαθήματα σου, μου είπε, ενώ συνέχιζε να ψάχνει το σκορπιό.
Έφυγα λοιπόν από το σχολείο, μα περίμενα λίγο πιο μακριά, ήθελα να δω, τι θα κάνει ο δάσκαλος.
Πέρασε αρκετή ώρα, μέχρι που φάνηκε στο δρόμο να βαδίζει αργά, για το σπίτι του, ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν άραγε.

Ένα όμως ήταν σίγουρο, το ξύλο κόπηκε μια για πάντα.

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη justin : 10-06-13 στις 16:41
Απάντηση με παράθεση
  #6  
Παλιά 04-03-10, 21:14
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Η σφεντόνα μου σώζει μια ζωή.

Το λάδι, ήταν τα χρόνια εκείνα, το πλουσιότερο αγαθό, για τις φτωχές οικογένειες του χωριού μου. Δεν ήταν όμως αρκετό, λίγο περίσσευε για να αγοραστούν, όλα τα υπόλοιπα τρόφιμα που χρειάζεται ένα σπίτι, ζάχαρη, μακαρόνια, ρύζι κ.λ.π .
Οι ελιές, τα λιόφυτα όπως τα λένε στην Κρήτη, δεν είναι κοντά στο χωριό, για να φτάσεις, έπρεπε να περπατήσεις από κακοτράχαλα και δύσβατα μονοπάτια. Κάπου τρία χιλιόμετρα, ίσως και παραπάνω, ήταν το δικό μας λιόφυτο, το μετόχι όπως το λέγαμε. Ένα μικρό σπιτάκι, χτισμένο με πέτρες ανάμεσα στα δέντρα, που είχε ένα μόνο δωμάτιο και ένα στάβλο για το γαϊδουράκι.

Μέσα στο κρύο και τη βροχή, μαζεύαμε τις ελιές και μόνο κοντά στο αναμμένο τζάκι τα βράδια, έμενε λίγος χρόνος για ξεκούραση. Με το γαϊδουράκι λοιπόν φορτωμένο, πήγαινα πολλές φορές τις ελιές, στο χωριό για να τις αδειάσω στο σπίτι, σ’ ένα χώρο γι’ αυτό το σκοπό και να επιστρέψω αυθημερόν. Αυτό, για τον πατέρα μου, ήταν μεγάλη βοήθεια, δεν υπήρχαν εργάτες, όλοι τις δικές τους ελιές μάζευαν, μα κι’ αν υπήρχαν, με τι χρήματα θα τους πλήρωνε.
Όταν τελείωνε το μάζεμα, ένα με δυο μήνες περίπου, ανάλογα με τα κέφια του καιρού, οι ελιές πήγαιναν στο ελαιοτριβείο του χωριού, για να αλεστούν και να πάρομε το πολύτιμο λάδι.

Μια Κυριακή λοιπόν πρωί, με το γαϊδουράκι φορτωμένο με δυο μεγάλα σακιά ελιές, ανηφόριζα το πιο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής, τη «γαϊδουρόσκαλα» όπως λέγεται το σημείο εκείνο. Μονοπάτι επικίνδυνο μέσα στον γκρεμό, με βράχια πελώρια ,που ξεπερνούσαν ίσως και τα διακόσια μέτρα ψηλά. Έτοιμα θαρρείς, να ξεκολλήσουν με το παραμικρό φύσημα του αέρα, τοπίο εξωγήινο, μα και το μοναδικό πέρασμα.
Εκεί λοιπόν στη γαϊδουρόσκαλα, βρήκα τον κυρ Γιώργη, αναστατωμένο και πανικόβλητο να τραβάει τα μαλλιά του.
-Γλάκα Γιαννιό στο χωριό για βοήθεια, μου είπε. Ο Αντώνης είναι εκειέ απάνω στο γκρεμό και δε κατέω επαέ ίντα να κάμω!
Πράγματι τον είδα στον γκρεμό γύρω στα εξήντα με εβδομήντα μέτρα ψηλά να κρατιέται από κάποιο θάμνο (μικρό δέντρο φυτρωμένο στη σχισμή του βράχου).
-Μα πως βρέθηκε εκεί πρόλαβα να πω.
-Γλάκα γιαννιό στο χωριό, μου ξαναφώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής του και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.

Θα ήταν γύρω στα 40 με 45 χρόνων και οι δυο τους, φίλοι από παιδιά. Συχνά τα σαββατοκύριακα πήγαιναν στο κυνήγι του λαγού, που καμιά φορά τους ακολουθούσα κι’ εγώ, έλεγαν δε πως τους έφερνα γούρι γι’ αυτό όλο και κάποιο μεζεδάκι μου έδιναν.
Παράτησα λοιπόν το γαϊδουράκι εκεί, φορτωμένο όπως ήταν κι’ άρχισα να τρέχω για το χωριό. Έφτασα λοιπόν στο καφενείο, κατάκοπος από το τρέξιμο και είπα στους χωριανούς μου τι είχε συμβεί στον κυρ Αντώνη. Στην αρχή τα λόγια μου δημιούργησαν κάποιο πανικό, μα γρήγορα κατάλαβαν κι’ αυτοί τι είχε γίνει, γιατί γνώριζαν το μέρος μα και τον ριψοκίνδυνο Αντώνη. Έτρεξαν τότε όλοι στα σπίτια τους, για σκοινιά ή ότι άλλο θεωρούσαν αυτοί χρήσιμο και σε λίγο σχεδόν όλο το χωριό, έτρεχε για τη γαϊδουρόσκαλα.
Όμως, τι βοήθεια μπορούσαν να προσφέρουν στον άνθρωπο, που κινδύνευε να πέσει ανά πάσα στιγμή; Ήταν αδύνατον να τον πλησιάσει κάποιος, δεν υπήρχε κανένας τρόπος, πάνω από αυτόν, κατακόρυφος γκρεμός κι’ από κάτω πολύ ψηλά για να του πετάξουν κάποιο σκοινί. Η αγωνία μεγάλη, φωνές και κλάματα από παντού, οι δικοί του άνθρωποι, συγγενείς και φίλοι, δεν μπορούσαν να πιστέψουν το κακό που τους βρήκε.
Τότε, μια λάμψη, μια ιδέα πέρασε από το μυαλό μου, η σφεντόνα μου είπα, πως δεν το σκέφτηκα τόση ώρα, την έβγαλα από την τσέπη μου τη φίλησα και φώναξα στον φίλο του.
Κυρ Γιώργη, αν είχαμε ένα γερό σπάγκο, θα μπορούσα να δέσω στην άκρη του μια πέτρα και να την πετάξω με τη σφεντόνα μου, στα χέρια του, να δέσομε μετά ένα σκοινί, να το ανεβάσει επάνω ο κυρ Αντώνης, να δεθεί καλά κι’ αφού περάσει το σκοινί γύρω από τον κορμό του δέντρου (ένας κέδρος ήταν θαρρώ) εσείς μπορείτε να τον κατεβάσετε.
Με κοίταξε τότε με γουρλωμένα μάτια, λες και μ’ έβλεπε πρώτη φορά, έβαλε τα χέρια του πάνω μου και με τράνταξε τόσο δυνατά, που λίγο έλειψε να με ρίξει κάτω.
-Ησυχία φώναξε, νομίζω πως το Γιαννιό εδώ βρήκε τη λύση, σπάγκο όμως που να βρούμε; Στον τσαγκάρη τον Σπύρο, είπε κάποιος που άρχισε να τρέχει χωρίς δεύτερη κουβέντα για το χωριό.
Εν τω μεταξύ, ο κυρ Αντώνης είχε καταφέρει να καθίσει στον κορμό του δέντρου κι’ έτσι, τουλάχιστον το ένα του χέρι να μείνει ελεύθερο.
-Θα τα καταφέρεις; τον ρώτησε ο φίλος του, που του είχε πει το σχέδιο μας.
-Πιστεύω πως ναι, του απάντησε εκείνος με όση φωνή του είχε απομείνει από τον φόβο του.
Εν τω μεταξύ έψαξα και βρήκα τις κατάλληλες πέτρες και έκανα μερικές δοκιμές, άσε που εγώ ήμουν σίγουρος για το αποτέλεσμα, στο σημάδι δεν έχανα ποτέ, είχα και καινούργια λάστιχα στη σφεντόνα μου. Το μόνο που με φόβιζε ήταν η μεγάλη απόσταση και το βάρος του σπάγκου.

Έφτασε λοιπόν κάποια στιγμή, λαχανιασμένος από το τρέξιμο, ο ίδιος ο τσαγκάρης ο Σπύρος, με ένα μεγάλο «κουβάρι» σπάγκο, από εκείνον που έραβε τις σόλες των παπουτσιών, τότε δεν υπήρχαν τα έτοιμα, όλα χειροποίητα ήταν.
Απλώσαμε λοιπόν τον σπάγκο στο έδαφος, έδεσα στην άκρη του την κατάλληλη πέτρα και να η πρώτη βολή, που όμως δεν βρήκε στόχο για λίγο, δεύτερη πέτρα και στα χέρια του μα του ξέφυγε, δεν είχε βέβαια και πολλά περιθώρια να κάνει κάποια κίνηση.
-Ηρέμησε του φώναξε ο κυρ Γιώργης και κοίταξε να πιάσεις τον σπάγκο.
Όλο το χωριό, με αγωνία παρακολουθούσε την προσπάθεια μου, είδα δε πολλούς να κάνουν το σταυρό τους και να παρακαλούν την Παναγία, να πάνε όλα καλά. Τρίτη βολή και «φαρμακερή» που λένε, η πέτρα πήγε ακριβώς στο χέρι του, που δε χρειάστηκε να κάνει κάποια παραπάνω κίνηση.
Άρχισε τότε ο κυρ Αντώνης, να τραβάει τον σπάγκο και μαζί το σκοινί που ακολουθούσε, μέχρι που έφτασε στα χέρια του.
-Ο κορμός του δέντρου είναι γερός; Τον ρώτησε ο φίλος του.
-Γερός φαίνεται, του αποκρίθηκε εκείνος.
-Τώρα ξέρεις τι θα κάνεις, πέρασε το σκοινί γύρω από τον κορμό του, δέσου καλά από τη μέση, κράτα το γερά και μη φοβάσαι, θα σε κατεβάσομε.
Ένας λόγος ήταν να μη φοβάται.
Πέντε, με έξι άντρες, κρατούσαν γερά το σκοινί και ο κυρ Αντώνης, « σαν τσαμπί από σταφύλι» άρχισε να κατεβαίνει όσο άφηναν το σκοινί από κάτω, μέχρι που πάτησε στο χώμα κατακίτρινος, γεμάτος με αίματα και σκισμένα ρούχα.

-Γιαννιό μου είπε, έλα επαέ να σε φιλήσω και μ’ αγκάλιασε τόσο σφιχτά που κόπηκε η αναπνοή μου.
Τότε θυμήθηκα το γαϊδουράκι μου, μα δεν ήταν εκεί, είδα όμως τον πατέρα μου και τη μητέρα μου πιο κάτω, δακρυσμένους, αναστατωμένους, μα και χαρούμενους που ο γιος τους βοήθησε να σωθεί ένας άνθρωπος.

Τι είχε όμως συμβεί, το γαϊδουράκι, γύρισε πίσω φυσικά μόνο του, που όταν το είδαν οι καημένοι τρελάθηκαν, πάει το κοπέλι είπαν, σκοτώθηκε στη γαϊδουρόσκαλα, που έφτασαν στο σημείο εκείνο με την ψυχή στο στόμα, για να πληροφορηθούν τα γεγονότα από τους χωριανούς, που είχαν φτάσει εκεί νωρίτερα.

Τώρα πως βρέθηκε ο κυρ Αντώνης στον γκρεμό, που λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του; Εκεί μέσα σε μικρές σπηλιές, υπήρχαν άγριες μέλισσες, κατέβηκε λοιπόν σε κάποιο σημείο του γκρεμού, που όπως είπε το είχε ξανακάνει, να ανάψει φωτιά, να ζαλίσει τις μέλισσες και να πάρει το μέλι. Γλίστρησε όμως κι’ άρχισε να σέρνεται στον γκρεμό, που ήταν σχεδόν κατακόρυφος και που για καλή του τύχη βρέθηκε εκείνος ο θάμνος, για να σταματήσει την πτώση του προς το θάνατο. Τέλος καλό όλα καλά λοιπόν όπως λένε.

Την επόμενη Κυριακή, ήμασταν στο χωριό, στο σπίτι μας, όταν φάνηκε ο κυρ Αντώνης κατά το μεσημεράκι, κρατώντας στα χέρια του ένα μεγάλο λαγό.
-Τώρα προ ολίγου τον σκότωσα, πάρε τον κυρά Ελένη, είπε στη μητέρα μου, μα το καλύτερο κομμάτι, να το φάει το Γιαννιό, που ο θεός να το έχει καλά.

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη justin : 10-06-13 στις 16:43
Απάντηση με παράθεση
  #7  
Παλιά 05-03-10, 20:05
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Το μωρό της κυρά Μαρίκας και το φίδι.

Ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα, είχα φύγει από το σπίτι ενός φίλου μου, όταν στο δρόμο άκουσα φωνές, κραυγές, φασαρία μεγάλη και μια γυναίκα, η κυρά Μαρίκα να τραβάει τα μαλλιά της. Πολλοί είχαν τρέξει στο σπίτι της για να δουν τι συμβαίνει, αφού δεν μπορούσε να καταλάβει κανείς, τι έλεγε εκείνη από την ταραχή της.
Φίδι στο μωρό, φώναζαν όσοι είχαν μπει μέσα στο σπίτι.
Έτρεξα λοιπόν κι’ εγώ και τι να δω! Ένα Φίδι, μια οχιά, ήταν «κουλουριασμένη» όπως λέμε, πάνω στην κουβέρτα, που ήταν σκεπασμένο το μωρό της κυρά Μαρίκας. Εκείνο τριών τεσσάρων μηνών, κοιμόταν αμέριμνο, που όμως άρχισε να ξυπνάει και να κλαίει, από το «χαλασμό», που γινόταν γύρω του.
Στο χωριό μου, όπως και στα χωριά των περισσοτέρων νησιών, υπήρχαν τότε χιλιάδες φίδια και σκορπιοί, που πολλές φορές τα έβρισκες και μέσα στα σπίτια, μάλιστα είχε συμβεί κι’ άλλες φορές, να βρεθούν Φίδια κοντά σε μωρά, που όπως φαίνεται, τα έλκυε η μυρωδιά από το γάλα που έπιναν.
Όποια πέτρα λοιπόν και θάμνο κι’ αν έψαχνες, θα έβρισκες και κάποιο σκορπιό, με το φαρμακερό του κεντρί στην άκρη της ουράς, πάντα σηκωμένο προς τα πάνω, η κάποιο Φίδι κυρίως Οχιά. Φίδι πολύ δηλητηριώδη, που όμως αν δεν το πειράξεις, θα φύγει να κρυφτεί πιο πέρα, κάτω από κάποια πέτρα. Τώρα βέβαια από ότι ξέρω, ελάχιστα έχουν απομείνει, τα δηλητήρια που χρησιμοποιούν για τις καλλιέργειες σκότωσαν τα πάντα.

Εγώ, πολλές φορές τα χρόνια εκείνα, μαζί με φίλους μου πιάναμε Οχιές και να πως. Τρέχαμε πίσω από το Φίδι το πιάναμε από την ουρά και πριν προλάβει να γυρίσει το κεφάλι του, το τινάζαμε με δύναμη στον αέρα κι’ έτσι ζαλισμένο όπως ήταν, το βάζαμε μέσα σε κάποιο κουτί. Παίζαμε δηλαδή με ένα πάρα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι.
Μα κι’ ο σκορπιός δεν πάει πίσω, δεν έχει βέβαια το δηλητήριο της Οχιάς, το τσίμπημα του όμως είναι αρκετά επώδυνο. Εγώ το έχω νοιώσει πολύ έντονα, που δε θα το ξεχάσω ποτέ μου.
Μια νύχτα στον ύπνο μου, ένοιωσα κάποια στιγμή, ανάμεσα στα πόδια μου αρκετά ψηλά, κάτι σαν αγκάθι που ασυναίσθητα μέσα στον ύπνο μου, το έπιασα, να το πετάξω έξω από την κουβέρτα μου. Ένοιωσα τότε το δυνατό τσίμπημα του, στον αντίχειρα του δεξιού μου χεριού. Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου και άρχισα να φωνάζω. Έντρομοι οι γονείς μου ήρθαν κοντά μου με τη λάμπα στο χέρι. Τους είπα λοιπόν τι συνέβη, κι’ εκείνοι κατάλαβαν πως μάλλον σκορπιός με τσίμπησε. Ο πατέρας μου θυμάμαι, πήρε το ξυράφι με το οποίο ξυριζόταν και έκανε μια μικρή τομή, στο σημείο που φαινόταν το τρύπημα, ενώ πίεζε ταυτόχρονα το δάχτυλο μου, για να βγει μαζί με το αίμα, όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποσότητα, από το δηλητήριο, που παρά ταύτα ολόκληρο το χέρι μου πονούσε πάρα πολύ για πολύ ώρα. Η Μητέρα μου έψαξε και βρήκε πράγματι το σκορπιό και τον σκότωσε.

Το μωρό όμως της κυρά Μαρίκας διέτρεχε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο, εκείνο θα πέθαινε αμέσως από το δηλητήριο της Οχιάς. Κάποιος θυμάμαι είχε βρει μια βέργα και προσπαθούσε να δέσει κάποιο σύρμα στην άκρη, να κάνει δηλαδή μια θηλιά για να πιάσει το Φίδι, που εκείνο φοβισμένο είχε σηκώσει το κεφάλι του, όπως κάνουν οι Κόμπρες. Τότε είπα μέσα μου, αν δεν το πιάσει,που ήταν και το πιθανότερο, αυτό φοβισμένο θα έμπαινε μέσα στα σκεπάσματα του Μωρού για να κρυφτή και τότε σίγουρα θα γινόταν το κακό.
Δεν υπήρχε λοιπόν χρόνος, έπρεπε κάτι να κάνω αμέσως. Έβγαλα τη σφεντόνα από την τσέπη μου, έβαλα την κατάλληλη πέτρα, που είχα πάντα μία δυο μαζί μου, πήγα από τη μεριά που ήταν το κεφάλι του μωρού, ώστε η πέτρα να φύγει από την άλλη μεριά, για να μη το χτυπήσω, σημάδεψα το κεφάλι του Φιδιού και άφησα την πέτρα να φύγει με δύναμη. Δεν υπήρχε βέβαια περίπτωση να αστοχήσω, από τα δύο μέτρα, εγώ χτυπούσα σπιρτόξυλο στα δέκα. Η πέτρα λοιπόν χτύπησε το κεφάλι του Φιδιού που το χώρισε στα δύο, γεμίζοντας με αίμα το άσπρο κουβερτάκι του μωρού. Κάποιος τότε όρμισε έπιασε το Φίδι που χτυπιόταν εδώ κι’ εκεί και το πέταξε μακριά.

Η κυρά Μαρίκα έσφιγγε στην αγκαλιά της το μωρό, που έκλαιγε ασταμάτητα, ενώ εγώ έφευγα για το σπίτι μου. Πριν όμως προλάβω καλά, καλά να πω στους γονείς μου τι είχε συμβεί πριν λίγο, έφτασε η κυρά Μαρίκα με τον άντρα της τον κυρ Γιώργη, που εν τω μεταξύ είχε έρθει από το καφενείο για να μ’ ευχαριστήσουν, γιατί όπως έλεγαν αν δεν ήμουνα εγώ εκεί εκείνη την ώρα, ίσως το μωρό τους να μη ζούσε τώρα.

Μέχρι να καταλάβουν όμως οι γονείς μου, τι ακριβώς είχε συμβεί, έβλεπα τον πατέρα μου να με αγριοκοιτάζει. Όταν όμως έμαθε ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του, ποιος ξέρει τι ένοιωθε μέσα του.
Ένα όμως ήταν σίγουρο, δεν με ξαναμάλωσε ποτέ, που κυνηγούσα πουλιά με τη σφεντόνα μου..

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη justin : 10-06-13 στις 16:48
Απάντηση με παράθεση
  #8  
Παλιά 06-03-10, 17:22
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Η σφεντόνα μου έσωσε, ίσως, τη ζωή δυο ανθρώπων. Μα και τη ζωή ενός ζώου να σώσεις κι’ αυτό αξία έχει. Τώρα πως γίνεται να σκοτώνεις πουλιά κι’ από την άλλη να σώζεις τη ζωή ενός άλλου δεν ξέρω.

Το Γεράκι και η Πέρδικα.



Την εποχή που μαζεύαμε τις ελιές και τη χρονιά που έγινε το περιστατικό με τον Αντώνη στον γκρεμό, συνέβη και το άλλο με το γεράκι και την πέρδικα.
Εγώ με το Γαϊδουράκι φορτωμένο με ελιές, πηγαινοερχόμουν από το μετόχι στο χωριό, για να ξεκουράσω τον πατέρα μου που κουραζόταν σκαρφαλωμένος όλη την ημέρα πάνω στα δέντρα και με το ραβδί να χτυπάει τα κλαδιά για να πέσουν οι ελιές, να τις χωρίσει μετά από τα φύλλα του δέντρου και να γεμίσει τα σακιά με τον πολύτιμο καρπό.
Ένα Σάββατο αργά το απόγευμα, φόρτωσε ο πατέρας μου το Γαϊδούρι με δυό μεγάλα σακιά ελιές και μου είπε. Επειδή είναι αργά, να μείνεις με τη γιαγιά σου τη νύχτα και να επιστρέψεις την επόμενη το πρωί. Έφτασα λοιπόν στο χωριό και ξεφόρτωσα τις ελιές. Άρχισε να σουρουπώνει μα παρά τις αντιρρήσεις της γιαγιά μου, εγώ αποφάσισα να επιστρέψω στο μετόχι για να μου πει μπράβο ο πατέρας μου. Ξεκίνησα λοιπόν και έφτασα λίγο πριν σκοτεινιάσει. Μόλις όμως με είδε ο πατέρας μου έγινε έξω φρενών, εγώ τα έχασα, αντί να χαρεί μόνο ξύλο που δεν έφαγα.
( Τα χρόνια πέρασαν, εγώ μεγάλωσα και τότε κατάλαβα πως ο καημένος, ήθελε να μείνει μόνος του τη νύχτα με τη μητέρα μου.)
Την επόμενη, Κυριακή πρωί ξεκίνησα πάλι για το συνηθισμένο δρομολόγιο. Κάπου στο μέσον της διαδρομής είδα ένα θέαμα που δε θα ξεχάσω ποτέ. Ένα Γεράκι, είχε πιάσει μια πέρδικα που την κρατούσε στα νύχια του και που μάταια προσπαθούσε να του ξεφύγει. Ήταν πάνω από το κεφάλι μου κάπου πενήντα μέτρα και έπαιζε με το θήραμά του. Άφηνε τη μισοσκοτωμένη πέρδικα να πέφτει κι’ εκείνο να βουτάει με μεγάλη ταχύτητα και να ξαναπιάνει με τα νύχια του το άμοιρο πουλί. Θύμωσα πολύ τότε που ασυναίσθητα έβγαλα από την τσέπη τη σφεντόνα μου έβαλα μια πέτρα σημάδεψα και έριξα. Δεν ξέρω αν χτύπησα το γεράκι, η αν η πέτρα πέρασε πολύ κοντά του, εκείνο όμως τρόμαξε για μιά στιγμή, άφησε την μισοσκοτωμένη πέρδικα και έφυγε. Εκείνη άρχισε να πέφτει με μικρά φτερουγίσματα για να καταλήξει πάνω σε μεγάλους θάμνους. Έτρεξα τότε προς το μέρος εκείνο και βρήκα την πέρδικα σε κακά χάλια, γεμάτη αίματα και πληγές. Την πήρα λοιπόν στα χέρια μου και συνέχισα το δρόμο για το χωριό.
Μόλις ξεφόρτωσα το Γαϊδουράκι πήρα την πέρδικα στα χέρια μου και έτρεξα στον νονό μου τον γιατρό. Του είπα λοιπόν τι είχε συμβεί και τον παρακάλεσα αν μπορεί να την κάνει καλά. Εκείνος με κοίταξε για λίγο και πήρε το πουλί στα χέρια του. Είναι πολύ άσχημα μου είπε, θα καθαρίσω όμως τις πληγές και να δούμε αν τα καταφέρει να ζήσει. Έβγαλε λοιπόν με ένα τσιμπιδάκι τα φτερά γύρω από τις πληγές, τις καθάρισε με ένα υγρό και έβαλε επάνω τους μιά σκόνη. Εκείνη λες και καταλάβαινε, έμενε ακίνητη που αν και άγριο πουλί, λες και δεν ήθελε να φύγει. Την πήρα τότε και πήγα στο σπίτι, αφού πρώτα ευχαρίστησα τον νονό μου. Την έβαλα σε κάποιο μεγάλο χάρτινο κουτί, της έβαλα νερό σε κάποιο κύπελο και έτριψα λίγα ψίχουλα από ψωμί.
Το πρωί που ξύπνησα έτρεξα και έβγαλα το σκέπασμα από το κουτί για να δω τι απέγινε. Εκείνη ήταν ζωντανή και φάνηκε πως λίγα ψίχουλα είχε φάει.
Την είχα θυμάμαι εκεί κάπου είκοσι μέρες, μόλις γυρνούσα τα βράδια από το μετόχι, της έβαζα καθαρό νερό και μιά φούχτα σιτάρι. Έκλεισαν οι πληγές της και ήταν πλέον ζωηρή και άγρια. Έτσι αποφάσισα στη διαδρομή που θα έκανα την επόμενη να την πάρω μαζί μου και να την ελευθερώσω στο σημείο που την βρήκα. Πράγματι όταν έφτασα εκεί άνοιξα το κουτί κι’ εκείνη βγήκε έξω τρέχοντας, ανέβηκε πάνω σ’ ένα βράχο που ήταν δίπλα στο δρόμο κι’ αφού έμεινε για λίγο να με κοιτάζει, άνοιξε τα φτερά της και χάθηκε.
Τις επόμενες δύο ημέρες δεν μετέφερα ελιές στο χωριό. Την τρίτη όμως ξεκίνησα για τη συνηθισμένη διαδρομή, μα όταν έφτασα στο σημείο που άφησα την πέρδικα, δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήταν εκεί πάνω στο βράχο καμαρωτή και πανέμορφη να με κοιτάζει λες και ήθελε κάτι να μου πει. Θα πέρασαν δυο τρία λεπτά, άνοιξε τα φτερά της, πέταξε γύρω μου και χάθηκε από τα μάτια μου.
Όταν είπα στους γονείς μου τι συνέβη, εκείνοι μου είπαν πως κάποια άλλη πέρδικα θα είδα, αφού στην περιοχή εκείνη είχε πάρα πολλές.
Εγώ όμως ήξερα πως ήταν εκείνη και πως ξαναγύρισε για να μου πει με το βλέμμα της, ευχαριστώ..
Απάντηση με παράθεση
  #9  
Παλιά 06-03-10, 17:25
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Η σφεντόνα μου έχει κέφια.....


Ο κύριος Τζων.

Ο κύριος Τζων, είχε φύγει μικρός από το χωριό μου μαζί με τους γονείς του για την Αμερική, όπου έμεινε όλα τα χρόνια που πέρασαν. Τώρα ο κύριος Τζών αμερικάνος πλέον γύρω στα εβδομήντα πέντε του χρόνια, αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Επισκεύασε λοιπόν το παλιό μισογκρεμισμένο πατρικό του σπίτι και έμενε μόνος παρέα με τις αναμνήσεις του. Ήταν ένας ψηλός άντρας που φορούσε πάντα λευκά ρούχα καθαρά και σιδερωμένα. Καθόταν δε στην καρέκλα του καφενείου με προσοχή μη χαλάσει η τσάκιση από το άσπρο του παντελόνι. Εντύπωση έκανε το περπάτημά του, περπατούσε στο δρόμο κουνώντας το μπαστούνι του σαν στρατηγός που φοβόταν μη του πέσουν τα παράσημα. Έδειχνε δε πως του φαινόταν όλα παράξενα, τα μικρά δρομάκια του χωριού, τα ζώα που λέρωναν τα σοκάκια, λες και δεν είχε δει ποτέ του χωριό. Έλεγε μόνο πως όλοι φταίνε, που το χωριό δεν είναι Αμερική.
Κάποιο καλοκαιριάτικο βράδυ λοιπόν που μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, ο Μιχάλης ο καφετζής πήρε το λούξ το γέμισε πετρέλαιο και άρχισε με την τρόμπα του να βάζει αέρα για να το ανάψει. Ηλεκτρικό ρεύμα βέβαια το χωριό μου δεν είχε ακόμα.
Καθώς λοιπόν το λουξ φώτιζε τη μικρή πλατεία με τα μικρά τραπεζάκια του καφενείου έξω λόγω της ζέστης, τρέχαμε κι’ εμείς τα παιδιά, για να ακούσουμε διάφορες ιστορίες για τον πόλεμο που έλεγαν οι μεγάλοι.
Κάποια στιγμή λοιπόν ο κύριος Τζών που δεν είχε καθίσει ακόμα σε κάποια καρέκλα και κουνώντας το μπαστούνι του έδειχνε να περιεργάζεται τις ακαθαρσίες στο δρόμο, τις προβατσουλιές δηλαδή που λέμε στη Κρήτη από κάποια κατσίκα. Τι κοιτάζεις κύριε Τζων, τον ρώτησε κάποιος. Απορώ του απάντησε εκείνος, τι δέντρο κάνει αυτά τα στρογγυλά πράγματα. Το τι έγινε δεν περιγράφεται, γέλια από παντού και ο κύριος Τζων να δείχνει τάχα απορημένος από τα γέλια του κόσμου.
Σε κάποιο τραπεζάκι έξω από το καφενείο καθόταν μόνος του και έπινε το καφεδάκι του ο Νικόλας. Ένας άντρας στην ηλικία του κυρίου Τζών που όπως έλεγε κάνανε παρέα στο σχολείο πριν φύγει για την Αμερική. Ακούγοντας λοιπόν τον κύριο Τζών ο Νικόλας να λέει κουταμάρες, δεν άντεξε και με φωνή δυνατή και θυμωμένος πολύ του λέει. (Θα χρησιμοποιήσω παρακάτω την Κρητική διάλεκτο για να αποδοθεί σωστά η στιχομυθία που ακολούθησε )
Ορέ σύντεκνε γρικόσε να λες κουζουλάδες επαέ και δε κατέω ίντα να κάμω, να πάρω ορέ χανέ την ασφεντόνα του κοπελιού εκειέ (δείχνοντας εμένα με το χέρι του) που γελάει κι’ εκείνο με τσι κουζουλάδες που λες και να σου παίξω μια να την ανεστοράσε ίσαμε ορέ να ποθάνεις! Γιατί κύριε Νίκ φέρεσαι απολίτιστα σαν χωριάτης του είπε με αυστηρό ύφος ο κύριος Τζών. Ο Νικόλας πιο πολύ θυμωμένος τώρα λέει. Ιντάνε ορέ ετούτανά που λες γαμιδιαόλη τσαπολιμάρους σου και δε με λένε ορέ Νικ Νικόλα με βαφτίσανε. Δεν ανεστοράσε ορέ , δε βοσκούσες ορέ τσι αίγες κοπέλι προτού πας στο Αμέρικα όπως λες και δα μας λες πως τις προβατσουλιές τις κάνουνε δετρά.
Έλα επαέ ορέ Μιχάλη να σε πλερώσω, να μισέψω να μην ακούω ετούτονέ το χανό, είπε ο Νικόλας στον Μιχάλη τον καφετζή, που δε σταμάτησε να μουρμουρίζει μισόλογα φεύγοντας από το καφενείο για το σπίτι του.
Εγώ όμως που άκουσα όλη αυτή τη συζήτηση, πέρασε από το μυαλό μου μιά σκέψη, γιατί να πάρει ο Νικόλας τη σφεντόνα μου και να ρίξει στον κύριο Τζων και να μή κάνω εγώ τη δουλειά;
Άρχισα λοιπόν να καταστρώνω το σχέδιο μου. Έπρεπε όμως κάτι να κάνω, κάτι παραπάνω δηλαδή από ένα χτύπημα με πέτρα, σκέφτηκα λοιπόν την τρακατρούκα.
Οι τρακατρούκες ήταν αυτοσχέδιες κροτίδες, που κατασκευάζαμε μόνοι μας και τις ρίχναμε το Πάσχα το βράδυ της ανάστασης και που έκαναν πολύ ισχυρό κρότο. Ήταν όμως σχεδόν ακίνδυνες γιατί δεν υπήρχαν θραύσματα, με χαρτί τις κατασκευάζαμε. Τα υλικά που χρειάζονταν για να γίνει μιά κροτίδα, ήταν μπαρούτι φιτίλι και χαρτί. Το μπαρούτι το αγοράζαμε από το μπακάλικο του χωριού, το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά οι κυνηγοί για να γεμίζουν τα όπλα τους. Την εποχή εκείνη τα κυνηγετικά όπλα ήταν εμπροστογεμή δηλαδή το μπαρούτι και τα σκάγια έμπαιναν στις κάνες των όπλων από μπροστά με κάποια μεζούρα που είχαν για το σκοπό αυτό. Όσο για το φιτίλι το χρησιμοποιούσαν για τους δυναμίτες που ανατίναζαν βράχια από το βουνό για το χτίσιμο των σπιτιών.
Η κατασκευή της τρακατρούκας γινόταν ως εξής. Κόβαμε λουρίδες από χοντρό χαρτί, γύρω στο ένα μέτρο μήκος και τέσσερα με πέντε εκατοστά πλάτος, κάναμε στην αρχή μία γωνία, τη γυρίζαμε μιά δεύτερη φορά να σχηματιστεί ένα τρίγωνο που το γεμίζαμε με μπαρούτι, περίπου ένα κουταλάκι του γλυκού, συνεχίζαμε ύστερα να τυλίγουμε το χαρτί, ενώ συγχρόνως το πιέζαμε με δύναμη. Στο τέλος κολλάγαμε την άκρη του και είχαμε τότε μιά κροτίδα σε σχήμα τριγώνου. Σειρά τώρα να ανοίξουμε μια τρύπα μ’ ένα χοντρό καρφί στη μιά πλευρά του τριγώνου, μέχρι να φανεί το μπαρούτι κι’ εκεί να τοποθετήσουμε το φιτίλι, που κόβαμε μ’ ένα μαχαίρι, γύρω στα δύο με τρία εκατοστά, το πιέζαμε δε να περάσει εφαρμοστά. Με ένα σπίρτο ανάβαμε τότε το φιτίλι, που σε λίγα δευτερόλεπτα αναλόγως το μήκος του, είχαμε ένα πολύ δυνατό κρότο και το χαρτί γινόταν χίλια κομμάτια.
Με αυτό λοιπόν το κατασκεύασμα την τρακατρούκα σκέφτηκα να τρομάξω για τα καλά τον κύριο Τζών. Έπρεπε όμως να την πετάξω με τη σφεντόνα μου από μακριά, να μη κάνω λάθος στο σημάδι, μα και να σκάσει τη στιγμή που θα έφτανε στο έδαφος, για να μη του δοθεί χρόνος να αντιδράσει. Γι’ αυτό το λόγω αποφάσισα να φτιάξω λίγες κροτίδες και να κάνω μερικές δοκιμές, κάπου έξω από το χωριό.
Αφού λοιπόν ήμουν σίγουρος για το αποτέλεσμα, πήγα στο σημείο που είχα βρει για την ενέδρα. Ήταν στην ανηφόρα του δρόμου για την πλατεία και πολύ κοντά στο καφενείο του Μιχάλη, έπρεπε κατά τη γνώμη μου, να φανεί το αποτέλεσμα τις ανατίναξης, από τους χωριανούς που καθόταν έξω από το καφενείο, εκείνη την ώρα.
Ήταν θυμάμαι βράδυ, μόλις που είχε βασιλέψει ο ήλιος κι’ εγώ στην κρυψώνα μου περίμενα. Κάποια στιγμή φάνηκε να ανηφορίζει, το υποψήφιο θήραμά μου. Κουνιστός και λυγιστός όπως πάντα, πήγε στο καφενείο και κάθισε μόνος του σε μιά καρέκλα, τράβηξε κοντά του το τραπεζάκι, άναψε ένα τσιγάρο και είπε στον Μιχάλη να του φέρει τον συνηθισμένο καφέ. Τέντωσε μετά τα πόδια του και άρχισε να πίνει το καφεδάκι του. Ήταν η ώρα για την ανατίναξη.
Άναψα λοιπόν το φιτίλι, τέντωσα τα λάστιχα της σφεντόνας μου και η τρακατρούκα έφυγε σχηματίζοντας μιά αρκετά μεγάλη καμπύλη, αφήνοντας πίσω της μιά μικρή γραμμή από μαύρο καπνό. Πέρασε λίγο πάνω από το κάτασπρο καπέλο του που δεν έβγαζε ποτέ και διαλύθηκε με ισχυρότατο κρότο.
Το τι έγινε δεν περιγράφετε, με ένα πήδημα βρέθηκε πάνω στη καρέκλα και με δεύτερο πάνω στο τραπεζάκι που άρχισε να γέρνει επικίνδυνα. Αλλού καφέδες αλλού το μπαστούνι και αλλού το καπέλο του, γεμάτο σκόνη από την έκρηξη. Αυτός δε να φωνάζει μπερδεύοντας τις λέξεις, από τα ελληνικά, στ’ αμερικάνικα. Τρέξανε τότε πολλοί και τον κατέβασαν από το τραπεζάκι που λίγο ακόμα και θα έσπαζε. Όσο κι’ αν προσπαθούσαν όμως να τον ηρεμίσουν αυτός έτρεμε από τη λαχτάρα που πέρασε.
Ο Μιχάλης του έφερε καινούριο καφέ και το κέφι ξαναγύρισε στο καφενείο με κύριο θέμα συζήτησης, τις τρακατρούκες που κι’ εκείνοι πέταγαν για να γελάσουν, με την τρομάρα των άλλων.
Απάντηση με παράθεση
  #10  
Παλιά 08-03-10, 10:58
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Οι Σφήκες.

Οι κήποι, τα κηπούλια που λένε στη Κρήτη στο χωριό μου τα χρόνια εκείνα, κάλυπταν το 50% περίπου της συνολικής επιφάνειας του μικρού οροπεδίου, με τους εκατοντάδες ανεμόμυλους να γυρίζουν ασταμάτητα, για να βγάλουν στην επιφάνεια το πολύτιμο νερό, να γεμίσουν τις δεξαμενές και στη συνέχεια να ποτιστούν τα κηπευτικά. Τα οικολογικά κηπευτικά. Δεν υπήρχαν τότε δηλητήρια και λίπασμα ελάχιστοι το χρησιμοποιούσαν, μόνο με λίγη κοπριά μεγάλωναν τα διάφορα φυτά Οι μικροί χωματόδρομοι, να στρίβουν πότε από δω και πότε από εκεί, έμοιαζαν με μεγάλα Φίδια, μέσα σ’ ένα λαβύρινθο, με πλατύσκαλα τους εκατοντάδες κήπους.
Σ’ ένα τέτοιο δρομάκι λοιπόν ένα πρωί, δυο παιδιά ανακάλυψαν μια φωλιά από σφήκες. Έντομα που μοιάζουν πολύ με τις μέλισσες, μόνο που η σφήκα δεν χάνει το κεντρί της όταν τσιμπήσει, μπορεί να το χρησιμοποιήσει πολλές φορές, ενώ η καημένη η μέλισσα το αφήνει, κόβετε καλύτερα από το σώμα της αμέσως με την πρώτη φορά, που θα τσιμπήσει, που στη συνέχεια βέβαια πεθαίνει. Τα παιδιά λοιπόν με κάποιο ξύλο χάλασαν τη φωλιά που είχαν κάνει οι σφήκες στην άκρη του δρόμου μέσα σε κάποια τρύπα, με αποτέλεσμα οι τα έντομα εξαγριωμένα να επιτεθούν, σε όποιον θα περνούσε από το σημείο εκείνο που στην προκειμένη περίπτωση, πέρασε το Γαϊδουράκι του Θείου μου του Χαράλαμπου. Το καημένο φορτωμένο με δύο σακιά πατάτες, με το πρώτο τσίμπημα κάθισε κάτω και έτσι φορτωμένο όπως ήταν, να μην μπορεί να ξανασηκωθεί. Οι σφήκες στρατός ολόκληρος με χιλιάδες στρατιώτες εφορμούσαν με μίσος στο άμοιρο ζώο, που ευτυχώς δεν μπορούσαν να το τσιμπήσουν σ’ όλο του το σώμα λόγω του τριχώματός του.
Πανικός στο σπίτι του Θείου μου του Χαράλαμπου, βλέπεις τα χρόνια εκείνα, το γαϊδουράκι στην κάθε οικογένεια ήταν το πιο χρήσιμο εργαλείο, να μεταφέρουν τις ελιές στο ελαιοτριβείο, να μεταφέρουν τα σακιά με τις πατάτες, τα ξύλα για το χειμώνα κι’ ένα σωρό άλλες δουλειές, που μπορούσε να κάνει μόνο αυτό.
Πως όμως να το σώσεις από τον επικίνδυνο εχθρό, δεν ήταν εύκολο να πλησιάσει κάποιος και με καπνό, όπως κάνουν με τις μέλισσες, να διώξει τις Σφήκες.
Μπροστά λοιπόν σ’ αυτό το αδιέξοδο σκέφτηκα την σφεντόνα μου και τις τρακατρούκες. Για εκείνες έχω γράψει σε άλλη ιστορία, θυμάμαι όμως πως η μαύρη πυρίτιδα που χρησιμοποιούσαμε έβγαζε σύννεφο καπνού όταν έσκαγε. Να η λύση είπα και έτρεξα στους φίλους μου ,το Δημήτρη, τον Γιάννη και τον Θοδωρή, τους είπα τι συνέβη και το σχέδιό μου, που ήταν να κατασκευάσουμε γρήγορα μερικές μεγάλες τρακατρούκες και να τις πετάξουμε με τη σφεντόνα στη φωλιά με τις σφήκες.
Χωρίς να χάσουμε λοιπόν χρόνο μαζέψαμε λίγες δραχμές και τρέξαμε στον Μπακάλη του χωριού για μπαρούτι και φυτίλι. Σε πολύ λίγο χρόνο είχαμε φτιάξει τις πρώτες κροτίδες. Πλησιάσαμε όσο μπορούσαμε πιο κοντά και άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες βολές, πράγματι το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό. Οι φίλοι μου έκαναν τις τρακατρούκες κι’ εγώ τις εκσφενδόνιζα μία μία, μέχρι που οι σφήκες σκόρπησαν ζαλισμένες από τον καπνό που είχε γεμίσει όλη την περιοχή .
Ο θείος μου ο Χαράλαμπος που παρακολουθούσε την επιχείρηση, έτρεξε κάποια στιγμή και μ’ ένα μαχαίρι έκοψε τους ιμάντες που κρατούσαν το σαμάρι κι’ έτσι μπόρεσαν με τη βοήθεια και άλλων να αναγκάσουν το Γαϊδουράκι να σηκωθεί και με κόπο να το μεταφέρουν μακριά από το σημείο εκείνο.
Το Γαϊδουράκι ύστερα από δύο ενέσεις που του έκαναν συνήλθε και την επόμενη ήταν πάλι πρόθυμο για δουλειά. Ο θείος μου ο Χαράλαμπος για να μας ευχαριστήσει, εκτός από τα χρήματα που μας έδωσε για αυτά που ξοδέψαμε μας κέρασε κι’ ένα ολόκληρο κουτί με καραμέλες.
Τώρα για τις σφήκες, αυτές αποδεκατίστηκαν από τα παιδιά που τις σκότωσαν έτσι ζαλισμένες όπως ήταν, με σκούπες και κλαδιά, για να ελευθερωθεί πάλι ο δρόμος από τα επικίνδυνα αυτά έντομα.
Απάντηση με παράθεση
  #11  
Παλιά 08-03-10, 10:59
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Ο Μιχάλης ο καφετζής ο φίλος μου. Τώρα πως γίνεται ένα δεκατετράχρονο παιδί να έχει φιλία με κάποιον άντρα τριάντα πέντε ίσως χρόνων; Κι’ όμως εμείς ταιριάζαμε απόλυτα. Τον πείραζα με πείραζε και μαζί τις πλάκες, τις ζαβολιές κάναμε.

Ο θησαυρός του τουρκοκρητικού

Τον κυρ Γιάννη τον συνονόματο μου τον μπακάλη, όλοι στο χωριό τσιφούτη τον έλεγαν. Μα μπακάλης ήταν ο άνθρωπος τη δουλειά του έκανε, με πενταροδεκάρες είχε να κάνει. Πολλές φορές όμως το παράκανε, δεν έχω ρέστα μια δεκάρα έλεγε, πάρε μια καραμέλα, που σ’ αυτόν βέβαια θα στοίχιζε λιγότερο από ένα λεπτό.
Μια φορά λοιπόν, αποφάσισε να γκρεμίσει μια παλιά αποθήκη που είχε για να χτίσει καινούργια. Εργάτες όμως δεν έβαζε μόνος του δούλευε τις ώρες που το μπακάλικο του ήταν κλειστό. Ψάχνει να βρει το θησαυρό του τουρκοκρητικού έλεγαν πολλοί, του πρώην ιδιοκτήτη δηλαδή της παλιάς αποθήκης.
Τα χρόνια εκείνα, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγε ο τουρκοκρητικός και επειδή δεν μπορούσε να πάρει μαζί του τις χρυσές λίρες, τις έκρυψε κάπου που όμως κανείς δεν ήξερε.
Έψαχνε λοιπόν κι’ ο κυρ Γιάννης, πέτρα πέτρα την αποθήκη που γκρέμιζε, μήπως και βρει τις χρυσές λίρες. Μωρέ του χρειάζεται μια γερή πλάκα του τσιφούτη, έλεγε και ξαναέλεγε ο Μιχάλης ο καφετζής. Γιαννιό είσαι να του την παίξουμε; με ρώτησε μια μέρα γελώντας. Άλλο που δεν ήθελα, είμαι του είπα, θέλει και ρώτημα;
Η ιδέα του Μιχάλη ήταν να κρύψουμε μέσα στις πέτρες της αποθήκης κάποιο σημείωμα, κάποιο σχεδιάγραμμα, που να μιλάει για το θησαυρό. Που λες Γιαννιό να τον στείλουμε τον τσιφούτη να σκάβει με ρώτησε ο Μιχάλης. Στη Βόϊλα του απάντησα.
Η Βόϊλα είναι μια περιοχή, ένα χιλιόμετρο περίπου από το χωριό, με μισογκρεμισμένα παλιά ενετικά και τούρκικα χτίσματα. Εκεί είναι και η φημισμένη για το κρύο της νερό βρύση του Αγά. Μα και σκαψίματα θα βρεις τριγύρω από τους κυνηγούς θησαυρών, που κατά καιρούς φτάνουν στο μέρος αυτό.
Σ’ αυτό λοιπόν το μέρος κρύψαμε και τον δήθεν θησαυρό του τουρκοκρητικού. Έκανε κι’ ένα σκαρίφημα ο Μιχάλης, που όπως είπε το πάλευε όλο το βράδυ, έγραψε και μερικά λόγια και μου το έδωσε να το διαβάσω. Μιχάλη του είπα, αν ήμουν εγώ ο Δάσκαλος σου στο σχολείο κουλούρα θα σου έβαζα και με τόνο, αν μου έγραφες αυτά εδώ. Γιάντα ορέ Γιαννιό, με ρώτησε κάπως θυμωμένα. Άσε Μιχάλη θα το κάνω εγώ και μετά τα ξαναλέμε, του είπα κι’ έφυγα απ’ το καφενείο.
Θα πέρασε μια βδομάδα από την τελευταία μας συνάντηση τόσο μου πήρε για να μελετήσω την περιοχή και να κάνω το δικό μου χαρτί. Ένα ποίημα ήταν δηλαδή, μα σωστός γρίφος, γραμμένο με το αριστερό μου χέρι, πάνω σ’ ένα παλιόχαρτο που βρήκα. Το έδωσα λοιπόν στο Μιχάλη να το διαβάσει και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Ίντα ορνιθοσκαλίσματα είναι αυτά επαέ ορέ Γιαννιό σε ετουτονέ το παλιόχαρτο, εκουζουλάθηκες; Μιχάλη του είπα, ο τουρκοκρητικός όπως λένε, αγράμματος ήταν μα και έξυπνος πολύ, πρέπει λοιπόν το χαρτί να φαίνεται παλιό αφού έχουν περάσει τόσα χρόνια, τα γράμματα όπως είπες ορνιθοσκαλίσματα αφού ελάχιστα ήξερε, μα και γρίφος τα γραφόμενα του, ώστε η λύση του να είναι πολύ δύσκολη. Διάβασέ το Μιχάλη και πες πως το έβρισκες κάπου κρυμμένο, τι θα έκανες και ποιά είναι η λύση του. Άρχισε λοιπόν ο Μιχάλης σιγά σιγά να διαβάζει το ποίημα που έλεγε.

Πολλούς χοχλιούς εμάζεψα, τους κλέφτες τους φοβάμαι
κι’ από τη βρύση του Αγά, τα βήματα μετράμε.
Διπλά τα είκοσι τέσσερα, κουράστηκα να τρέχω
χίλιους χοχλιούς αμόλησα, και βάρος πια δεν έχω.
Κοντεύει ηλιοβασίλεμα, και το σταφύλι μέλι
πάνω στο βράχο τον ψηλό, όρθιο το κοπέλι.
Η κεφαλή του ολόχρυση, ο ήλιος τη φωτίζει,
κι’ αν έχει μέσα και μυαλό, την τύχη του ορίζει.


Αφού λοιπόν το διάβασε δυο φορές μου είπε. Γιαννιό δε κατέω πράμα. Καλά Μιχάλη άκου λοιπόν. Οι χοχλοί είναι οι χίλιες λίρες που είχε και επειδή φοβόταν τους κλέφτες, πήγε στη Βόϊλα και τις έκρυψε. Μέτρησε λοιπόν από τη βρύση του Αγά είκοσι τέσσερα βήματα επί δύο σαράντα οκτώ, όπου έφτασε στον βράχο τον ψηλό. Ανέβηκε στη κορυφή του, κι’ εκεί που έπεφτε η σκιά του κεφαλιού του το ηλιοβασίλεμα, έσκαψε και έθαψε τις λίρες. Έπρεπε όμως να φαίνεται η εποχή του χρόνου, γι’ αυτό γράφει για τα γινωμένα σταφύλια, δηλαδή αρχές Σεπτέμβρη. Γιατί Μιχάλη η σκιά του κεφαλιού αλλού θα έπεφτε αν ήταν άλλη εποχή του χρόνου κατάλαβες; Αφού έμεινε για λίγο με ανοιχτό το στόμα μου είπε. Ορέ διολοκοπέλι Γιαννιό, ίντα κάθεσαι επαέ στο χωριό, μα θα μου πεις ποιος να βάλει μυαλό τσι μάνας σου τσι κουζουλής.
Το ίδιο βράδυ λοιπόν, ο Μιχάλης μπήκε κρυφά στη μισο-γκρεμισμένη αποθήκη του μπακάλη και έσπρωξε το χαρτί σε μια τρύπα ανάμεσα στις πέτρες.
Θα πέρασαν αρκετές μέρες και ο Μιχάλης μου είπε ένα πρωί Γιαννιό το ψάρι τσίμπησε, όλο στη Βόϊλα τριγυρίζει ο τσιφούτης, μ’ ένα σκαλιστήρι στο χέρι, κι’ έχει κατασκάψει το μέρος γύρω από τον βράχο. Τον είδε χθες το απόγευμα ο γέρο Μενέλαος μα δεν έδωσε σημασία, νόμιζε λέει πως έβγαζε ασκορδουλάκους (βολβούς). Μιχάλη όπως φαίνεται δεν έλυσε όλο το γρίφο, γιατί η σκιά της κεφαλής πέφτει αρκετά μακριά κάπου τριάντα μέτρα, κι’ αυτός σκάβει κάτω από το βράχο, επειδή όμως παρατράβηξε το αστείο, λες να του το πούμε, ρώτησα τον Μιχάλη. Όχι Γιαννιό δεν ξέρεις πως θα το πάρει, θα δούμε αργότερα. Καλά Μιχάλη άστο σε μένα και θα δω τι θα κάνω του είπα κι’ έφυγα από το καφενείο.
Την επόμενη το πρωί είπα, ας πάω στη Βόϊλα να κυνηγήσω πουλιά, για να δω κι’ από κοντά τα σκαψίματα του τσιφούτη. Πήγα λοιπόν μα δεν άντεξα έβαλα τα γέλια, είχε κασκάψει την περιοχή, όσο μπορεί δηλαδή να σκάψει το σκαλιστήρι, λες και τις λίρες ο Τουρκοκρητικός τις είχε αφήσει στην επιφάνεια του εδάφους. Δεν πάει άλλο είπα πρέπει να τον σταματήσω.
Την επόμενη λοιπόν κρυμμένος κοντά στη βρύση, περίμενα τον κυρ Γιάννη, που κατά το ηλιοβασίλεμα φάνηκε να ανηφορίζει το μονοπάτι που οδηγούσε στο σημείο εκείνο, με το σκαλιστήρι στο χέρι. Τότε βγήκα απότομα μπροστά του, ο κακομοίρης κατατρόμαξε, ίντα γυρεύεις τέτοια ώρα εδώ στην ερημιά Γιαννιό, με ρώτησε. Κυνηγάω πουλιά με τη σφεντόνα μου του απάντησα, έρχονται εδώ και πίνουν νερό κι’ εγώ τους στήνω καρτέρι, εσύ όμως κυρ Γιάννη σε βλέπω με το σκαλιστήρι στο χέρι μήπως ψάχνεις κι’ εσύ για το θησαυρό; Ποιό θησαυρό ορέ Γιαννιό είδες κι’ άλλους να ψάχνουν. Κι’ αυτά τα σκαψίματα τι είναι κυρ Γιάννη, μη μου πεις πως τα έκαναν οι Ασβοί, του είπα κάπως ειρωνικά. Πάντως προχθές το βράδυ ήταν εδώ δυο ξένοι και έψαχναν. Αυτοί κυρ Γιάννη είχαν ένα μηχάνημα που έψαχνε λέει για λίρες, είχαν κι’ ένα χαρτί στα χέρια τους σαν ποίημα μου φάνηκε και μάλιστα με ρώτησαν αν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγαν τα ορνιθοσκαλίσματα στο χαρτί. Για λέγε για λέγε Γιαννιό ίντα έλεγε το χαρτί. Κουζουλάδες κυρ Γιάννη, πως ένας λέει είχε χοχλιούς, για κάποιο κοπέλι με χρυσό κεφάλι θαρρώ πως έλεγε, για γλυκά σταφύλια, για εκείνο το βράχο που τον έχουνε κατασκάψει έλεγε, κάποιος κουζουλός θα το έγραψε για να βάλει μερικούς σε μπελάδες. Εσύ πιστεύεις κυρ Γιάννη πως εδώ έχουν θάψει χρυσές λίρες; Γιατί αν υπήρχαν θα τις είχαν βρει οι άλλοι προχθές με το μηχάνημα. Και οι παλαβοί κυρ Γιάννη, δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πως εκεί που έπεφτε η σκιά της κεφαλής του κοπελιού, που ήταν πάνω σ’ αυτό το βράχο ήταν κρυμμένος τάχα ο θησαυρός. Εγώ τους το εξήγησα. Έψαξαν λοιπόν με τη μηχανή μα τίποτε, άνθρακας ο θησαυρός που λένε. Γι’ αυτό σου λέω κυρ Γιάννη κάποιος πονηρός έβαλε τους κουζουλούς να ψάχνουν για λίρες και να τους κάνει χάζι. Ο κυρ Γιάννης όση ώρα του μιλούσα προσπαθούσε να σκαρφαλώσει πάνω στο βράχο, που όταν τελικά τα κατάφερε κοίταζε με προσοχή που έπεφτε η σκιά του κεφαλιού του. Κυρ Γιάννη για κοπέλι λέει το γράμμα του φώναξα. Αυτός τότε κατέβηκε κάτω με κοίταξε λίγο στα μάτια και μου είπε. Γιαννιό πέρασε αύριο από το μαγαζί να σου δώσω μια καραμέλα, σήμερα μου έφεραν κάτι πολύ μεγάλες.
Μωρέ δε φταις εσύ, εγώ φταίω είπα μέσα μου, που δε σ’ άφησα να σκάβεις όλο το χρόνο. Άκου μια καραμέλα ο παλιοτσιφούτης...
Απάντηση με παράθεση
  #12  
Παλιά 08-03-10, 11:02
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας

Η ηλεκτρική εγκατάσταση.


Στα μάτια μου φαινόταν όμορφη, μεγάλη η πλατεία
στο κέντρο του χωριού, με τα τριγύρω καφενεία.
Είχε τα μεγαλεία της, κάθε γιορτή τα πανηγύρια της
οι πρώτες κλέφτικες ματιές, βρήκε ο έρωτας αμούστακες καρδιές.
Πέρασαν όμως οι εποχές, τα όμορφα τα χρόνια
και η χωρίστρα στα μαλλιά, σκεπάστηκε με χιόνια.
Μα κι’ η πλατεία μόνη της, μοιάζει μικρή κυρία
χωρίς παιχνίδια και χορούς, φύγαν τα καφενεία.
Σκοτάδια γκρίζες οι ματιές, παντού ερημιές
σβύσαν τα φώτα απ’ τις γιορτές.
.................................................. .................................................. ........

Στάθηκα για λίγο, κοίταξα τη μικρή πλατεία, που εκείνα τα χρόνια μου φαινόταν πολύ μεγάλη και στη μνήμη μου ξαναγύρισε η εποχή των παιδικών μου χρόνων.
Το καφενείο του Μιχάλη στη θέση του μα κλειστό με σπασμένα τα τζάμια του μοναδικού του παραθύρου. Οι δυο ακακίες δίπλα στο καφενείο ανθισμένες μα κι’ αυτές γέρικες. Και τι δε μου θύμισαν, πόσες φορές δε σκαρφάλωσα πάνω τους, στα κλαδιά τους είχα τοποθετήσει τις λάμπες στης Παναγιάς το πανηγύρι που χάλασε κόσμο η πρωτότυπη για τα χρόνια εκείνα ηλεκτρική εγκατάσταση. Ο Μανώλης να παίζει με το βιολί του ταγκό, βαλς, τους χορούς δηλαδή που χορεύαμε την εποχή εκείνη. Στο τέλος του χορού κάποιος φώναζε ``Ντάμα μπουφέ`` έπρεπε ο καβαλιέρος να αγοράσει κάποιο γλυκό και να το προσφέρει στην καπέλα (ντάμα) που πριν λίγο χόρευε μαζί της. Θυμήθηκα και τον πρώτο μου χορό με την Μαρίκα την ξαδέλφη μου, μόλις είχα φορέσει το μακρύ παντελόνι, κρύος ιδρώτας με είχε λούσει, νόμιζα πως όλα τα μάτια εμένα κοιτούσαν.
Δεκαπέντε Αυγούστου, η κοίμηση της Θεοτόκου και πολύ μεγάλο πανηγύρι στο χωριό μου. Το μικρό εκκλησάκι δυο χιλιόμετρα έξω από το χωριό χτισμένο σε μια ρεματιά, είχε τις ομορφιές του, φρεσκοασπρισμένο και στολισμένο με λουλούδια, περίμενε τους χωριανούς που έφταναν άλλοι με γαϊδουράκια και άλλοι περπατώντας. Μετά τη λειτουργία όλοι παρέες παρέες κάτω από τα δέντρα έτρωγαν έπιναν και γλεντούσαν μέχρι αργά το βράδυ, για να συνεχίσουν το γλέντι στα καφενεία του χωριού όπου άρχιζε ο χορός μέχρι το ξημέρωμα.
Οι πιο πολλοί πήγαιναν στο καφενείο του Θεόφιλου επειδή ήταν πολύ μεγάλο και έτσι ο φίλος μου ο Μιχάλης όλο παράπονα ήταν.
Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό μου όπως και στα περισσότερα χωριά, οι πιο πολλοί δεν είχαν δει ποτέ τους ηλεκτρική λάμπα Μα και ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, μόνο τα καφενεία είχαν, εκείνα τα τεράστια κουτιά που λειτουργούσαν με μπαταρίες αυτοκινήτων. Έκανα λοιπόν μια σκέψη, το βράδυ στο πανηγύρι της Παναγίας να φωτίσω το καφενείο του Μιχάλη με ηλεκτρικό φως. Βρήκα λοιπόν τον Μιχάλη και του είπα πως έχω μια ιδέα, πως δηλαδή να συγκεντρώσουμε όλο το χωριό εδώ στην πλατεία το βράδυ της Παναγίας. Ίντα σκαρφίστηκες πάλι Γιαννιό με ρώτησε εκείνος με απορία. Άκου τι σκέφτηκα του είπα. Θα κάνω μια ηλεκτρική εγκατάσταση, θα τοποθετήσω δηλαδή λάμπες έξω, πάνω στις δυο ακακίες και έτσι από περιέργεια και μόνο θα έρθουν όλοι εδώ για να δουν, τι λες; Καλή ιδέα Γιαννιό μου απάντησε εκείνος μα χρειάζονται καλώδια, μπαταρίες, λάμπες πιο πολλά θα ξοδέψουμε από αυτά που θα πάρουμε. Μα βρε Μιχάλη εγώ πριν σου το προτείνω τα σκέφτηκα όλα, άκου λοιπόν. Καλώδιο έχω, θα ξετυλίξω ένα παλιό δυναμό αυτοκινήτου που έχω, τις δυο μπαταρίες που έχεις για το ραδιόφωνο και λάμπες θα πεις στον αδελφό σου τον Σήφη που εργάζεται στο συνεργείο αυτοκινήτων στην Πόλη να μας φέρει και μετά το πανηγύρι τις πάει πάλι πίσω. Εντάξει Γιαννιό μου είπε σου έχω εμπιστοσύνη, το βράδυ θα το πω και στον Σήφη.
Το σχέδιο μου ήταν, να βγάλω από το παράθυρο του καφενείου δυο ζεύγη καλώδια, να πάω ένα σε κάθε δέντρο και να συνδέσω δυο λάμπες (προβολείς) στο κάθε ένα.
Βρήκα λοιπόν τον αδελφό του Μιχάλη ο οποίος ερχόταν από την πόλη κάθε Σάββατο στο χωριό και έφευγε Δευτέρα πρωί και του είπα να πάρει μαζί του τις δυο μπαταρίες για να τις φορτίσει πολύ καλά. Υπολογίσαμε πως τουλάχιστον τρεις με τέσσερις ώρες θα είχαν ρεύμα.
Την παραμονή λοιπόν της Παναγίας μου έφερε ο Σήφης τις λάμπες και τις μπαταρίες φορτισμένες. Εν τω μεταξύ εγώ είχα είδη απλώσει τα καλώδια επάνω στις ακακίες, σύνδεσα τις λάμπες και η πλατεία έγινε μέρα στη δοκιμή. Θα τις αναβοσβήνω είπα στο Μιχάλη σύμφωνα με τη μουσική από το βιολί του Μανώλη κι’ έτσι θα εντυπωσιάσουμε τον κόσμο. Έβλεπα χαρούμενο τον φίλο μου τον Μιχάλη κι’ αυτό μου έφτανε. Εγώ βέβαια το κέφι μου θα έκανα μα εκείνος σίγουρα χρήματα θα κέρδιζε.
Επιτέλους έφτασε η μεγάλη στιγμή που η πλατεία του χωριού φωτισμένη με το δυνατό φως των προβολέων φάνταζε παραμυθένια. Το καφενείο του Θεόφιλου άδειασε, χαλασμός στη μικρή πλατεία που γέμισε από κόσμο, όλοι ήθελαν να δουν ηλεκτρικές λάμπες, που να φτάσουν οι καρέκλες του καφενείου μέχρι και από τα γύρω σπίτια δανείστηκε ο Μιχάλης που έτρεχε πάνω κάτω για να προλάβει να εξυπηρετήσει όλες τις παρέες. Εγώ στη γωνιά πίσω από το παράθυρο κρυμμένος ακουμπούσα τα καλώδια στους πόλους των μπαταριών σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής και τα κουτιά με τα λουκούμια τα κιβώτια με τα αναψυκτικά άδειαζαν το ένα μετά το άλλο, μέχρι που στο βαρέλι που τα έβαζε για να παγώνουν έμειναν μονάχα κομμάτια πάγου.
Περασμένα μεσάνυχτα άρχισε ο κόσμος να φεύγει για τα σπίτια του, μα και οι λάμπες μου κουρασμένες πήγαιναν κι’ εκείνες για ύπνο. Πως τα πήγαμε Μιχάλη τον ρώτησα κάποια στιγμή. Μα δεν έμεινε και τίποτε Γιαννιό όλα πουλήθηκαν, εσύ τα πούλησες δηλαδή και σ’ ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου. Τα παραλές Μιχάλη άντε καλή νύχτα και του χρόνου του είπα και έφυγα κι’ εγώ για το σπίτι μου κουρασμένος μα και χαρούμενος που βοήθησα ένα βράδυ γιορτής να μείνει στη μνήμη όλων.
Την επόμενη μέρα το μεσημέρι την ώρα του φαγητού, ήρθε ο Μιχάλης στο σπίτι μου κρατώντας μια μεγάλη κούτα με τσιγάρα. Νικόλα είπε στον πατέρα μου, σου έφερα ένα μικρό δώρο και να ευχαριστήσω άλλη μια φορά το Γιαννιό γιατί εκτός από το κέρδος που είχα έδωσε και στον κόσμο μια ξεχωριστή χαρά. Και μη ξεχνάτε όπως σας είπα και άλλες φορές το Γιαννιό δεν κάνει για το χωριό να το στείλετε να σπουδάσει.

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη justin : 10-03-10 στις 12:07
Απάντηση με παράθεση
  #13  
Παλιά 10-03-10, 12:08
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας

Η φάρσα με τη δραχμή.


Τα πειράγματα τα καλοκαιριάτικα βράδια στα καφενεία του χωριού, με τα τραπεζάκια τα μικρά έξω στη μικρή πλατεία τα χρόνια εκείνα, έδιναν και έπαιρναν. Μα όλοι καλοκάγαθα γελούσαν, μια οικογένεια όλοι στο χωριό. Τώρα χρωμάτισαν τα καφενεία για τα πολιτικά κόμματα, και το λευκό τους χρώμα έγινε μπλε και πράσινο.
Το σπίτι μου βρισκόταν στο δυτικό άκρο της πλατείας, πολύ κοντά στο καφενείο του Μιχάλη. Τα καλοκαιριάτικα βράδια λοιπόν συνήθιζαν στη γειτονιά να κάθονται έξω από τις αυλές στις άκρες του δρόμου, για να ακούν τις ιστορίες που έλεγαν οι Άντρες από το καφενείο, μα και να κουτσομπολεύουν τις παράξενες φιγούρες που έκαναν οι σκιές στον απέναντι τοίχο Το λουξ κρεμασμένο έξω από το καφενείο, έριχνε το φως του πάνω σε όποιον περνούσε για να πάρει νερό από το πηγάδι του Αγά, σχηματίζοντας και διαφορετικά σχήματα ανάλογα αν ήταν Άντρας, Γυναίκα χοντρός η κοντός.
Το μόνο σημείο για να γεμίσει κάποιος το σταμνί με νερό ήταν το πηγάδι του Αγά. Φαίνεται πως τα χρόνια της τουρκοκρατίας θα ήταν ιδιοκτησία κάποιου Αγά, γι’ αυτό και λεγόταν έτσι.
Κάποια μέρα μια γυναίκα την ώρα που τραβούσε το σκοινί για να ανεβάσει το γεμάτο με νερό σταμνί της, φαίνεται πως κάτι έπαθε και έπεσε μέσα στο πηγάδι. Φώναζε η καημένη βοήθεια όταν κάποια στιγμή την άκουσε η μητέρα μου που είχε βγει στην αυλή και έτρεξε προς το πηγάδι. Την είδε λοιπόν στο βάθος του πηγαδιού να κρατιέται από τα τοιχώματά του. Κάνε κουράγιο της είπε και έτρεξε για βοήθεια. Ύστερα από αρκετή ώρα ένας άντρας κατέβηκε κάτω την έδεσε με σκοινί και την ανέσυραν, χωρίς ευτυχώς να πάθει κάτι κακό. Την επόμενη όμως άδειασαν το πηγάδι για να ξαναγεμίσει όπως έλεγαν με καθαρό νερό.
Σ’ αυτό το δρόμο λοιπόν, μπροστά από την αυλή του σπιτιού μου, έστησα ένα βράδυ και τη δική μου φάρσα, που είχα σχεδιάσει από καιρό, τη φάρσα με τη δραχμή.
Είχα μαζέψει δεκάρες και πεντάρες που όταν συμπλήρωσα μια δραχμή, τις πήγα στο φίλο μου τον Μιχάλη τον καφετζή και μου έδωσε ένα χαρτονόμισμα, δεν υπήρχαν τότε μεταλλικές δραχμές. Γιαννιό μου είπε ο Μιχάλης, γιάντα έχω την εντύπωση πως σαν κάτι να ετοιμάζεις η κάνω λάθος. Εγώ χαμογέλασα λίγο κι’ έφυγα από το καφενείο, αυτός με διάβαζε και τον διάβαζα λες κι’ είχαμε το ίδιο μυαλό.
Κάποτε είχα ξετυλίξει σύρμα από κάποιο χαλασμένο δυναμό αυτοκινήτου, για να κάνω την ηλεκτρική εγκατάσταση στο καφενείο του Μιχάλη την ημέρα της γιορτής της Παναγίας. Έκοψα λοιπόν δυο κομμάτια κάπου είκοσι μέτρα έξυσα τις άκρες μ’ ένα μαχαίρι για να φύγει η μόνωση και κόλλησα με καλάι στις άκρες τους τη λαμπίτσα από τον φακό μου. Έτσι όταν ακουμπούσα τα σύρματα στην μπαταρία η λαμπίτσα φυσικά άναβε. Δέκα πόντους πιο πάνω από τη λάμπα έδεσα το χαρτονόμισμα της δραχμής.
Το βράδυ εκείνο λοιπόν άπλωσα στο δρόμο το σύρμα με το χαρτονόμισμα το σκέπασα με χώμα και κρύφτηκα περιμένοντας να περάσει κάποιος. Ο δρόμος αμυδρά φωτισμένος από το λουξ του καφενείου μα το χαρτονόμισμα φαινόταν καθαρά.
Ο πρώτος που πέρασε για να πάει στο πηγάδι ήταν ο Χαράλαμπος ο χοντρούλης καφετζής, του πιο κάτω καφενείου, πάντα κοντοστεκόταν κοιτάζοντας ζηλιάρικα το γεμάτο καφενείο του Μιχάλη. Έφτασε λοιπόν κοντά στη δραχμή και γεμάτος χαρά έσκυψε να την πάρει. Εγώ τότε άναψα τη λάμπα κι’ άρχισα να τραβάω το σύρμα. Βλέποντας αυτός τη φωτισμένη δραχμή να περπατάει, έβαλε τις φωνές ενώ το σταμνί έφυγε απ’ τα χέρια του και έγινε κομμάτια. Πήρα τότε γρήγορα γρήγορα την κατασκευή μου και κρύφτηκα, ενώ από το καφενείο του Μιχάλη έτρεξαν πολλοί για να δουν τι του συνέβη. Αυτός με τη ψυχή στο στόμα τους έλεγε τι είδε μα κανείς δεν τον πίστεψε. Χωρίς σταμνί λοιπόν ο Χαράλαμπος και κάνοντας το σταυρό του κατηφόρισε για το καφενείο του.
Για να δούμε ποιός έχει σειρά τώρα είπα και τοποθέτησα πάλι το καλώδιο με τη δραχμή στο ίδιο μέρος αφού πρώτα καθάρισα το δρόμο από τα κομμάτια του σπασμένου σταμνιού.
Δεν περίμενα όμως και πολύ, να η χοντρή η κυρά Καλλιόπη αυτή θα πρέπει να ήταν πάνω από εκατό οκάδες, περπατούσε σιγά σιγά με το σταμνί στο χέρι και η σκιά της στον απέναντι τοίχο από το φως που έριχνε το λούξ του Μιχάλη, άλλαζε σχήματα λες και την κουνούσε το χέρι κάποιου καραγκιοζοπαίχτη. Έφτασε λοιπόν και στη δραχμή μου, κοντοστάθηκε λίγο άφησε κάτω το σταμνί και έσκυψε να την πιάσει. Τράβηξα τότε το καλώδιο και η δραχμή άρχισε να κινείται, ενώ ταυτόχρονα η λάμπα του φακού αναβόσβηνε. ( Θα χρησιμοποιήσω παρακάτω την Κρητική διάλεκτο για να αποδοθεί ακριβώς η στιχομυθία που ακολούθησε.) Παναγιά μου παρθένα μου είπε ιντάνε ετούτονέ το πράμα και οι μετάνοιες τις φτάνανε ως το χώμα. Ορή Καλλιόπη εκουζουλάθηκες; ιντάπαθες και σταυροκοπιέσαι της είπε η Διαμάντη που εκείνη την ώρα, φάνηκε ν’ ανηφορίζει από το διπλανό σοκάκι. Ξάνοιξε Ορή Διαμάντη επαέ ήτανε μια δραχμή μα αρχίνηξε να γλακά και να βγάνει φωτιές. Ορησεί Καλλιόπη μπάς κι’ είδες καμιά κωλοφωτιά (Πυγολαμπίδα) τη ρώτησε η Διαμάντη. Οη δραχμή ήτανε ψώματα δε λέω. Ο κόσμος χαλούσε από τα γέλια στο καφενείο του Μιχάλη, μα δεν έδωσα σημασία, κάποιος θα λέει ανέκδοτα είπα, όπως συνήθιζαν. Η κυρά Καλλιόπη σίγουρη γι’ αυτό που είδε, είπε στη Διαμάντη. Ξάνοιξε και συ ορή Διαμάντη επαέ ήτανε. Δε θωρρώ πράμα της απάντησε εκείνη, εκειέ πίσω από εκειονέ το ρούκουνα θαρρώ επήε. Για να ξανοίξω και του λόγου μου της είπε και ξεκίνησε κάπως φοβισμένα να έρχεται προς το μέρος μου σιγά σιγά. Ας πάω στην άλλη γωνιά της αυλής είπα καιρός να τρομάξω και την κυρά Διαμάντη. Κρατώντας λοιπόν το καλώδιο, κρύφτηκα στην καινούρια μου θέση. Η Διαμάντη με τη Καλλιόπη δίπλα της, κοίταξαν πίσω από τον τοίχο. Σα ν’ άχεις δίκιο της είπε η Διαμάντη μια δραχμή είναι, μα μόλις είδε τα αναβοσβήματα της λάμπας και τη δραχμή να κινείται, μια στριγκλιά άφησε που ξεσήκωσε το καφενείο, ενώ η κυρά Καλλιόπη δε σταμάτησε να σταυροκοπιέται.
Εγώ είχα πεθάνει από τα γέλια μα ήταν ώρα να μαζέψω τα σύνεργά μου και να εξαφανιστώ από την αυλή, βγήκα όμως στο δρόμο γιατί δεν ήθελα να χάσω και τη συνέχεια.
Ο Μανώλης που έφτασε πρώτος τους είπε γελώντας. Κανένα κοπέλι κουζουλές σας την έπαιξε. Λες Μανώλη του είπαν με μια φωνή. Κιαμίντα που ξανακούστηκε η δραχμή να γλακά. Ο Αποσπερίτης (Αφροδίτη) θα ήταν τους είπε ο Μιχάλης ο καφετζής που κατέβηκε από τον ουρανό να πει μαντινιάδες για την ομορφιά σας. Γέλια από παντού, κι’ αυτές που να πάνε στο πηγάδι για νερό ύστερα από τη λαχτάρα που έπαθαν. Πάμε ν’ ανάψουμε τα καντήλια ορή Διαμάντη είπε η Καλλιόπη και χάθηκαν στο σκοτάδι.
Αφού ησύχασαν τα πράγματα εγώ το βιολί μου, που να σταματήσω τώρα που είχε ανάψει το γλέντι. Μα μια του κλέφτη δυό του κλέφτη, στην Τρίτη την έπαθα κι’ εγώ. Κρυμμένος λοιπόν περίμενα να φανεί κάποιος, που δεν άργησε και πολύ, ήταν ο κουζουλός ο Γιάνκος. Έτσι τον έλεγαν μα δεν ξέρω το λόγω. Κρατώντας λοιπόν το σταμνί έφτασε και στην παγίδα μου, μα μόλις άναψα τη λάμπα, μ’ ένα πήδημα πάτησε το σύρμα που εκείνη την ώρα τραβούσα, σπάζοντας μου και τη λάμπα του φακού. Πήρε μετά στα χέρια του τη δραχμή μου την έλυσε και την έβαλε στη τσέπη του. Βγήκα τότε από την κρυψώνα μου και του είπα πως ένα αστείο έκανα και πως ήθελα πίσω τη δραχμή μου. Πάνω λοιπόν στη κουβέντα ήρθε ο Μιχάλης ο καφετζής με μερικούς άλλους από το καφενείο. Γιάγκο του είπαν δώσε πίσω τη δραχμή στο κοπέλι, δε φτάνει που απόψε γελάσαμε με τη ψυχή μας θα του πάρουμε και τη δραχμή; Δηλαδή Μιχάλη γιαυτό γελάγατε κι’ εγώ νόμιζα πως κάποιος έλεγε αστεία; Το ήξερα εγώ Γιαννιό πως κάτι θα σκάρωνες δε σου το είπα; Και τον Γιάγκο εμείς τον στείλαμε γιατί με τη φόρα που πήρες σίγουρα θα μας ξημέρωνες. Πήρα λοιπόν τη δραχμή μου μα είχε τα χάλια της , ο Γιάγκος την είχε κάνει αγνώριστη.
Γιαννιό να πάρε μια άλλη ν’ αγοράσεις λάμπα για το φακό σου και χαλάλι σου, μου είπε ο Μιχάλης, την παλιά κράτησε τη για ν’ ανεστοράσε πως κάποτε είχες ένα φίλο που σου έμοιαζε στσι ζαβολιές. Εδώ λοιπόν Γιαννιό πριν είκοσι χρόνια στο ίδιο μέρος την ίδια φάρσα είχα κάνει κι’ εγώ, μόνο που η δικιά μου δραχμή δεν είχε φώτα..


Πέρασε όμως ο καιρός, τα όμορφα τα χρόνια
και η χωρίστρα στα μαλλιά, σκεπάστηκε απ’ τα χιόνια.

Μα η δραχμή είχε μια θέσει πάντα στο πορτοφόλι μου, μέχρι την ημέρα που ξαναγύρισα στο χωριό μου ύστερα από πολλά χρόνια. Όλα είχαν αλλάξει, ηλεκτρικές λάμπες φώτιζαν τη μικρή πλατεία, το καφενείο του Μιχάλη κλειστό με σπασμένα τα τζάμια του μοναδικού του παραθύρου. Ρώτησα να μάθω νέα του μα μου είπαν πως έφυγε για πάντα πριν από λίγο καιρό. Πήγα τότε εκεί που κοιμόταν, έβγαλα την κιτρινισμένη από το χρόνο δραχμή την άφησα πάνω στη μαρμάρινη πλάκα και είπα καλό ταξίδι καλέ μου φίλε, τα διπλάσια και παραπάνω χρόνια από μένα είχες μα δεν πέρναγε μέρα να μη με πειράξεις και να μη σε πειράξω, η φιλία έλεγες δε μετριέται με τα χρόνια.
Πάρε λοιπόν τώρα τη παλιά δραχμή μου να κάνεις την πλάκα σου και ποιός ξέρει, ίσως ξανά να βρεθούμε τις ζαβολιές μας τις παλιές πάλι να θυμηθούμε .
Απάντηση με παράθεση
  #14  
Παλιά 10-03-10, 12:10
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Ο Μανώλης. Ο μάστοράς μου. Τα καλοκαίρια έπρεπε έλεγαν οι γονείς μου, για να μη γυρίζω άσκοπα και να κυνηγάω πουλιά με την σφεντόνα μου να μάθω κάποια τέχνη. Και έτσι πήγα να μάθω να κατασκευάζω ανεμόμυλους μα και χρυσά κοσμήματα. Αυτή ήταν η δουλειά του Μανώλη.


Το μεγάλο ψάρι.

Στη νοτιοανατολική πλευρά της Κρήτης, κοντά στα θερινά ανάκτορα του Μίνωα, υπάρχει μια τοποθεσία που λέγεται, ο Άγιος Ιωάννης ο Καψάς. Είναι ένα μικρό Μοναστήρι, σκαρφαλωμένο στα βράχια δίπλα στη θάλασσα.
Για να έφτανε κάποιος στο Μοναστήρι τα χρόνια εκείνα, θα έπρεπε να περπατήσει πολλές ώρες ανάμεσα από βράχια και κακοτράχαλα μονοπάτια. Από το χωριό μου θυμάμαι θα πρέπει να ήταν γύρω στις πέντε ίσως και παραπάνω ώρες πεζοπορία.
Τώρα βέβαια υπάρχει αυτοκινητόδρομος που εύκολα και γρήγορα μπορεί να πάει κάποιος. Έχασε όμως την ομορφιά της απόλυτης γαλήνης, μόνο τα μουγκρητά από τις μηχανές των αυτοκινήτων ακούς και στη μικρή παραλία που υπήρχε με καθαρή άμμο κάτω ακριβώς από το εκκλησάκι βρίσκεις μόνο κουτιά από κονσέρβες και άδεια μπουκάλια, πεταμένα εδώ κι’ εκεί. Κι’ από ψάρια πουθενά, μια νεκρή θάλασσα από λάσπη, τα φυτοφάρμακα από τα θερμοκήπια της περιοχής δεν άφησαν ίχνος ζωής.
Τη χρονιά εκείνη λοιπόν που τα αυτοκίνητα λεγόταν γαϊδουράκια, μου είπε ο Μανώλης πως την Κυριακή θα έφευγαν με παρέα για το Μοναστήρι στον καψά και πως με ήθελε μαζί του για να προσέχω τα γαϊδουράκια όσες μέρες θα έμεναν εκεί.
Η χαρά μου ήταν μεγάλη, θα έπαιζα με τη θάλασσα, θα μάζευα κογχύλια και στρογγυλές πέτρες για τη σφεντόνα μου, τόσες πολλές που να με φτάσουν για ένα χρόνο.
Ξεκινήσαμε λοιπόν πρωί πρωί από το χωριό, κάπου είκοσι άτομα με πέντε Γαϊδουράκια, φορτωμένα με κουβέρτες και ότι άλλο χρειάζεται μια εκδρομή για κάμποσες μέρες. Πρόσεχε το Γιαννιό Μανώλη του έλεγε η Μητέρα μου, μη πάει στη θάλασσα και πνιγεί. Μη φοβάσαι της είπε εκείνος και ξεκινήσαμε.
Θα είχε περάσει κάπου μια ώρα, ο κάμπος του χωριού δεν φαινόταν πλέον, είχαμε μπει στα μονοπάτια του βουνού, κακοτράχαλα και κουραστικά. Βράχια πελώρια να κρέμονται λες και ήταν έτοιμα με το παραμικρό να κατρακυλήσουν επάνω μας.
Με τα καλαμπούρια λοιπόν της παρέας, τα πειράγματα και τα τραγούδια, πέρασαν οι ώρες και κάποια στιγμή φάνηκε η θάλασσα, σημάδι πως πλησιάζαμε στο Μοναστήρι. Φτάσαμε λοιπόν μετά από λίγο κατάκοποι από την πεζοπορία και τη ζέστη. Οι καλόγριες που γνώριζαν τον Μανώλη, έκαναν τα πάντα να μας περιποιηθούν, έφεραν κρύο νερό από την πηγή που βρίσκεται μέσα στον βράχο και μας κέρασαν γλυκό του κουταλιού, που το έφαγα με μεγάλη ευχαρίστηση.
Αφού προσκυνήσαμε στην εκκλησία, άρχισε η προετοιμασία για την ταχτοποίηση των πραγμάτων, που είχαμε ξεφορτώσει από τα Γαϊδούρια. Τα πήρα λοιπόν εγώ και τα πήγα στο στάβλο, τους έβαλα νερό και ξερά χόρτα που είχαμε πάρει μαζί μας και γραμμή για τη θάλασσα.
Το μοναδικό μέρος που μπορούσε να κολυμπήσει κάποιος ήταν μια μικρή παραλία με άμμο όχι παραπάνω από είκοσι με τριάντα μέτρα. Πεντακάθαρη παρθένα θάλασσα με πανέμορφες πολύχρωμες πετρούλες και μεγάλα βράχια δεξιά κι’ αριστερά, γεμάτα αχινούς και κογχύλια.
Σε λίγη ώρα, η μικρή παραλία γέμισε από όλη την παρέα, μα στη θάλασσα μόνο τα πόδια μας βρέχαμε. Για μπάνιο, ούτε λόγος, κολύμπι δεν ξέραμε εκτός από τον Μανώλη, μα ούτε και μαγιό υπήρχαν. Εγώ βέβαια με το κοντό μου παντελονάκι δεν θα είχα πρόβλημα, είχα όμως το
Μανώλη που δεν με άφηνε από τα μάτια του, κι’ ας ήταν απασχολημένος με τις πετονιές και τα αγκίστρια. Με έβαλε μάλιστα να του μαζέψω σκουλήκια για δόλωμα σκάβοντας με τα χέρια μου την άμμο.
Μανώλη να ετοιμάσουμε τα υλικά για την κακαβιά (ψαρόσουπα ) τον πείραζαν οι φίλοι του, που όμως μέχρι το βράδυ είχε πιάσει αρκετά πετρόψαρα, κατάλληλα δηλαδή για κακαβιά. Έλεγε δε πως αν ήμασταν τυχεροί, μπορεί αργά τα βράδια στις επόμενες μέρες, να πιάσει και κάποιο ροφό. Αυτό το ψάρι, βρίσκεται σε μικρές σπηλιές, που δεν τις αλλάζει εύκολα κοντά στις βραχώδης ακτές, και ξεπερνά πολλές φορές και τις είκοσι οκάδες.
Η καμπάνα του εσπερινού ακούστηκε και όλοι ετοιμαστήκαμε για την εκκλησία. Πόσο όμορφα ένιωσα να ακούω στο φως των κεριών, τις γλυκές ψαλμωδίες, από την Ηγουμένη και τις καλόγριες, πρωτόγνωρη ομορφιά που δεν ξεχνιέται.
Κάτι πρόχειρο φάγαμε, νομίζω λίγο τυρί κι’ ελιές και κουρασμένοι από το ταξίδι και τα παιχνίδια στη θάλασσα, πέσαμε για ύπνο, έξω στην αυλή του Μοναστηριού, στρωματσάδα, μέσα στα κελιά είχε πολύ ζέστη, έπρεπε να περάσουν μεσάνυχτα για να δροσίσει λίγο. Όμορφο πράγμα να βλέπεις τ’ αστέρια στον πεντακάθαρο ουρανό και να κάνεις όνειρα. Σκεφτόμουν την επόμενη ημέρα να ψαρέψω κι’ εγώ και ίσως να έπιανα λέει κάποιο μεγάλο ψάρι. Τα άλλα όνειρα ήρθαν τη νύχτα στον ύπνο μου, τα παιδικά μου όνειρα.
Πρωί πρωί μας ξύπνησε η καμπάνα της εκκλησίας, ώρα για την πρωινή λειτουργία. Εγώ όμως πήρα τα δοχεία με το νερό και πήγα να ποτίσω τα Γαϊδουράκια. Μπράβο Γιαννιό μου είπε ο Μανώλης, που με είδε να βγαίνω από το στάβλο με τα δοχεία στα χέρια, δεν τα ξέχασες βλέπω. Κυρ Μανώλη του είπα θα μου δώσεις πετονιά και αγκίστρι να ψαρέψω κι’ εγώ; τον ρώτησα. Πάρε μου είπε μα να βάλεις μικρό αγκίστρι, έχει αρκετά ψαράκια στα ρηχά.
Έβγαλα λοιπόν από την άμμο σκουλήκια κι’ άρχισα να ψαρεύω. Όσο όμως κι’ αν προσπάθησα τα ψάρια έτρωγαν το δόλωμα χωρίς να πιάνονται. Αποφάσισα λοιπόν να πάω κι εγώ λίγο πιο βαθειά, να ρίξω την πετονιά μου από ένα βράχο. Πηδούσα λοιπόν από βράχο σε βράχο, όταν κάποια στιγμή, είδα κάτω απ’ τα πόδια μου και μέσα από κάποια σχισμή, κάτι μέσα στο νερό, που χάθηκε γρήγορα. Κοίταξα τότε από την άκρη του βράχου και είδα πως κάτω από αυτόν υπήρχε μια μικρή σπηλιά και έτσι το κύμα, το λιγοστό που ήταν εκείνη την ώρα, να κάνει ένα μικρό παφλασμό, καθώς περνούσε από το άνοιγμα της σπηλιάς. Όμως όσο κι’ αν έσκυψα ήταν αδύνατο να διακρίνω, τι ήταν αυτό που είδα.
Εκεί έμεινα αρκετή ώρα ρίχνοντας την πετονιά μου πότε μακριά και πότε κοντά στην τρύπα της σπηλιάς, ελπίζοντας να πιάσω το ψάρι, που πιθανόν να ήταν η σκιά που είδα. Απογοητεύτηκα όμως και αποφάσισα να φύγω. Φεύγοντας έριξα μια τελευταία ματιά πάνω από τη σχισμή και να, το είδα πάλι μα πιο καθαρά αυτή τη φορά, ο ήλιος έριχνε τις αχτίνες του κατακόρυφα και έτσι φώτιζε λίγο τη σπηλιά. Ήταν ένα ψάρι, πολύ μεγάλο σκουρόχρωμο με τεράστιο κεφάλι, που ανοιγόκλεινε νωχελικά τα πτερύγια του, μα μόλις με είδε χάθηκε στο βάθος της φωλιάς του. Ξανακοίταξα από την άκρη της σπηλιάς, υπολόγισα πως το βάθος της θάλασσας σ’ εκείνο το σημείο, θα ήταν γύρω στα δύο μέτρα και το άνοιγμα της τρύπας, δε θα είχε διάμετρο παραπάνω από ένα μέτρο.
Να υπήρχε άραγε τρόπος να το πιάσω σκέφτηκα για λίγο, η σφεντόνα μου τι να κάνει μέσα στο νερό και με μια πέτρα. Χαμογέλασα για τη βλακεία που μόνο και μόνο σκέφτηκα και ανηφόρησα για να καθήσω ύστερα από λίγο στο μεγάλο τραπέζι που είχε στρωθεί κάτω από τα λιγοστά δέντρα, χωρίς να πω σε κανέναν το μυστικό μου.
Το φαγητό τέλειωσε και οι πιο πολλοί το έριξαν στον ύπνο, εγώ όμως είχα υπηρεσία έπρεπε να ταΐσω τα Γαϊδούρια και να τους βάλω νερό να πιούν. Φεύγοντας λοιπόν από το στάβλο είδα εκεί σε μια γωνιά ανάμεσα σε διάφορα παλιά υλικά και μια σπασμένη ομπρέλα χωρίς ύφασμα. Κοιτάζοντας την λοιπόν μου ήρθε η μεγάλη ιδέα, αυτά τα αιχμηρά ατσάλινα σίδερα που συγκρατούν το πανί της ομπρέλας, αν τα έβγαζα θα μπορούσε να τα πετάξει μέσα στο νερό η σφεντόνα μου, πως όμως; Αν έβγαζα τη διχάλα της σφεντόνας και στη θέσει της έβαζα τη σωλήνα της ομπρέλας, που στην άκρη να έδενα τα λάστιχα, θα είχα ένα φονικό όπλο, κατάλληλο να τρυπήσει το ψάρι.
Πήγα λοιπόν αμέσως στην αποθήκη που είχαν οι καλόγριες τα εργαλεία και άρχισα τη δουλειά. Έκοψα τη σωλήνα στα δύο άκρα και έδεσα σφιχτά τα λάστιχα στη μια άκρη. Έβγαλα τις μπανέλες όπως λέγονται τα ατσάλινα σίδερα και χώρισα τα πλαϊνά, εκείνα δηλαδή που κρατούν κόντρα για να τεντώνει το πανί. Ας δοκιμάσω είπα κι’ έβαλα στη σωλήνα μια μπανέλα, τέντωσα τα λάστιχα ως το τέλος σκοπεύοντας ένα κομμάτι ξύλου. Η μπανέλα καρφώθηκε στο ξύλο που δυσκολεύτηκα να τη βγάλω. Πως όμως να συγκρατήσει το ψάρι; και να το τρυπήσει η μπανέλα, αυτό θα φύγει. Σκέφτηκα λοιπόν το αγκίστρι που στην άκρη έχει μια προεξοχή. Πρέπει λοιπόν να κάνω κι’ εγώ το ίδιο στη μπανέλα είπα, μόνο που εδώ ήταν πολύ εύκολο. Αντί να βγάλω τελείως την πλαϊνή μπανέλα να την κόψω με το σιδεροπρίονο λίγο πιο πάνω από τη βάσει της, έτσι και έκανα. Είχα τώρα ένα καμάκι σε μικρογραφία γύρω στο μισό μέτρο μήκος. Στο σύνολό του ένα πρωτόγονο ψαροντούφεκο. Έμενε μονάχα να βρω ένα κομμάτι πολύ χοντρή πετονιά γύρω στα δύο περίπου μέτρα για να δέσω το καμάκι με το μπροστινό άκρο της σωλήνας. Αυτό βρέθηκε εύκολα. Υπήρχαν παντού παλιά κομμάτια από παραγάδια.
Είχαν περάσει δύο μέρες και ξημέρωνε η Τρίτη. Ο Μανώλης με τα σύνεργα της ψαρικής και το καφεδάκι στο χέρι κατηφόριζε για τη θάλασσα. Πήγα κι’ εγώ μετά από λίγο με κρυμμένο το κατασκεύασμά μου κι, άρχισα δήθεν να μαζεύω κογχύλια ενώ πήγαινα λίγο λίγο προς το μέρος που ήταν το ψάρι. Έφτασα λοιπόν και κοίταξα από τη σχισμή του βράχου, ο φίλος μου ήταν εκεί, ατάραχος να κουνάει ελαφρά τα πτερύγια του λες και κοιμόταν με ανοιχτά τα μάτια.
Τότε όμως με είδε ο Μανώλης και μου φώναξε. Γιαννιό γύρνα πίσω γρήγορα, έλα εδώ να ψαρέψεις να μου βρεις και σκουλήκια γιατί μου τελείωσαν. Δεν είχα λοιπόν περιθώρια άλλα, ξάπλωσα στο βράχο και έσκυψα όσο πιο πολύ μπορούσα, βούτηξα τα χέρια μου μέσα στο νερό μαζί με το κατασκεύασμά μου, τέντωσα τα λάστιχα με όλη μου τη δύναμη και άφησα το καμάκι να φύγει μέσα στην τρύπα ελπίζοντας πως ίσως και η τύχη με βοηθήσει και χτυπήσω το μεγάλο ψάρι.
Και τότε αναταραχή μεγάλη μέσα στη σπηλιά και μια δύναμη με τράβηξε που λίγο ακόμα και θα έπεφτα στη θάλασσα. Η αλήθεια είναι πως για μια στιγμή φοβήθηκα πολύ που άρχισα να φωνάζω με δύναμη. κυρ Μανώλη τρέξε γρήγορα βοήθεια, ενώ κράταγα γερά τη σωλήνα που λίγο ακόμα και θα μου έφευγε από τα χέρια. Με τη ψυχή στο στόμα έφτασε ο Μανώλης, ένα μεγάλο ψάρι έχω πιάσει του είπα. Αυτός κατά-λαβε τι είχα κάνει, γιατί όπως είπε μετά με παρακολουθούσε και χωρίς να χάσει καιρό, έτσι με τα ρούχα όπως ήταν, βούτηξε στο νερό και με τη βοήθεια κι’ άλλων της παρέας που είχαν φτάσει από τις φωνές μου, έβγαλε κρατώντας τον από το κεφάλι, έναν τεράστιο ροφό, καρφωμένο με το καμάκι μου στο ένα του μάτι. Γύρω από το μέρος εκείνο μαζεύτηκε κόσμος πολύς. Όλοι ήθελαν να δουν το ροφό που όταν τον ζύγισαν στο Μοναστήρι ήταν δεκαέξι οκάδες.
όλοι ο ένας μετά τον άλλον έπιαναν το αυτοσχέδιο όπλο μου να το περιεργαστούν και να μάθουν λεπτομέρειες. Αφού λοιπόν τους εξήγησα πως το έφτιαξα, πέρασαν και τα μπράβο, ήρθε η ώρα του ψησίματος. Ο Ροφός έγινε κακαβιά και τα ποτηράκια πήραν φωτιά εκείνο το βράδυ. Εβίβα Γιαννιό μου έλεγαν και τσούγκριζαν το άδειο μου ποτήρι. Τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν, Μανώλη του έλεγαν, σε πέρασε στο ψάρεμα το τσιράκι, ο μαθητής δηλαδή. Εδώ που τα λέμε, έπαιξε μεγάλο ρόλο η τύχη, χωρίς να βλέπω χτύπησα το ροφό και σε καίριο σημείο μάλιστα.

Συνεχίζεται.
Απάντηση με παράθεση
  #15  
Παλιά 10-03-10, 12:29
Το avatar του χρήστη Alaman
Alaman Ο χρήστης Alaman δεν είναι συνδεδεμένος
Mέλος
 

Τελευταία φορά Online: 31-07-18 15:29
Φύλο: Άντρας
Η διαθεσή μου τώρα:
Εύγε αγαπητέ μου φίλε/η .
Όμορφη κατάθεση !
Σε ευχαριστώ !!!!!
__________________
Δυοίν λεγόντοιν θατέρου Θυμουμένου ο μή αντιτείνων τοις λόγοις Σοφότερος
Απάντηση με παράθεση
Απάντηση στο θέμα


Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
 
Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
You may not post new threads
You may not post replies
You may not post attachments
You may not edit your posts

BB code is σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι σε λειτουργία

Που θέλετε να σας πάμε;


Όλες οι ώρες είναι GMT +3. Η ώρα τώρα είναι 18:02.



Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.2
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.