Acrobase  

Καλώς ήρθατε στην AcroBase.
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase.
H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη.

Επιστροφή   Acrobase > Αρθρα / Bulletins > Άρθρα > Αρθρα Επιστημών Τεχνών και Γραμμάτων
Ομάδες (Groups) Τοίχος Άρθρα acrobase.org Ημερολόγιο Φωτογραφίες Στατιστικά

Notices

Δεν έχετε δημιουργήσει όνομα χρήστη στην Acrobase.
Μπορείτε να το δημιουργήσετε εδώ

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Αξιολογήστε το θέμα Τρόποι εμφάνισης
  #1  
Παλιά 25-07-06, 20:49
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Υμνος εις την Ελευθερίαν

Διονυσίου Σολωμού


Σε γνωρίζω από την κόψι
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βιά μετράει τη γή.

Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κ' ένα στόμα ακαρτερούσες,
έλα πάλι, να σου πη.

Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
και ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τάσκιαζε η φοβέρα,
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Δυστυχής! παρηγοριά
μόνη σου έμενε, να λές
περασμένα μεγαλεία,
και διηγώντας τα να κλαίς.

Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά.

Κ' έλεες, πότε, α! πότε βγάνω
το κεφάλι από τ'ς ερμιές;
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές!

Τότ' εσήκωνες το βλέμμα
μεσ' στα κλάϊματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα;
πλήθος αίμα Ελληνικό.

Με τα ρούχα αιματωμένα,
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά,
να γυρεύης εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.

Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή,
δεν είν' εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλή.

Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ' ανάσασι καμμιά,
άλλος σου έταξε βοήθεια,
και σε γέλασε φρικτά!

Αλλοι, ωιμέ! στην συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
σύρε νά' βρεις τα παιδιά σου,
σύρε, έλεγαν οι σκληροί.

Φεύγει οπίσω το ποδάρι,
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα, ή το χορτάρι,
που την δόξα σου ενθυμεί.

Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν φτωχού που θυροδέρνει,
κ' είναι βάρος του η ζωή.

Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή την νίκη, ή τη θανή.

Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Μόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τ'ς εχθρούς
εις την γη την μητρική σου
έτρεφ' άνθια και καρπούς,

εγαλήνευσε, και εχύθη
καταχθόνια μια βοή,
και του Ρήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή.

Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν,
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν
όσα αισθάνετο η καρδιά.

Εφωνάξανε ως τ' αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά,
και εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά.

Μ' όλον που ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει, Ψεύτρα Ελευθεριά.

Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Βάσιγκτον η γή,
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν και αυτή.

Απ' τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέη σε χαιρετώ,
και την χήτη του τινάζει
το Λεοντάρι το Ισπανό.

Ελαφιάσθει της Αγγλίας
το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της 'Ρουσίας
τα μουγκρίσματα τ'ς οργής.

Εις το κίνημα του δείχνει,
πως τα μέλη είν' δυνατά,
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.

Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Ιταλού.

Και σ' εσέ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί!
έκρωζ', έκρωζε ο σκασμένος,
να σε βλάψει αν ημπορή.

Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ που θα πρωτοπάς,
δεν μιλείς, και δεν κουνιέσαι
στες βρισιές οπού αγροικάς.

Σαν τον βράχον όπου αφίνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνη
ευκολόσβηστον αφρό,

οπού αφίνει ανεμοζάλη,
και χαλάζι, και βροχή,
να του δέρνουν την μεγάλη,
την αιώνια κορυφή.

Δυστυχία του, ω δυστυχία του,
οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι του αποκάτου,
και σ' εκείνο αντισταθή.

Το θηρίο π' ανανογιέται,
πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά.

Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
και όπου φθάσει, όπου περάση,
φρίκη, θάνατος, ερμιά.

Ερμιά, θάνατος, και φρίκη,
όπου επέρασες κ' εσύ,
ξίφος έξω από την θήκη,
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς,
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίξης πιθυμάς.

Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει, πάντα οπώς νικεί,
και ας είν' άρματα γεμάτη,
και πολέμιαν χλαλοή.

Σου προβαίνουνε και τρίζουν,
για να ιδής πως είν' πολλά.
Δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;

Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτα,
για να κλαύσετε τα σώματα,
που θε να 'βρη η συμφορά.

Κατεβαίνουμε, και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή,
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.

Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγη,
και στο κάστρο ν' ανεβή.

Μέτρα... είν' άπειροι οι φευγάτοι,
όπου φεύγουν δειλιούν,
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ' ώστε ν' ανεβούν.

Εκεί μέσ ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά,
να, σας φθάνει, αποκριθήτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά.

Αποκρίνονται, και η μάχη
έτσι αρχίζει, όπου μακρυά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.

Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.

Α! τι νύκτα ήταν εκείνη,
που την τρέμει ο λογισμός;
Αλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί,

και ο βροντές και το σκοτάδι,
όπου αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά.

Τ' ακαρτέρειε. -Εφάινοντ' ήσκιοι
αναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.

Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο όπου σκεπάζει
τα κρεββάτια τα στερνά.

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο από την γή,
όσοι είν' άδικα σφαγμένοι
από τούρκικην οργή.

Τόσα πέφτουνε τα θερι-
σμένα στάχια εις τους αγρούς,
σεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.

Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
αναβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.

Ετσι χάμου εις την πεδιάδα,
μέσ' στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

εάν οι άνεμοι μεσ' στ' άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
όπου οι κλώνοι αντικτυπούν.

Με τα μάτια τους γυρεύουν,
όπου είν' αίματα πηχτά,
και μές' στ' αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά.

Και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Ελληνας κοντά,
και τα σήθια του εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.

Εκείο το έγγισμα πηγαίνει
βαθειά μέσ' στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

Τότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.

Κτυπούν όλοι απάνου κάτου,
κάθε κτύπημα που εβγή
είναι κτύπημα θανάτου,
χωρίς να δευτερωθή.

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει,
λες και εκείθεν η ψυχή,
απ' το μίσος που την καίει,
πολεμάει να πεταχθή!

Της καρδιάς κτυπιές βροντάνε
μέσ' στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια όπου χουμάνε
περισσότερο είν' γοργά.

Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γή,
γι' αυτούς όλους το πάν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.

Τόση η μάνητα και η ζάλη,
που στοχάζεσαι μη πως
από μια μεριά και απ' άλλη
δεν μείνει ένας ζωντανός.

Κοίτα χέρια απελπισμένα
πως θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

Και παλλάσκες, και σπαθιά,
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία
σωθικά λαχταριστά.

Προσοχή καμμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις την σφαγή.
Πάνε πάντα εμπρός! Ω! Φθάνει,
φθάνει, έως πότε οι σκοτωμοί;

Ποιός αφίνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθή;
Δεν αισθάνονται τον κόπο,
και λες κ' είναι εις την αρχή.

Ωλιγόστευαν οι σκλύλοι,
και Αλλά εφωνάζαν, Αλλά,
και των Χριστιανών τα χείλη
φωτιά εφωνάζαν, φωτιά.

Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν φωτιά,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας, Αλλά.

Παντού φόβος και τρομάρα,
και φωνές και στεναγμοί,
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.

Ηταν τόσοι! Πλέον το βόλι
εις τα αυτιά δεν τους λαλεί,
όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη,
και κυλάει στην λαγκαδιά,
και τ' αθώο χόρτο πίνει,
αίμα αντίς για τη δροσιά.

Της αυγής δροσάτο αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιό
στων ψευδόπιστων το αστέρι
φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ.

Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ώ χαίρε, Ελευθεριά!

Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι,
δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.

Εις τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τα βελάσματα το αρνί.

Τρέχουν άρματα χιλιάδες,
σαν το κύμα εις το γιαλό,
αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.

Ω τριακόσιοι! σηκωθείτε
και ξανάλθετε σ' εμάς,
τα παιδιά σας θέλ' ιδήτε
πόσο μοιάζουνε με σας.

Ολοι εκείνοι τα φοβούνται,
και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται,
κι όλοι χάνονται απ' εδώ.

Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυό.

Και πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνατε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.

Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
όπου ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
ματωμένη περπατείς!

Στη σκιά χεροπιασμένες
στη σκιά βλέπω κ' εγώ
κρινοδάχτυλες παρθένες,
όπου κάνουνε χορό.

Στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει,
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας, και ελευθεριάς.

Μεσ' στα χόρτα στα λουλούδια
το ποτήρι δεν βαστώ,
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ώ χαίρε, Ελευθεριά!

Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι,
και το τέκνο του Θεού.

Σου ήλθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
όπου ανεί τον ουρανό,

σ' αυτό, εφώναξε, το χώμα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά,
και φιλώντας σου το στόμα
μπάινει μεσ' στην εκκλησιά.

Εις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.

Αγροικάει την ψαλμωδία,
όπου εδίδαξεν αυτή,
βλέπει την φωταγωγία
στους Αγίους εμπρός χυτή.

Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ' άρματα ταράζουν;
Επετάχτηκες Εσύ.

Α! το φώς που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γή.

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη,
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός,
φώς το χέρι, φώς το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φώς.

Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
και εις το τέταρτο κτυπας.

Με φωνή που καταπείθει,
προχωρώντας ομιλείς,
<<Σήμερ' άπιστοι, εγεννήθη,
ναι του κόσμου ο Λυτρωτής.

>>Αυτός λέγει... Αφοκρασθήτε,
εγώ είμ' Αλφα, Ωμέγα εγώ.
Πέστε που θ' αποκρυφθήτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;

>>Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που μ' αυτήν αν συγκριθή
κείνη η κάτω όπου σας έχω
σαν δροσιά θέλει βρεθεί.

>>Κατατρώγει, ώσαν την Σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη, από τη ρίζα,
ζώα, και δένδρα, και θνητούς.

>>Και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεμου που πνέει
μές' στη στάχτη τη λεπτή>>.

Κάποιος ήθελε ερωτήση;
Του θυμού του είσαι αδελφή;
Ποιός είν' άξιος να νικήση,
η με σε να μετρηθή;

Η γή αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλη θέλει θανατώση
την μισόχριστη σπορά.

Την αισθάνονται, και αφρίζουν
τα νερά και τ' αγροικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σαν να ρυάζετο θεριό.

Κακορίζικοι, που πάτε
του Αχελώου μεσ' στη ροή,
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή.

Να αποφύγετε! το κύμα
έγινε όλο φουσκωτό,
εκεί ευρήκατε το μνήμα,
πριν να ευρήτε αφανισμό.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγγρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.

Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιντρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.

Ποίος στον σύντροφον απλώνει
χέρι, ώσαν να βοηθηθή,
ποίος την σάρκα του δαγκώνει,
όσο οπού να νεκρωθή.

Κεφαλές απελπισμένες,
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμένες
για την ύστερη φορά.

Σβηέται -αυξαίνοντας η πρώτη
του Αχελώου νεροσυρμή,-
το χλιμίντρισμα, και οι κρότοι,
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

Ετσι ν' άκουα να βουίξη
τον βαθύν Ωκεανό,
και 'ς το κύμα του να πνίξη
κάθε σπέρμα Αγαρηνό.

Και εκεί που ναι η Αγία Σοφία,
μέσ' στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμιά,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,

σωριασμένα να τα σπρώξη
η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξη
ο αδελφός του Φεγγαριού.

Κάθε πέτρα μνήμα ας γένη,
και η Θρησκεία, κ' η Ελευθεριά
μ' αργοπάτημα ας πηγαίνει
μεταξύ τους, και ας μετρα.

Ενα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει,
και δεν φαίνεται και πλιό.

Και χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός,
πάντα, πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα και αφρός.

Α! γιατί δεν έχω τώρα
την φωνή του Μωϋσή;
Μεγαλόφωνα, την ώρα
όπου εσβηούντο οι μισητοί,

τον Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός.

Ακολουυθάει την αρμονία
η αδελφή του Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία,
μ' ένα τύμπανο τερπνόν,

και πηδούν όλες οι κόρες
με τ'ς αγγάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κ' εκειές.

Σε γνωρίζω από την κόψι
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψι
που με βιά μετράει τη γή.

Εις αυτην είν' ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ,
όμως, όχι δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σέ.

Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ' άπειρα εις τη γή,
με τα οποία την περιζώνει,
κ' είναι εικόνα σου λαμπρή.

Με βρυχίσματα σαλεύει
που τρομάζει η ακοή,
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμιώνα αναζητεί.

Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίδει
του γλαυκότατου ουρανού.

Δεν νικιέσαι, ειν' ξακουσμένο,
στην θηράν εσύ ποτέ,
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σέ.

Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.

Σε τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν' πολλές,
πολεμώντας, άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καις.

Με επιθυμία να τηράζης
δύο μεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.

Πιάνει, αυξάνει, κοκκινίζει,
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.

Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι,
και δεν μνέσκει ένα κορμί.
Χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σε πέταξαν εκεί.

Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τ'ς εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη,
δίνοντα τα είς το φιλί.

Κειές τες δάφνες, που εσκορπήστε,
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι, όπου φιλήστε,
πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.

Ολοι κλαύστε, αποθαμένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς,
κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
ωσάν να τανε φονιάς.

Εχει ολάνοικτο το στόμα
π' ώρες πρώτα είχε γευθή
τ' Αγιον Αίμα, τ' Αγιον Σώμα,
λες πως θε να ξαναβγή

η κατάρα που είχε αφήσει
λίγο πρίν να αδικηθή,
εις οποίον δεν πολεμήση,
και ημπορεί να πολεμή.

Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γή,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.

Η καρδιά συχνοσπαράζει...
πλήν τί βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάχτυλο η θεά.

Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
τρείς φορές μ' ανησυχιά,
προσηλώνεται κατόπι
στην Ελλάδα, και αρχινά.

<<Παλληκάρια μου! οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.

>>Απ' εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμι εχθρική,
αλλ' ανίκητη μιά μένει
που τες δάψνες σας μαδεί,

>>μια, που όταν ωσάν οι λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη
αχ! τον νούν σας τυραννεί.

>>Η Διχόνοια που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή,
καθενός χαμογελάει,
παρ' το, λέγοντας, και συ.

>>Κειό το σκήπτρο, που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά.
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.

>>Από στόμα όπου φθονάει,
παλληκάρια, ας μην 'πωθή,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.

>>Μην ειπούν στον στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά,
εάν μισούνται ανάμεσά τους
δεν τους πρέπει Ελευθεριά.

>>Τέτοια αφήστενε φροντίδα,
όλο το αίμα οπού χυθή
για θρησκεία, και για πατρίδα,
όμοιαν έχει την τιμή.

>>Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
για πατρίδα, για θρησκεία,
σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε,
σαν αδέλφια γκαρδιακά.

>>Πόσον λείπει, στοχασθήτε,
πόσον ακόμη να παρθή.
Πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθή.

>>Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!
καταστήστε ένα σταυρό,
και φωνάξετε μέ μία:
Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ.

>>Το σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα τον σκληρό.

>>Ακατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά, και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν,
και την πίστι αναγελούν.

>>Εξ αιτία του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: Να κδικηθώ.

>>Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες,
και δεν έπαυσε στιγμή.

>>Δεν ακούτε; Εις καθε μέρος
σαν του Αβέλ καταβοά,
δεν ειν' φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε
να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν, ή θα την λύστε
εξ αιτίας πολιτικής;

Τούτο αν ίσως μελετάτε,
ιδού, εμπρός σας, τον Σταυρό,
Βασιλείς! ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κ' εδώ>>.




\ /
- * -
/ \
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
Απάντηση στο θέμα


Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
 
Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης Αξιολογήστε αυτό το θέμα
Αξιολογήστε αυτό το θέμα:

Δικαιώματα - Επιλογές
You may not post new threads
You may not post replies
You may not post attachments
You may not edit your posts

BB code is σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι εκτός λειτουργίας

Που θέλετε να σας πάμε;


Όλες οι ώρες είναι GMT +3. Η ώρα τώρα είναι 18:37.



Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.2
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.