Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase. H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη. |
|
Κεντρική σελίδα |
Λίστα Μελών | Games | Σημειώστε όλα τα forums ως διαβασμένα | Σημειώστε όλα τα forums ως διαβασμένα |
|
|
Εργαλεία Θεμάτων | Αξιολόγηση: | Τρόποι εμφάνισης |
#1
|
|
||||||
Τα χρόνια τα ανέμελα στη Κυψέλη - 2
Εισαγωγή 2ης έκδοσης Γεννήθηκα έζησα και μεγάλωσα, σε μία από τις ομορφότερες γειτονιές της Αθήνας, την Φωκίωνος Νέγρη και την Κυψέλη. Μια πολύ περίεργη γειτονιά, που φιλοξενούσε εντελώς αρμονικά και τους πλούσιους και τους φτωχούς. Δεν ήμασταν φτωχογειτονιά ούτε φιλοξενούσε μόνο την υψηλή τάξη. Μέσα σε ένα οικοδομικό τετράγωνο, συνυπήρξε η μαρμάρινη βίλα με τον κήπο και η κλασική αυλή με τα πολλά δωμάτια, που τα νοίκιαζαν άνθρωποι της εργατικής τάξης. Ο βιομήχανος με τον εργάτη, έμεναν δίπλα δίπλα, με τον επιστήμονα ή τον άνθρωπο του πνεύματος και της τέχνης. Όλα αυτά 1-2 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, έχουν ιδιαίτερη σημασία. Υπήρχε τόση αρμονία συνύπαρξης, που ακόμα και σήμερα με εντυπωσιάζει. Με εντυπωσιάζει κυρίως ο σεβασμός του ενός προς τον άλλον, ανεξάρτητα το πόσο χοντρό ήταν το πορτοφόλι του. Έλλειπε κυρίως ο σνομπισμός, που μάλλον υπήρχε σε άλλες γνωστές συνοικίες της Αθήνας. Ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο το 2005, όμως σήμερα θεωρώ χρήσιμο, μετά και την συμμετοχή μου, σε μία κίνηση κατοίκων Κυψέλης, να εμπλουτίσω την δεύτερη επανέκδοση και με νέα στοιχεία και φωτογραφίες. Όπως και η πρώτη έκδοση, αυτό το πόνημα, είναι κατάθεση ψυχής, δεν έχει λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Είναι απλές αναμνήσεις. Ευχαριστώ όλους, για όσα καλά λόγια είπαν για την πρώτη έκδοση. Στέλιος Χαμόδρακας Κυψέλη, Σεπτέμβριος 2012 www.facebook.com/Kypseli --- Γεννήθηκα το 1947 και ήδη από το 1950, έπαιζα στο δρόμο μου, με τους πρώτους φίλους που είχα κάνει. Γειτονιά μου ήταν η Φωκίωνος Νέγρη και συγκεκριμένα το επάνω μέρος του δρόμου. Ορμητήριο δικό μου και της παρέας ήταν τα σκαλιά του τριώροφου στο νούμερο 78 όπου και έμενα τα πρώτα μου χρόνια. Οι εικόνες είναι τόσο πολλές χαρούμενες ευτυχισμένες αθώες, ανέμελα προσχολικά χρόνια σε μια πραγματικά όμορφη περιοχή. Ο Γιώργος ο Κάρολος ο Γιωργάκης ο Νιόνιος ο 'Νέστορας' ο 'Μπούλης', ήταν τα κολλητήρια, η παρέα. Μαζί οργώναμε κάθε σπιθαμή από τον δικό μας χώρο που τον είχαμε περιχαρακώσει στους δρόμους Φωκ. Νέγρη, Αρχή Πλατείας, Καλογερά και Σκύρου. Το άβατο μας ήταν η οδός Καλογερά, το παιγνίδι μας όμως ήταν στην Φωκ.Νέγρη, εκεί το ποδόσφαιρο, το κρυφτό, οι γκαζές, τα τσιγκάκια το γερμανικό η αμπάριζα και άλλα πολλά. Μαζί με τα παιδια της παρέας στην Φωκίωνος Νέγρη. (Φωτογραφία από το αρχείο μου.) Εγώ είμαι ο πιο κοντούλης της παρέας. Έξω από εκεί δεν κυκλοφορούσαμε και πολύ, η παρέα μας δεν έπαιζε ξύλο και δεν προκαλούσε σε άλλες 'γειτονιές' και έτσι αφού είχαμε υποβάλει τον σεβασμό μας στους άγριους της Μεγίστης και της Πλατείας δεν μας άγγιξαν ποτέ αλλά ούτε και μας ενοχλούσαν στα δικά μας μέρη. Νοιώθαμε επίσης και δηλώναμε τον σεβασμό μας στην μεγαλύτερη γενιά. Εγώ προσωπικά ήμουν πολύ περήφανος που το μεγάλο μου αδελφάκι ήταν το πρώτο όνομα της Κυψελιώτικής ποδοσφαιρικής ομάδας και παρ' ότι προσπάθησα να του μοιάσω στο άθλημα, απλά πέρασα και δεν ακούμπησα. Στο οικόπεδο απέναντι από το σπίτι μας Φωκ. Νέγρη και Σκοπέλου, έμενε ένα ζευγάρι χωρίς παιδιά, είχαν την ατυχία το «γήπεδο» μας να είναι μπροστά από το σπίτι τους, στο ασφαλτοστρωμένο μεγάλο χώρο που κυρίως χρησιμοποιούσαν οι μεγαλύτεροι για να παίξουν τους αγώνες τους, (στην συμβολή Φωκ. Νέγρη, Σκοπέλου και Λήμνου, νυν Λέλας Καραγιάννη.), αφού δεν τους διέκοπταν τα αυτοκίνητα που πέρναγαν, αφού η συχνότητα τους ήταν ίσως ένα σε κάθε δεκαπέντε λεπτά. Όποτε η μπάλα έπεφτε στην αυλή και στα λίγα φτωχά λουλούδια η κυρά Δήμητρα την έσκιζε επιδεικτικά μπροστά μας, με ένα μαχαίρι και κάποιο παιδί έβαζε τα κλάματα που έχανε το απόκτημα του. Μην περιμένετε να είχαμε και μπάλες δερμάτινες; Τόπια είχαμε, που όμως τα πιο μεγάλα, έπιαναν τιμές, πολύ έξω από τους τότε παιδικούς μας προϋπολογισμούς. Τις περισσότερες φορές παίζαμε με την γνωστή κάλτσα. Σε μια παλιά σχισμένη κάλτσα που δεν έπαιρνε μαντάρισμα, οι μανάδες μας τις γέμιζαν με κουρελάκια και μετά τις έραβαν. Μια χαρά μπάλα ήταν… Έλα που η κυρά Δήμητρα με αγαπούσε πολύ και μου έδινε και κουλουράκια πυκνά συχνά και το έμαθε ο αδελφός μου και οι άλλοι και με έβαζαν με το ζόρι να ικετεύω την γυναίκα για την μπάλα, όποτε έπεφτε στην αυλή. Μια δύο τρεις το κατάλαβε και βρήκα τον μπελά μου. 'Τελευταία φορά που μου ζητάς την μπάλα, ξέρεις πως σε αγαπώ αλλά την άλλη φορά δεν θα στην δώσω'. Σούρωνα εγώ το στόμα μου έτοιμος να κλάψω (ναι από τότε μου έμεινε) και η Κυρά Δήμητρα δεν άντεχε τον μικρό μου εκβιασμό και υπέκυπτε. Τα μπράβο των μεγάλων ήταν το μεγάλο ανεκτίμητο κέρδος και φούσκωνα σαν παγώνι από την περηφάνια, αλλά ταυτόχρονα πάταγα το πόδι μου κάτω και τους δήλωνα ευθαρσώς, ότι δεν θα ξαναπάω για την μπάλα, άλλη φορά. Πόσες μαγικές εικόνες δεν έκρυβε εκείνη η γειτονιά. Ελάτε μαζί μου να σας συστήσω τους χαρακτηριστικούς τύπους που εμένα τουλάχιστον εξακολουθούν να με μαγεύουν όταν τους θυμάμαι. Ο Στραγαλατζής έστηνε κάθε απόγευμα έξω από το κινηματογράφο Αττικό της πλατείας Κυψέλης, το τροχήλατο μαγαζί του. Μοσχοβολούσαν τα στραγάλια ο πασατέμπος τα αράπικα φιστίκια, τα αφράτα μαζί με τις σταφίδες. Με ένα πενηνταράκι σου γέμιζε ένα μικρό χωνάκι φτιαγμένο από εφημερίδα ενώ με μια δραχμούλα έπαιρνες μπόλικο. Μόλις έπεφτε το φως άναβε την λυχνία της ασετιλίνης και το δυνατό φως γινόταν πόλος έλξης. Σάββατο κι απόβραδο με ασετιλίνη, έγραψε αργότερα ο Παπαδόπουλος…
Οι δύο φωτογράφοι της πλατείας με τις ξύλινες μηχανές τους και το τρίποδο. Χαζεύαμε τις φωτογραφίες με τις οποίες στόλιζε την μηχανή σαν δείγμα καλής δουλειάς. Τότε απορούσα γιατί θα πρέπει να πλένει τις φωτογραφίες που έβγαζε. Πολλές φορές βγάλαμε φωτογραφίες και εμείς και σαν χαζά που ήμασταν περιμέναμε να δούμε να πετάγεται κανένα πουλάκι, αλλά εις μάτην. Μια τέτοια φωτογραφία με τον Θείο μου και την αδελφή μου στην Πλατεία Κυψέλης. Ο περιοδεύων πωλητής του πολίτικου χαλβά (έμοιαζε πολύ σαν μεγάλο μαντολάτο). Είχε ένα μυστρί και ένα σφυράκι και με αυτό έδινε τον αρωματικό χαλβά που με ξετρέλαινε. Δύο απίστευτοι τύποι ο ένας πολύ κοντός και πανέξυπνος και ο άλλος πολύ ψηλός και υπερβολικά αγαθός πουλούσαν από τραπεζάκι σε τραπεζάκι και από παγκάκι σε παγκάκι αμύγδαλα. Πόσο έχω μετανιώσει που παρασυρόμουν και από τους άλλους και τους φωνάζαμε 'μπατίρη παραμπατίρη' δεχόμενοι την οργή του κοντού που μας απαντούσε με φοβερές εκφράσεις και απειλές. Οι καλλιτεχνικές παρέες που αργά το βράδυ μαζευόταν στα ζαχαροπλαστεία της Φωκ.Νέγρη αλλά και στην Κουίντα, το μοναδικό κοσμικό κλαμπ της περιοχής, έκαναν απίστευτες καταστάσεις, που εμείς τα μαθαίναμε στα πεταχτά από τους μεγαλύτερους. Λένε ότι ένα βράδυ η Κορκοτσάκη μια πολύ ωραία κοπέλα της εποχής και μάλλον εκλεγμένη στα καλλιστεία, είχε ντυθεί νύφη για να κάνουν πλάκα σε ένα από τους γραφικούς τύπους. Ο 'λιγνός' βιολιστής όπως τον λέγαμε χαϊδευτικά, ακόνιζε κυριολεκτικά ένα ταλαιπωρημένο βιολί και έκλεινες τ' αυτιά σου για να μην τα ταλαιπωρήσεις. Η Μαντάμ ήταν ένας τύπος που μάλλον θα έδωσε το έναυσμα στον Δημήτρη Ψαθά να γράψει την Μαντάμ Σουσού. Η Μαντάμ αγνώστου ηλικίας, έφερε στο πρόσωπο της στρώματα από στουπέτσι κιλά από κοκκινάδια και άλλα αγνώστου προελεύσεως υλικά. Είχε κάνει μπάνιο σε τόνους ευτελούς κολόνιας και δυστυχώς υπήρξε το πρώτο θύμα της μόδας του γιαουρτώματος που έφερε τον γνωστό νόμο 4000 με το οποίο κούρευαν γουλί και διαπόμπευαν τους δράστες τους λεγόμενους 'τεντιμπόηδες'. Μαζί με αυτούς κλασικές φιγούρες ήταν οι πλανόδιοι λιανοπωλητές μαναβικής. Πάγου, γάλατος, παλαιοπωλών κλπ Ο πιο κλασικός από αυτούς ήταν ο Κανατάς, ο οποίος είχε έναν αδίστακτο εχθρό με εκπληκτικό σημάδι στην σφεντόνα και κάθε φορά που περνούσε έκλαιγε και από ένα κανατάκι του. Δεν θα αποκαλύψω το όνομα του δράστη, που ξέρεις μπορεί οι κληρονόμοι του, να του ζητήσουν αποζημίωση Κλασικές φιγούρες ο λατερνατζής που γέμιζε τους δρόμους με νοσταλγικές μελωδίες. Δύο κλασικές γεροντοκόρες που τις είχαμε ονομάσει «Αντουπίτσες», έμεναν ακριβώς απέναντι, είχαν συνέχεια τα εξώφυλλα κλειστά γιατί ένας ακόμα «απαίσιος» δράστης, τις τρομοκρατούσε πετώντας πέτρες, μόλις έπεφτε το σούρουπο. Η κυρία Σαντοριναίου, έμενε λίγο πιο κάτω μέσα στα μικρά σπιτάκια που είχαν μια κοινή αυλή. Έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια να αποδείξει την υψηλή της καταγωγή, αλλά η αβάσταχτη πολυλογία της, ήταν εφιάλτης σε κάθε επίσκεψη. Προσωπικά έκανα επί τόπου μεταβολή και το έβαζα στα πόδια όταν το έφερνε η κακή στιγμή και συναντιόμαστε στον δρόμο. Μεταξύ μας η Μαμά μου για να την αποφύγει, ουκ ολίγες φορές δεν απαντούσε στο κουδούνισμα της πόρτας όταν είχε εξακριβώσει το ποια ήταν. Ο Βασίλης ήταν ο δοσάς, κάθε Σάββατο, στην αρχή πάνω σε ένα ποδήλατο που ήταν γεμάτο πράγματα και απορούσες που τα χώραγε και αργότερα με μοτοσικλέτα εισέπραττε τις δόσεις του από τις νοικοκυρές και όλο έπαιρνε και παρέδιδε τις παραγγελίες του. Εκείνο δε το τεφτέρι του, το χιλιοσαλιωμένο ήταν απορίας άξιο πως κατάφερνε να το ελέγχει. Δεκαρικάκι την βδομάδα εισέπραττε ο εμποράκος και ποτέ δεν αρνιόταν κανένα εμπόρευμα στις καλές του πελάτισσες. Ο Πάαααγος διαλαλούσε ο πωλητής πάγου με το χειροκίνητο ξύλινο καρότσι να στάζει νερά . Χαζεύαμε την άνεση με την οποία έκοβε τον πάγο και την τσιμπίδα που τον κουβαλούσε στο κάθε σπίτι. Το καρβουνιάρικο της Σκύρου, προμήθευε το αναγκαίο υλικό για να ανάψει στο πλυσταριό της ταράτσας τον λέβητα για να ζεστάνει το νερό της βδομαδιάτικης μπουγάδας. Η τεραστίων διαστάσεων κυρά Μαριγώ τα έπλενε και εγώ μπλεκόμουν στα πόδια της και μου άρεσε να μυρίζω τα φρεσκοπλυμένα ρούχα αλλά και να τα αγγίζω με τα όχι και τόσο καθαρά χέρια μου και ανάγκαζε την καλοκάγαθη γυναίκα να με διώχνει με τρόπο από την ταράτσα. Πρόσωπα, καταστάσεις, εποχές. Πόσο θα παραξενεύουν αυτά τους νέους 'σφραγισμένους και απομονωμένους ανθρώπους' που στην ίδια ηλικιακή περίοδο έχουν εικόνες μόνο από την τηλεόραση. Εκτός από τα πρόσωπα, ζούσαμε έντονα μικρά και μεγάλα γεγονότα, το καθένα με την δικιά του βαρύτητα και σημασία στα ανώριμα και ανέμελα χρόνια. Αποκριές και πανηγύρι στην γειτονιά. Ξεκινώ με το κλασικό γαϊτανάκι που ήταν σκέτη απόλαυση. Μια ομάδα από κορίτσια και αγόρια όλων των ηλικιών κράταγαν μια πολύχρωμη κορδέλα δεμένη σε ένα στύλο που κράταγε όρθιο ο πιο δυνατός της παρέας, και όλοι μαζί έμπλεκαν και ξέμπλεκαν τις κορδέλες χορεύοντας με την συνοδεία κάποιου οργάνου. Μόνοι τους κυκλοφορούσαν άντρες ντυμένοι τσολιάδες και πάνω σε μεγάλα χάρτινα άλογα που τα φόραγαν κυριολεκτικά. Ο ξυλοπόδαρος ήταν ο πιο εντυπωσιακός, στηριζόταν σε ξύλινο πόδια 2-3 μέτρων και κέρδιζε την αγάπη και τον θαυμασμό των πιτσιρικιών. Φυσικά δεν έλειπαν οι τσιγγάνοι με τις αρκούδες και τις μαϊμούδες, θέαμα που προσωπικά δεν μου άρεσε και μεταγενέστερα επισκεπτόμενος στην Δυτική Μακεδονία τις εγκαταστάσεις του Αρκτούρου δικαιώθηκα. Ιστορικό γεγονός κάθε αποκριάς ήταν το πάρτι στο σπίτι του Κάρολου. Οι γονείς του άδειαζαν τα κύρια δωμάτια από κάθε έπιπλο, στον φόβο της επέλασης των αγρίων. Τι γλέντι ήταν αυτό; τι παιγνίδι δεν παίζαμε; Με τις κορδέλες και τον απίστευτο χαρτοπόλεμο που είχαμε όλοι επαρκώς εξοπλιστεί για τον μεγάλο πόλεμο. Όταν το σπίτι του Κάρολου έγινε και αυτό πολυκατοικία και ο καλός μου φίλος πήγε σε άλλη γειτονιά, εκτός της καλής του παρέας μου έλειψαν αφάνταστα αυτά τα μοναδικά του πάρτι. Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς και για μια σειρά πολλών ετών, δεχόμασταν την επίσκεψη μιας πολυμελούς παρέας μασκαρεμένων που μέχρι σήμερα αγνοούμε την ταυτότητα τους. Είχαν τόση ζωντάνια και τόση όρεξη για παιγνίδι ώστε τις επόμενες τελευταίες Κυριακές των απόκρεω οι δικοί μου είχαν προετοιμαστεί με μεζεδάκια γλυκά και ποτά για να φιλοξενήσουμε τους αγνώστους επισκέπτες μας. Όμως οι απόκριες είχαν κέφι και αυτό το κέφι ήταν μεταδοτικό σε όλες τις ηλικίες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια επιδρομή που αποφασίσαμε και εκτελέσαμε εν ριπή οφθαλμού μια Κυριακή αποκριών. Θείοι μου και θείες μου αδέλφια ξαδέλφια και γονείς, ντυθήκαμε εκ του προχείρου, με ότι ρούχα μπορεί να φανταστεί κανείς, φορέσαμε μάσκες και περούκες και πήγαμε με δύο αυτοκίνητα στον πολύ αγαπημένο μου θείο Τάσο, τον πιο γλεντζέ και ανοιχτόκαρδο άνθρωπο που ήξερα στην άλλη άκρη της Αθήνας. Κτυπήσαμε το κουδούνι αλλά ο θείος Τάσος εκτός από γλεντζές και ανοιχτόκαρδος ήταν και απίστευτα φοβητσιάρης και ρώταγε και ξαναρώταγε ποιος είναι; Με τα χίλια ζόρια μπήκαμε μέσα και έπρεπε να ήταν κανείς από μια μεριά να παρακολουθεί τους κατά τα άλλα σοβαρούς ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας να το έχουν στήσει στο χορό και στα έντονα πειράγματα προς τον Θείο Τάσο και την γυναίκα του. Ο άμοιρος στεκόταν στην πόρτα και δεν έμπαινε μέσα από τον φόβο του καλώντας για βοήθεια έναν γείτονα του. Τελικά συνέλαβε την Θεία Ουρανία και έγινε η αποκάλυψη και το γλέντι άναψε μέχρι τις πρωινές ώρες. Εικόνες φωνές μιας γειτονιάς μαγικής ανέμελης μοναδικής. Αναδρομές που γίνονται μαχαίρια πόνου όταν αναπολείς εκτός από την ανεμελιά και την χαρά και την απόλαυση που τότε αγνοούσες, να έχεις κοντά σου τα λατρεμένα πρόσωπα που τόσο λείπουν σήμερα. Πόσα είδη παιγνιδιού δημιουργούσαμε; Πολλά δεν ήταν πραγματικά, τα πλάθαμε με την φαντασία μας και δημιουργούσαμε πάντα με ηγέτη τον Γιώργο τον Αγγελόπουλο, φοβερές παραστατικές εικόνες. Ο μετέπειτα αξιόλογος ανώτατος αξιωματικός του στρατού, ο δημιουργικός και ο πολυτεχνίτης Γιώργος μας μάγευε με τις επινοήσεις του. Όταν κάποια εποχή ήρθαν στην γειτονιά μας δύο παιδιά Ιταλού ακολούθου της πρεσβείας για να μείνουν, έγιναν αχώριστοι φίλοι μας και εμείς τους βοηθήσαμε σιγά σιγά να μάθουν ελληνικά σαν και εμάς. Ο Ρενάτο και ο Πάολο είχαν την τύχη να έχουν εκπληκτικά παιγνίδια και κυρίως επιτραπέζια. Μαγευτήκαμε όλοι με την πρώτη επαφή που είχαμε με την Ιταλική Monopoly, που έγινε και το αγαπημένο μας παιγνίδι. Με τις οδηγίες του Γιώργου κάτσαμε και φτιάξαμε με νερομπογιές χαρτιά και χαρτόνια, την πρώτη Ελληνική μονόπολυ, χρόνια πριν βγει στο εμπόριο. Με ξυλάκια που βάψαμε φτιάξαμε τα ξενοδοχεία και τα σπίτια ενώ επίσης ζωγραφίσαμε δεκάδες χαρτονομίσματα εντολές κλπ. Σε λίγο καιρό ο Πάολο και ο Ρενάτο θαύμασαν το έργο των χεριών μας και έπαιζαν πλέον το παιγνίδι με τους ελληνικούς δρόμους που τιμής ένεκεν, η Φωκίωνος Νέγρη ήταν το πιο ακριβό οικόπεδο. Με τις οδηγίες του Γιώργου φυσικά φτιάξαμε τα πρώτο τροχοφόρα μας οχήματα, τα πατίνια. Πόσο περήφανος έδειξα στην Μητέρα μου το πατίνι που έφτιαξα με την βοήθεια πάντα του Γιώργου αλλά και του Κάρολου που μας εξασφάλισε σε όλους μεγάλα γερά ρουλεμάν για ρόδες. Ένα ακόμα αγαπημένο μας παιγνίδι είναι το ποδοσφαιράκι που φτιάχναμε πάνω σε τάβλες με καρφιά και σαν μπάλα ένα κουμπί. Κάθε παίκτης με τον δείκτη πέταγε την μπάλα μέχρι να μπει στο τέρμα που εγώ είχα φτιάξει και δίχτυα από το τούλι μιας μπομπονιέρας. Θυμάμαι και γυρνάω στις επικίνδυνες αποστολές της εποχής. Μια επικίνδυνη αποστολή ήταν να κόψουμε καλάμια από το λοφάκι της πλατείας Κυψέλης που ήταν μετά ο Κινηματογράφος ΡΟΞΥ. Εκεί σύμφωνα με τους θρύλους έμεινε ένας πολύ άγριος άνθρωπος με την γυναίκα του που οι ίδιοι θρύλοι αποκαλούσαν μάγισσα. Το θέμα είναι να κόψεις τα καλάμια πριν σε πάρουν μυρωδιά οι αγριάνθρωποι. Να πω την αλήθεια εγώ δεν τους συνάντησα ποτέ και μάλλον θα ήταν κανένα παραμύθι της Μαμάς του Νιόνιου, που ανησυχούσε για το μονάκριβο της και δεν ήθελε να φεύγει μακριά. Μια άλλη επικίνδυνη αποστολή ήταν να περάσεις έξω από την καλυβούλα της 'Κουφής', μιας γριάς γυναικούλας που μας είχε αποπάρει μια φορά και είχαμε τρομάξει και κυρίως ο αδελφός μου που στο κάλεσμα της «Σταυρή» εξαφανιζόταν. Κατά τα άλλα ήταν μια άκακη γλυκιά γυναίκα που την συντηρούσε με πολύ αγάπη όλη η γειτονιά. Όταν λίγο μεγαλώσαμε και μπορούσαμε να πάμε και πιο έξω από τον χώρο μας, η πιο δύσκολη αποστολή ήταν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας στην αλάνα απέναντι από την σχολή Ευελπίδων. Έπρεπε να περάσουμε ανάμεσα στις προσφυγικές καλύβες των Μικρασιατών επί της σημερινής οδού Ευελπίδων. Οι μεν άνθρωποι ήταν εργατικοί και καλοσυνάτοι, αλλά τα συνομήλικα μας της γειτονιάς αυτής είχαν κακό όνομα ότι ήταν πολύ δυνατά και πλάκωναν στο ξύλο τους άλλους, χωρίς ιδιαίτερους λόγους. Μοναδική εμπειρία ήταν ο αετός την Καθαρά Δευτέρα. Μια φορά θυμάμαι με πολύ χαρά ότι ο αδελφός μου με τίμησε και με κάλεσε να πάμε παρέα να πετάξουμε τον τεράστιο αετό του. Εκεί όμως δυσκολεύτηκα μικρούλης όντως να κρατήσω τον τεράστιο αετό και παραλίγο να με σηκώσει και εμένα κάποια στιγμή. Με δεξιοτεχνία ο αδελφός μου απέφευγε τους 'πειρατές', αυτούς που έβαζαν στην ουρά του δικού τους αετού, ξυραφάκια για να κλέβουν σπάγκο και αετούς. Μην νομίζετε ότι πηγαίναμε μακριά για το πέταμα του αετού, αρκούσαν λίγα μέτρα πάνω από την πλατεία και έβρισκες μπόλικο χώρο. Συνέχεια στο επόμενο
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου, μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη Xenios : 21-12-13 στις 00:47 |
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην Xenios για αυτό το μήνυμα: | ||
Nikoscot (10-10-12) |
#2
|
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην Xenios για αυτό το μήνυμα: | ||
Nikoscot (10-10-12) |
#3
|
|
||||
Φωτογραφίες από την Κυψέλη.
Η Κυψέλη μας το 1841. Διακρίνεται το μέγαρο του Ναυάρχου Μαλκολμ. Νυν Άσυλο Ανιάτων). Η 'Επαυλη Μάλκολμ βρίσκεται εκεί που λειτουργεί σήμερα το Άσυλο Ανιάτων στην Οδό Αγίας Ζώνης στην περιοχή της Κυψέλης. Ανήκε στο Βρετανό ναύαρχο Σερ Πάλτνι Μάλκολμ (Sir Pulteney Malcolm). 1833. Είναι η πρώτη σοβαρή κατασκευή, στην μεταεπαναστατική Αθήνα. Η έπαυλις Malkolm κτίστηκε μεταξύ των ετών 1831-1832 στην εξοχική τότε περιοχή της Κυψέλης, κοντά στην Αγία Ζώνη, βάσει σχεδίων των αρχιτεκτόνων Σταμάτιου Κλεάνθη (1802-1862) και Eduard Schaubert. Ο Ναύαρχις Μάλκολμ, που διαδέχτηκε το Gordon στην διοίκηση του Βρετανικού στόλου, ήταν έντονα Αθηνολάτρης και ήθελε να κτίσει ένα σπίτι στην Αθήνα, για να παρακινήσει τους Αθηναίους, να γυρίσουν πίσω. Του κόστισε μία ολόκληρη περιουσία. Ο Κλεάνθης και ο Σόμπερτ, ερχόντουσαν από την τότε Αθήνα, συνοδεία οπλοφόρων προς αποφυγήν των ληστών της περιοχής. Που να ήξεραν οι άνθρωποι, ότι και και 180 χρόνια μετά, θα χρειαζόσουν φρουρά, για να κυκλοφορήσεις την νύχτα. Πρόκειται για μια απλή οικοδομή χωρίς ιδιαίτερο διάκοσμο, με ένα μεγάλο αέτωμα στην πρόσοψη, ένα από τα ελάχιστα διασωζόμενα δείγματα πρώιμης νεοκλασικής αρχιτεκτονικής των πρώτων χρόνων αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας. Στην έπαυλη στεγάστηκε επί ένα διάστημα η Γαλλική Πρεσβεία, ο Ρώσος πρέσβης, που αργότερα έκτισε το πρώτο εκκλησάκι της Αγίας Ζώνης και ο οποίος δίπλα στην εκκλησία, έφτιαξε ένα μνημείο, με τα οστά των Ελλήνων, που έπεσαν στις μάχες με τους Τούρκους, στην θέση μεταξύ της σημερινής Άνω Κυψέλης και του νυν Δήμου Γαλατσίου. Το αρχικό κτίριο έχει περικυκλωθεί από διάφορες διαδοχικές προσθήκες ενσωματωμένες στη δομή του, οι οποίες ουσιαστικά το αποκρύπτουν τελείως. Ενδεικτική Βιβλιογραφία: Ο. Fountoulaki, Stamatios Kleanthes (1802-1862), Καρλσρούη 1979* Μ. Γ. Μπίρης, Αθηναϊκή αρχιτεκτονική Αθήνα 1987, σ. 61, 2 σχέδια. Εδώ μπορείτε να δείτε και άλλες ενδιαφέρουσες φωτογραφίες, από το αρχείο της Ομάδας κατοίκων Κυψέλης «Η Κυψέλη μας». Αυτή ήταν η μόνιμη κατοικία, του ήρωα της εθνικής παλιγγενεσίας, Ναυράρχου και πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Κανάρη. Δυστυχώς οι εθνοσωτήρες της χούντας των Συνταγματαρχών, φρόντισαν να γκρεμίσουν αυτό το σπίτι. Ευτυχώς διασώθηκε, χάριν των κατοίκων της περιοχής, το παρεκκλήσιο των Αγίων Αποστόλων, που έκτισαν ο Κανάρης και η σύζυγος του. Κάποιοι ιερόσυλοι, της έβαλαν φωτιά και αν δεν ήταν οι κάτοικοι της περιοχής, με πραγματική αυτοθυσία, να σώσουν μερικά κειμήλια και αργότερα με δικές τους δαπάνες, να επαναφέρουν το εκκλησάκι, ίσως σήμερα να μην υπήρχε. Το εκκλησάκι και το στασίδι του Ναυάρχου, μαζί με την πολεμική του σημαία. Αυτή η παλαιότερη φωτογραφία της Πλατείας Κυψέλης που έχω βρει. Πρέπει να είναι του μεσοπολέμου, κοντά στο 1925. Περισσότερες φωτογραφίες μπορείτε να δείτε εδώ : www.facebook.com/Kypseli. Η συλλογή, επιμέλεια και ιστορική αναζήτηση, είναι δική μου.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου, μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη Xenios : 21-12-13 στις 00:49 |
Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες) | |
Εργαλεία Θεμάτων | |
Τρόποι εμφάνισης | Αξιολογήστε αυτό το θέμα |
|
|