Acrobase  

Καλώς ήρθατε στην AcroBase.
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase.
H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη.

Επιστροφή   Acrobase > Πολιτιστικά > Λογοτεχνία
Ομάδες (Groups) Τοίχος Άρθρα acrobase.org Ημερολόγιο Φωτογραφίες Στατιστικά

Notices

Δεν έχετε δημιουργήσει όνομα χρήστη στην Acrobase.
Μπορείτε να το δημιουργήσετε εδώ

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #1  
Παλιά 21-03-07, 10:46
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Διονύσιος Σολωμός

Διακόσια χρόνια από τον θάνατο του εθνικού μας ποιητή, αξίζει τουλάχιστον να κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα στον μεγάλο μας ποιητή.

Στο αφιέρωμα δεν θα συμπεριλάβω, το κατά την φτωχική μου γνώμη κορυφαίο ποίημα του ποιητή, τους Ελευθέρους Πολιορκημένους γιατί υπάρχει ολόκληρο σε άλλο μήνυμα.

Στις 8 Απριλίου του 1798 γεννήθηκε στη Ζάκυνθο ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Ήταν γιος του κόντε Νικολάου Σολωμού. Η μητέρα του ανήκε στο υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού του κόντε και λεγόταν Αγγελική Νίκλη. Λίγες μέρες πριν τον θάνατο του, το 1807, ο κόντε Σολωμός, αναγνώρισε σαν γιούς του τον ποιητή, αλλά και τον αδελφό του Δημήτριο. Την κηδεμονία του ποιητή ανέλαβε ο κόμης Νικόλαος Μεσσαλάς.

Σε ηλικία 10 ετών, ο κηδεμόνας του τον έστειλε στην Ιταλία όπου συνέχισε την εκπαίδευσή του και σπούδασε νομικά και φιλολογία. Ο Σολωμός, έχοντας γνωρίσει την αρχαία ελληνική γραμματεία μέσα από ιταλικές μεταφράσεις, έγραψε στα ιταλικά. Στην ιταλική περίοδο του έργου του Σολωμού, είναι φανερή η επίδραση του ρεύματος του ρομαντισμού.

Το 1818, όταν έγινε 20 ετών, ο Σολωμός επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου γνωρίστηκε με τον Γεώργιο Τερτσέτη και τον Αντώνιο Μάτεσι. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, γνωστός για το τετράτομο ιστορικό του έργο για την Ελληνική Επανάσταση, συναντήθηκε το 1822 με τον Σολωμό, του είπε ότι "η Ελλάδα περιμένει τον Δάντη της" και τελικά τον έπεισε να γράφει ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Τότε έγραψε ο Σολωμός την "Ξανθούλα" και πέρασε στη δεύτερη περίοδο του έργου του, γνωστή ως ζακυνθινή. Το 1823, επηρεασμένος από την Επανάσταση του 1821, έγραψε το περίφημο ποίημα "Ύμνος εις την Ελευθερία", που οι πρώτες δύο στροφές του αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας. Οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", άλλο ένα πολύ σημαντικό έργο του, ξεκινάει το 1826. Σ' αυτό το έργο περιγράφει τις τελευταίες δύο εβδομάδες της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου, μέχρι την ηρωική έξοδο.

Το 1828, ο Σολωμός μετακομίζει στην Κέρκυρα και ξεκινάει μια νέα, ωριμότερη, συγγραφική περίοδο. Μαζί με τον Πολυλά και τον Λούντζη, ασχολήθηκε με τη γερμανική φιλοσοφία και ποίηση. Η δικαστική διεκδίκηση της πατρικής κληρονομιάς του από τον, ομομήτριο, ετεροθαλή αδερφό του επηρέασε πολύ άσχημα την ψυχολογία του Διονύσιου Σολωμού. Η έκβαση της δίκης ήταν υπέρ του Σολωμού αλλά είχε σαν αποτέλεσμα να αποξενωθεί από την μητέρα του και να απομονωθεί ακόμα περισσότερο κοινωνικά. Το 1833 γράφει τον "Κρητικό", ένα επικολυρικό έργο επηρεασμένο από τον "Ερωτόκριτο" του Κορνάρου. Ο ποιητής εργάστηκε μέχρι το 1844 με τους "Ελεύθερους Πολιορκημένους", αλλά δεν το ολοκλήρωσε.
Πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου του 1857 από εγκεφαλική συμφόρηση.

Ο Σολωμός υποστήριζε τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, θέση που ανάπτυξε το 1824 στο "Διάλογο", διαφωνώντας τόσο με τον Κοραή όσο και με τους αρχαϊστές. Η ελευθερία, η θρησκεία, ο έρωτας και η φύση είναι τα πιο βασικά θέματα του έργου του Σολωμού. Το 1859 ο ποιητής Ιάκωβος Πολυλάς, μαθητής του Σολωμού, δημοσίευσε τα περισσότερα έργα του Σολωμού. Πρέπει να σημειώσουμε ότι όσο ζούσε ο Διονύσιος Σολωμός είχαν δημοσιευτεί κάποια από τα έργα του σε περιοδικά, ανάμεσά τους "Η Γυναίκα της Ζάκυνθος" και αποσπάσματα από τον "Λάμπρο" και ο "Ύμνος εις την Ελευθερία" ήταν το μόνο που είχε τυπωθεί σε βιβλίο.

Ο Διονύσιος Σολωμός, με το σημαντικότατο έργο του, οριοθετεί την Επτανησιακή Σχολή - προσολωμικοί, σολωμικοί, μετασολωμικοί και εξωσολωμικοί. Η Επτανησιακή Σχολή ακολούθησε το ρεύμα του ρομαντισμού και παρουσίασε κυρίως ποιητικά έργα. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι λογοτέχνες της Επτανησιακής Σχολής είναι η δημοτική, επηρεασμένη κάποιες φορές από το τοπικό ιδίωμα των Ιόνιων Νησιών και οι κύριοι άξονες της θεματολογίας τους είναι η πατρίδα, η φύση και ο αγνός έρωτας.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #2  
Παλιά 21-03-07, 10:47
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Η ημέρα της Λαμπρής

Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη,
και από εκεί κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
που λες και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα
«γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόραις
όλοι, μικροί, μεγάλοι ετοιμασθήτε,
μέσα στις εκκλησιές τες δαφνοφόραις
με το φως της χαράς συμμαζωχθήτε,
ανοίξατε αγκαλιές ειρηνοφόραις
ομπροστά στους Αγίους, και φιληθείτε,
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι.

Δάφναις εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μαννάδες,
γλυκόφωνα, κοιτώντας ταις ζωγραφι-
σμέναις εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες,
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες,
κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι,
οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

Η ψυχούλα

Ωσάν γλυκόπνοο,
δροσάτο αεράκι
μέσα σε ανθότοπο,
κειο το παιδάκι
την ύστερη έβγαλε
αναπνοή.

Και η ψυχούλα του,
εις τον αέρα
γλήγορα ανέβαινε
προς τον αιθέρα,
σαν λιανοτρέμουλη
σπίθα μικρή.

Όλα την έκραξαν,
όλα τ' αστέρια,
κι εκείνη εξάπλωνε
δειλή τα χέρια,
γιατί δεν ήξευρε
σε ποίο να μπει.

Αλλά, να, του 'δωσε
ένα αγγελάκι
το φιλί αθάνατο
στο μαγουλάκι
που έξαφνα
έλαμψε σαν την αυγή.

Πρωτομαγιά

Του Μαϊού ροδοφαίνεται η μέρα
που ωραιότερη φύση ξυπνάει
και την κάνουν λαμπρά και γελάει
πρασινάδες, αχτίδες, νερά.
Άνθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι
παιδιά κι άντρες, γυναίκες και γέροι
ασπροεντύματα, γέλια και κρότοι,
όλοι οι δρόμοι γιομάτοι χαρά.
Ναι, χαρείτε του χρόνου τη νιότη,
άνδρες, γέροι, γυναίκες παιδιά.

Μίμηση του τραγουδιού της Δεσδεμόνας
(Σαίξπηρ, Οθέλος, πράξη 4, 3)

Η αθλία ψυχή καθήμενη
σε χόρτο, σε λουλούδι,
με μία φωνή νεκρώσιμη
αρχίναε το τραγούδι:
"Ελάτε, τραγουδήσετε
την πράσινη ετιά".

Ακίνητο το χέρι της
εις την καρδιά βαστάει,
την κεφαλή στα γόνατα
τ' αδύνατα ακουμπάει,
κι ο ρύαξ εκεί στα πόδια της
εφλοίσβιζε τερπνά.
"Όλοι, όλοι, τραγουδήσετε
ετιά, ετιά, ετιά".

Πικρά αντάμα εβγαίνανε
τα δάκρυα με τα λόγια,
κι έτσι έλεγε ακατάπαυτα
βαριά τα μοιρολόγια,
όπου την ελυπιόντανε
λαγκάδια και βουνά.
"Ετιά να τραγουδήσετε,
ετιά και πάντα ετιά".

"Δε φταίει• -ψεύτη τον Έρωτα
κανείς ας μην τον κράζη•
έως που μιλεί τ' αχείλι μου,
δε φταίει, θε να φωνάζη•
γιατί μου το φανέρωσε
πως πλέον δε μ' αγαπά,
κι αμέσως εγώ αρχίνησα
να τραγουδάω ετιά.

"Μια μέρα εγώ του κλαύθηκα
πως πέφτει σ' άλλα στήθη
κι εμένα μ' απαράτησε,
κι εκείνος μ' αποκρίθη:
Μιμήσου με κι αγάπησε
άλλη κι εσύ αγκαλιά.
Τι ν' αγαπήσω η δύστυχη
πάρεξ θανάτου ετιά!

"Δε θέλω να μου βάλουνε
εις το στερνό κλινάρι
μυρτιές, ούτε τριαντάφυλλα,
πάρεξ ετιάς κλωνάρι,
κι απάνου απ' το μνήμα μου
άλλη δε θέλω ισκιά•
όλοι, όλοι τραγουδήσετε
την πράσινην ετιά".
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #3  
Παλιά 21-03-07, 10:48
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Η Ξανθούλα

Την είδα την Ξανθούλα,
την είδα ψες αργά,
που μπήκε στη βαρκούλα,
να πάει στην ξενητιά.

Εφούσκωνε τ' αέρι
λευκότατα πανιά,
ωσάν το περιστέρι
που απλώνει τα φτερά.

Εστέκονταν οι φίλοι
με λύπη, με χαρά,
και αυτή με το μαντήλι
τους αποχαιρετά.

Και το χαιρετισμό της
εστάθηκα να ιδώ,
ώσπου η πολλή μακρότης
μου το 'κρυψε κι αυτό.

Σ' ολίγο σ' ολιγάκι
δεν ήξερα να πω,
αν έβλεπα πανάκι,
ή του πελάγου αφρό.

Και αφού πανί, μαντήλι,
εχάθη στο νερό,
εδάκρυσαν οι φίλοι,
εδάκρυσα κι εγώ.

Δε μ' αγαπάς

Όσα λούλουδα είν' το Μάη
μαδημένα ερωτηθήκαν
κι όλα αυτά μ' αποκριθήκαν
πως εσύ δε μ' αγαπάς.

Γαλήνη

Δεν ακούεται ούτ' ένα κύμα
εις την έρμη ακρογιαλιά,
Λες και η θάλασσα κοιμάται
μες της γης την αγκαλιά.

Το Κοιμητήρι

-Μάνα μου, σκιάζομαι πολύ
μη πεθαμένοι βγούνε.
-Σώπα, παιδάκι μου οι νεκροί
την πλάκα τους βαστούνε.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #4  
Παλιά 21-03-07, 10:52
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Ύμνος εις την Ελευθερίαν

1.

Ύμνος εις την Ελευθερίαν

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
«έλα πάλι» να σου πει.

Άργειε να 'λθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.

Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά.

Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω
το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.

Τότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,
πλήθος αίμα ελληνικό.

Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.

Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή.
δεν είν' εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.

Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ' ανάσαση καμιά.
Άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φριχτά.

Άλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε να βρεις τα παιδιά σου,
σύρε», ελέγαν οί σκληροί.

Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σου ενθυμεί.

Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του ή ζωή.

Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Μόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τσ' εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ' άνθια και καρπούς,

Εγαλήνευσε και εχύθη
καταχθόνια μία βοή,
και του Ρήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή

Όλοι οι τόποι σου σ' εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν
οσα αίσθάνετο ή χαρδιά.

Εφωνάξανε ως τ' αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά.

Μ' όλον που 'ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».

Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν κι αυτή.

Απ' τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει
το λιοντάρι το Ισπανο.

Ελαφιάσθη της Αγγλίας
το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Ρουσίας
τα μουγκρίσματα τσ' οργής.

Εις το κίνημά του δείχνει
πως τα μέλη είν' δυνατά.
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.

Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Ιταλού.

Και σ’ εσέ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ' έκρωζε ο σκασμένος,
να σε βλάψει, αν ημπορεί.

Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ που θα πρωτοπάς.
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
στες βρισίες οπού αγρικάς,

Σαν το βράχον οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει
ευκολόσβηστον αφρό.

Οπού αφήνει ανεμοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.

Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου
και σ' εκείνο αντισταθεί.

Το θηρίο π' ανανογιέται
πως. του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά.

Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ερμιά.

Ερμιά, θάνατος και φρίκη,
όπου επέρασες κι εσύ.
ξίφος έξω από τη θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς,
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψεις πιθυμάς.

Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει, πάντα οπώς νικεί,
κι ας είν άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.

Σου προβαίνουνε και τρίζουν
για να ιδείς πως είν' πολλά.
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;

Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά
για να κλαύσετε τα σώματα
που θε νά 'βρει η συμφορά!

Κατεβαίνουνε και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή.
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #5  
Παλιά 21-03-07, 10:53
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Ύμνος στην Ελευθερία

2.

Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
και στο κάστρο ν' ανεβεί.

Μέτρα! Είν' άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν,
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.

Εκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά.
να, σας φθάνει. αποκριθείτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά!

Αποκρίνονται και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.

Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.

Α, τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός!
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί.

Και οι βροντές, και το σκοτάδι
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράστεναν τον Άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά.

Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνοντ' ίσκιοι
αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.

Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο απο τη γη,
όσοι είν' άδικα σφαγμένοι,
από τούρκικην οργή.

Τόσα πέφτουνε τα θερισμένα
αστάχια εις τους αγρούς.
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.

Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.

Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό.

Εάν οι άνεμοι μές στ' άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

Με τα μάτια τους γυρεύουν
όπου είν' αίματα πηχτά,
και μες στα αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά.

Και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνες κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.

Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθιά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
κι άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

Τότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικα,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.

Κτυπούν όλοι απάνου κάτου.
κάθε κτύπημα που εβγεί
είναι κτύπημα θανάτου
χώρις να δευτερωθεί.

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει,
λες κι εκείθενε η ψυχή
απ' το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθεί.

Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουμάνε
περισσότερο είν' γοργά.

Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη.
γι' αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.

Τόση η μάνητα κι η ζάλη,
που στοχάζεσαι μη πως
από μία μεριά και απ' άλλη
δέν μείνει ένας ζωντανός.

Κοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

Και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία,
σωθικά λαχταριστά.

Προσοχή καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή.
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,
φθάνει. έως πότε οι σκοτωμοί;

Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.

Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
και των Χριστιανών τα χείλη
«φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».

Λιονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας «Αλλά».

Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί.
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.

Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.

Της αυγής δροσάτο αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι.
φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι.
δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.

Είς τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τά βελάσματα το άρνί.

Τρέχουν άρματα χιλιάδες
σαν το κύμα εις το γιαλό,
αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.

Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε
και ξανάλθετε σε μας.
τα παιδιά σας θέλ' ιδείτε
πόσο μοιάζουνε με σας.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #6  
Παλιά 21-03-07, 10:54
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Ύμνος στην Ελευθερία

3.

Όλοι εκείνοι τα φοβούνται
και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται
κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.

Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο.

Και πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.

Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
ματωμένη περπατείς.

Στη σκιά χεροπιασμένες,
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες
οπού κάνουνε χορό.

Στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυχοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.

Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ.
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.

Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,

«σ' αυτό», εφώναξε, «τo χώμα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
Και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά.

Εις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.

Αγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή.
βλέπει τη φωταγωγία
στους Αγίους εμπρός χυτή.

Ποιοί είν' αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ', άρματα ταράζουν;
Επετάχτηχες εσύ!

Α, το φως που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη.

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός.
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.

Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
κι εις το τέταρτο κτυπάς.

Με φωνή που καταπείθει
προχωρώντας ομιλείς:
«Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη,
ναι του κόσμου ο Λυτρωτής.

Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε:
"Εγώ είμ' Άλφα, Ωμέγα έγώ.
πέστε, πού θ' αποκρυφθείτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;

Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που, μ' αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω,
σαν δροσιά θέλει βρεθεί.

Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα,
ζώα και δέντρα και θνητούς.

Και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεμου που πνέει
μες στη στάχτη τη λεπτή"».

Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
Του θυμού Του είσαι αδελφή;
Ποίος είν' άξιος να νικήσει
ή με σε να μετρηθεί;

Η γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη μισόχριστη σπορά.

Την αισθάνονται και αφρίζουν
τα νερά, και τ' αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σάν νά ρυάζετο θηριό.

Κακορίζικοι, πού πάτε
του Αχελώου μες στη ροη
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή

να αποφύγετε; Το κύμα
έγινε όλο φουσκωτο.
εκεί ευρήκατε το μνήμα
πριν να ευρείτε αφανισμό.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.

Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.

Ποίος στο σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθεί.
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει
όσο οπού να νεκρωθεί.

Κεφαλές απελπισμένες,
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμενες
για την ύστερη φορά.

Σβιέται - αυξαίνοντας η πρώτη
του Αχελώου νεροσυρμή -
το χλιμίτρισμα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

Έτσι ν' άκουα να βουΐξει
το βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξει
κάθε σπέρμα αγαρηνό!

Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία,
μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά.

Σωριασμένα να τα σπρώξει
η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξει
ο αδελφός του Φεγγαριού.

Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,
κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει
μεταξύ τους και ας μετρά.

Ένα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
και δεν φαίνεται, και πλιο.

Και χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός.
πάντα, πάντα περισσεύει.
πολύ φλοίσβισμα και αφρός

Α, γιατί δεν έχω τώρα
τη φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα την ώρα
οπού εσβιούντο οι μισητοί.

Το Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός.

Ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία,
μ' ένα τύμπανο τερπνόν.

Και πηδούν όλες οι κόρες
με τσ' αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.

Εις αυτήν, είν' ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ.
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.

Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ' άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει,
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

Με βρυχίσματα σαλεύει
που τρομάζει η ακοή.
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμνιώνα αναζητεί.

Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ήλιου,
και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.

Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ.
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο γιά σέ.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #7  
Παλιά 21-03-07, 10:55
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Ύμνος στην Ελευθερία

4.

Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.

Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν' πολλές,
πολεμώντας, άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καίς.

Μ' επιθύμια να τηράζεις
δύο μεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.

Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.

Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι
Και δεν μνέσκει ένα κορμί.
χαίρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σε πέταξαν εκεί.

Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.

Κες τες δάφνες που εσκορπίστε
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.

Όλοι κλάψτε, αποθαμένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς.
κλάψτε, κλάψτε. κρεμασμένος
ωσάν νά 'τανε φονιάς!

Έχει ολάνοικτο το στόμα
π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα.
λες πως θε να ξαναβγεί.

Η κατάρα που είχε αφήσει,
λίγο πριν να αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεμήσει
και ημπορεί να πολεμεί.

Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.

Η καρδιά συχνοσπαράζει.
Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάχτυλο η θεά.

Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
τρεις φορές μ' ανησυχιά.
προσηλώνεται κατόπι
στην Ελλάδα, και αρχινά:

«Παλληκάρια μου, οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.

Απ' εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική,
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σας μαδεί.

Μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ, το νου σας τυραννεί.

Η Διχόνοια που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
"πάρ' το", λέγοντας, "και συ".

Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά.
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.

Από στόμα οπού φθονάει,
παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.

Μην ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
"Εάν μισούνται ανάμεσό τους
δεν τους πρέπει ελευθεριά".

Τέτοια αφήστενε φροντίδα,
όλο το αίμα οπού χυθεί
για θρησκεία και για πατρίδα
όμοιαν έχει την τιμή.

Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθείτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.

Πόσο λείπει, στοχασθείτε,
πόσο ακόμη να παρθεί.
πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθεί.

Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία,
καταστήστε ένα Σταυρό
και φωνάξετε με μία:
"Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!

Το σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό.

Ακατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν,
και την πίστη αναγελούν.

Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: Να εκδικηθώ.

Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή.

Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος
σαν του Αβέλ καταβοά.
δεν είν' φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε
να αποκτήσομεν εμείς
λευθεριάν, ή θα την λύστε
εξ αιτίας πολιτικής;

Τούτο ανίσως μελετάτε,
ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ!"».
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
Απάντηση στο θέμα


Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
 
Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
You may not post new threads
You may not post replies
You may not post attachments
You may not edit your posts

BB code is σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι σε λειτουργία

Που θέλετε να σας πάμε;


Όλες οι ώρες είναι GMT +3. Η ώρα τώρα είναι 15:55.



Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.2
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.