Acrobase  

Καλώς ήρθατε στην AcroBase.
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase.
H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη.

Επιστροφή   Acrobase > Πολιτιστικά > Λογοτεχνία
Ομάδες (Groups) Τοίχος Άρθρα acrobase.org Ημερολόγιο Φωτογραφίες Στατιστικά

Notices

Δεν έχετε δημιουργήσει όνομα χρήστη στην Acrobase.
Μπορείτε να το δημιουργήσετε εδώ

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #1  
Παλιά 14-12-12, 12:32
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Διηγήματα...

Διηγήματα…

Φανταστικές μα και πραγματικές ιστορίες, κουτσομπολιά στις βεγγέρες του χρόνου, συντροφιά στις παραξενιές του κι’ ας μας πικραίνει που φεύγει καλπάζοντας.
«Καλή καρδιά»
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #2  
Παλιά 14-12-12, 12:35
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Την εσπέραν τρίπους…

Οι λευκές «πεταλούδες» του χιονιού, φάνηκαν να αφήνουν πίσω τους το μαύρο του νυχτερινού ουρανού, για ν’ αγκαλιάσουν το γιορτινό φως.
Ας αναβάλω είπα την έξοδο, μα πάλι, λίγες νιφάδες είναι, ίσα ίσα θα βρω αιτία να περάσω για λίγο, στα παιχνίδια του χθες.

Αυτό το κατάστημα με τα παιχνίδια και όχι μόνο, το βρήκα με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας, τα εγγόνια μου θα με περιμένουν πως και πως, πρέπει να βρω αυτά που περίπου γνωρίζω πως θα ήθελαν.
Εξυπηρετική λοιπόν αυτή τη φορά η τεχνολογία, θα είναι όμως και «αύριο»;
Θα συνεχίσει άραγε η Γη τις «τσάρκες» της, κανονικά γύρω από τον ήλιο; Ή θα την «εξαϋλώσουν τα πρωτοπαλίκαρα» της;

-Να σας βοηθήσω; Με ρώτησε η μελαχρινή υπάλληλος του καταστήματος.
-Αυτό το μπαστούνι φαίνεται χειροποίητο, να είναι άραγε από ξύλο; δηλαδή κλωνάρι κάποιου δέντρου;
-Δεν γνωρίζω. Όμως γιατί θα πρέπει να είναι από ξύλο, υπάρχει κάποιος λόγος, αν επιτρέπεται;
-Αυτό θα μπορεί σίγουρα, ν’ ακούσει τα μουρμουρίσματα της καρδιάς μου, κάποτε το έδερναν κι’ αυτό οι καταιγίδες του χρόνου, καταλάβατε;
-Όχι. Συγνώμη.
-Δεν πειράζει, ίσως και να είναι καλύτερα…

Καλώς σε βρήκα του είπα, χαϊδεύοντας το, για να δούμε τώρα, μπορείς να βοηθήσεις; Δεν σου λέω βέβαια να πάμε πίσω στο «εμπρός βήμα ταχύ» εκείνης της πρωτομαγιάς, μα να ημερέψουμε λίγο το καλησπέρα ζωή.

Πλησιάζουν Χριστούγεννα, οι δρόμοι της πόλης έχουν την τιμητική τους. Πολύχρωμα λαμπιόνια, αντικατέστησαν τα φύλλα των δέντρων και οι ριπές των λέιζερ, φτάνουν τα σύννεφα, βάλθηκαν θαρρείς να καλύψουν τις αστραπές, της χειμωνιάτικης νύχτας.
Παιχνίδια, χιλιάδες, έτσι που τα σημερινά παιδιά να ξεχνούν το γράμμα στον Άγιο Βασίλη, έχουν τόσα πολλά, που ακόμα ένα, δεν θα άλλαζε το χρώμα στα παιδικά τους όνειρα.

Πριν από πολλά χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν φωτισμένοι δρόμοι, που δεν υπήρχαν χριστουγεννιάτικα παιχνίδια, ήρθε κάποια μέρα, δώρο μιας θείας μου ένα κόκκινο μπαλόνι, από αυτά που σήμερα αγοράζονται με το κιλό.
Όταν τελικά κατάφερα να το φουσκώσω, έγινε στο σχολείο «χαλασμός». θυμάμαι, έτρεχα στην αυλή κρατώντας το ψηλά με το χέρι και πίσω μου όλα τα παιδιά, προσπαθούσαν να ακουμπήσουν αυτό το «εξωγήινο» κατασκεύασμα.
Δε θα ξεχάσω τη Γιαγιά μου, όταν είδε το μπαλόνι να μεγαλώνει, έκανε το σταυρό της. Αυτή η αγαπημένη μορφή, πολλές φορές έρχεται στα όνειρα μου, λίγο ακόμα και σ’ έφτασα της λέω - στην ηλικία - σύντομα θα τα πούμε κι’ από κοντά.

Λέω να γυρίσω πίσω, μα η περίεργη ματιά μου, σταμάτησε στη βιτρίνα ενός καταστήματος με δώρα. Τους βόλους πρόσεξα, τους γυάλινους βόλους, με τις όμορφες αποχρώσεις.
Μπα, εδώ δεν θα τα καταφέρω να τα συγκρατήσω, τα δάκρυα θέλω να πω. Αυτά λοιπόν τελευταία όλο και βρίσκουν χαραμάδες για να δραπετεύει κι’ από κανένα.
Γυάλινες «μπίλιες» τότε φυσικά ήταν σπάνιες, με πυλό τις φτιάχναμε, τις ψήναμε στη φωτιά και τις βάφαμε με κόκκινο και μπλε μολύβι, τα μοναδικά χρώματα που είχαμε δηλαδή.

Το ζαχαροπλαστείο δίπλα με τις πολύχρωμες βιτρίνες γεμάτες με όλων των ειδών τα γλυκά, σωστός πειρασμός δηλαδή.
Το παντοπωλείο το μικρό, του χωριού μου θυμήθηκα. Θα πρέπει να ήμουνα κάπου δώδεκα χρόνων περίπου… Ήταν Σάββατο μεσημέρι, με τον Γιάννη τον φίλο μου, περνάγαμε έξω από το μικρό «μαγαζάκι» του Νικόλα. Εκείνη την ώρα, φάνηκε στο κατώφλι του ο Μανώλης, ο (μάστορας) μου.
-Καλό μεσημέρι Μανώλη, του είπαμε με μια φωνή.
-Που πάτε τέτοια ώρα μας ρώτησε, αλλά τι σας ρωτάω, πουλιά σίγουρα πάτε να κυνηγήσετε.
Πιάσαμε την κουβέντα, μέχρι που εκείνος έφτασε στο σπίτι του.
Σε όλη, την πεντάλεπτη περίπου διαδρομή, όλο και «τσιμπολογούσε» μέσα από ένα χαρτί, που κρατούσε ανοιχτό, στο χέρι του.
Θα είχαμε κάνει λίγα βήματα από το σπίτι του όταν με φώναξε.
-Γιαννιό για έλα λίγο που σε θέλω.
Περίμενε, είπα στο φίλο μου, να δω τι με θέλει, μα σίγουρα καμιά αγγαρεία θα με βάλει να κάνω.
-Έχεις δοκιμάσει ποτέ σου χαλβά; Με ρώτησε, δείχνοντας μου το περιεχόμενο μιας λαδόκολλας, αυτό δηλαδή που «τσιμπολογούσε», στη διαδρομή για το σπίτι του.
-Όχι του είπα, δεν έχω φάει ποτέ μου. Χωρίς να μου πει δεύτερη λέξη, έκοψε ένα κομμάτι, στο μέγεθος ενός κουτιού από σπίρτα, το τύλιξε με ένα κομμάτι χαρτί και μου το έδωσε.
-Να το φας μου είπε, μόλις θα πας στο σπίτι, κατάλαβες;
-Κατάλαβα Μανώλη, σ’ ευχαριστώ.
Το έβαλα λοιπόν στην τσέπη μου και συνέχισα μαζί με το Γιάννη για τα μεγάλα δέντρα.

-Δεν θα μου πεις, τι σε ήθελε ο Μανώλης; με ρώτησε ο Γιάννης.
-Μου έδωσε χαλβά του είπα.
-Χαλβά; Τι είναι αυτό;
Άνοιξα το χαρτί και του έδωσα λίγο να δοκιμάσει, το ίδιο έκανα κι’ εγώ. Κοιταχτήκαμε στα μάτια, αυτό το υπέροχο γλύκισμα έμενε στη γλώσσα μας, δεν το αφήναμε να φύγει…

Σταγόνες βροχής, διαδέχτηκαν τις λευκές «πεταλούδες» πλησιάζει καταιγίδα, καιρός να γυρίσω στο σπίτι. Τα αποψινά μου όνειρα έχουν «θέμα» δε θα δυσκολευτούν να διαλέξουν. Για το αύριο όμως;…

Yiannis H.
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
The Following 3 Users Say Thank You to justin For This Useful Post:
maralin (01-01-13), vgiagias (14-12-12), Xenios (14-12-12)
  #3  
Παλιά 14-12-12, 13:01
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Γιάννη σε πρωτογνωρίσαμε στον ποιητικό λόγο αλλά και στο πεζό, είσαι εξαιρετικός.

Μου άρεσε πάρα πολύ.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην Xenios για αυτό το μήνυμα:
justin (30-12-12)
  #4  
Παλιά 14-12-12, 13:59
Το avatar του χρήστη pazo
pazo Ο χρήστης pazo δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: Σήμερα 15:05
Φύλο: Άντρας
Γιάννη, εκεί που ο λόγος σου είναι απλός, η διήγησή σου έχει ρυθμό και ξεχειλίζει συναισθήματα. Είσαι ε ξ α ι ρ ε τ ι κ ό ς!

Εκεί όμως που τον χρωματίζεις, γίνεται «βαρύς» και σε διαβάζω βιαστικά για να πάω παρακάτω...

Αν και το κείμενο είναι πολύ μικρό για να κρίνει κανείς, μου επιτρέπεις αυτή τη παρατηρησούλα;
__________________
VmF Skisters of Mercy ©
An eye for an eye, will make us all blind... Mahatma Ghandi
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην pazo για αυτό το μήνυμα:
justin (30-12-12)
  #5  
Παλιά 14-12-12, 16:50
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Αρχική Δημοσίευση από Xenios Εμφάνιση μηνυμάτων
Γιάννη σε πρωτογνωρίσαμε στον ποιητικό λόγο αλλά και στο πεζό, είσαι εξαιρετικός.
Μου άρεσε πάρα πολύ.
Σ' ευχαριστώ Στέλιο για τα πάντα καλά σου λόγια.

Αρχική Δημοσίευση από pazo Εμφάνιση μηνυμάτων
Γιάννη, εκεί που ο λόγος σου είναι απλός, η διήγησή σου έχει ρυθμό και ξεχειλίζει συναισθήματα. Είσαι ε ξ α ι ρ ε τ ι κ ό ς!

Εκεί όμως που τον χρωματίζεις, γίνεται «βαρύς» και σε διαβάζω βιαστικά για να πάω παρακάτω...

Αν και το κείμενο είναι πολύ μικρό για να κρίνει κανείς, μου επιτρέπεις αυτή τη παρατηρησούλα;
Λοιπόν στρατηγέ, χαίρομαι που ύστερα από καιρό τα ξαναλέμε πάλι.
Όταν κάποιος αποφασίσει να δημοσιεύσει αυτά που γράφει, σ’ έναν χώρο που τον επισκέπτονται γνωστοί – άγνωστοι, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος πως οι αναρτήσεις του ίσως σχολιαστούν θετικά ή αρνητικά, σημασία έχει να είναι καλοπροαίρετες, να συμβάλουν δηλαδή στη βελτίωση του, στη μίξει των χρωμάτων του λόγου του κι’ αυτό θα έπρεπε να επιζητά ο καθ’ ένας μας.
Εσύ το κάνεις σωστά και ευγενικά γι’ αυτό και σε ευχαριστώ.

Αγαπητέ Βασίλη έχω γράψει και συνεχίζω να γράφω από χόμπι που τις περισσότερες φορές πετάω αυτά που γράφω, έχουν περάσει και τα χρόνια δεν είναι εύκολο να αλλάξω τώρα τον τρόπο γραφείς μου, εγώ σε παρακαλώ να συνεχίσεις να με διαβάζεις , κι’ αν σε πέτρα σκοντάψεις, προσπέρασε την...
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη justin : 01-01-13 στις 14:01
Απάντηση με παράθεση
  #6  
Παλιά 31-12-12, 20:25
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Άννα…

Αυτόν τον άνθρωπο θα παντρευτείς, πάει και τέλειωσε, εξ’ άλλου ότι λέω εγώ γίνεται και βέβαια είναι για το καλό σου.
Η διευθύντρια του ορφανοτροφείου, η κυρία Έλλη, ήταν πάρα πολύ αυστηρή, δεν σήκωνε «μύγα στο σπαθί της» που λένε, αυτή επέλεγε τους γαμπρούς, όταν τα κορίτσια της, έφταναν σε ηλικία γάμου, 18 χρόνων έλεγε ο κανονισμός του ιδρύματος.
Βέβαια εδώ που τα λέμε, ήταν και ο ποιο σίγουρος τρόπος, ένα ορφανό κορίτσι, που δεν γνώριζε τις τρικυμίες της ζωής, πως θα μπορούσε να παλέψει με τα πελώρια κύματα.

Η Αννούλα, είχε δει μια μόνο φορά τον υποψήφιο άντρα της, είχαν μιλήσει μόνο πέντε λεπτά και φυσικά παρουσία της κυρίας Έλλης. Της είπε πως ήθελε μια γυναίκα τίμια, γυναίκα για το σπίτι, να συνεχίσει την παράδοση της οικογένειας του, «να του κάνει δηλαδή πολλά παιδιά».
Αυτός ο άνθρωπος, δεν ήταν το βασιλόπουλο των ονείρων της, ένας υπέρβαρος, σαράντα χρόνων περίπου, αγράμματος, όπως τουλάχιστον φάνηκε από την ολιγόλεπτη συνομιλία τους.

Εκείνο το πρωινό, η Αννούλα, είπε στην κυρία Έλλη.
- Κυρία, κάποιο κακό προαίσθημα έχω, δεν θέλω να τον παντρευτώ, είναι πολύ μεγάλος, θα μπορούσε κι’ ο πατέρας μου να ήταν.
-Το θέμα έκλεισε, της είπε, δεν θα το ξανασυζητήσουμε, ο άνθρωπος είναι πολύ καλός, θα το διαπιστώσεις με τον καιρό, η ηλικία δεν παίζει και μεγάλο ρόλο.

Η κυρία Έλλη είχε πάρει την απόφαση της, είχαν δώσει τα χέρια με τον υποψήφιο γαμπρό, εξ’ άλλου πολλά θα είχε να κερδίσει το ίδρυμα, από αυτόν τον «πλούσιο γάμο».

Πέρασαν δέκα επτά χρόνια, από τότε που μωράκι ενός χρόνου, στερήθηκε την αγκαλιά και το φιλί της μητέρας. Ποτέ δεν έμαθε για την μητέρα της, για τον πατέρα της, μα ούτε και στα βιβλία του ορφανοτροφείου υπήρχε κάτι σχετικό, το μόνο στοιχείο που φαινόταν, ήταν πως κάποιος άγνωστος ή άγνωστη, την άφησαν στα σκαλιά του ιδρύματος, μέσα στον πανικό ενός μεγάλου σεισμού. Μια χρυσή ταυτότητα με το όνομα Άννα, μα και το «μενταγιόν» που ήταν καρφιτσωμένο στο φανελάκι της και που ήταν μέσα μια φωτογραφία, μάλλον της μητέρας της. Αυτή ήταν όλη η περιουσία της.

Βράδιασε, μόνη στο μικρό της δωματιάκι, παρέα με τη μοναδική, (μικρούλα) ασπρόμαυρη φωτογραφία, της μητέρας της, να της μιλάει όπως έκανε πάντα, λίγο πριν κοιμηθεί.
Και τώρα μανούλα τι να κάνω, αύριο πρέπει να πάρω μια πολύ μεγάλη απόφαση, να πω στην κυρία Έλη, πως δέχομαι να παντρευτώ εκείνον τον άνθρωπο, ή να φύγω, να πάω όμως που μανούλα μου, μ’ ακούς; Που είσαι; Πες μου τι πρέπει να κάνω. Κι’ ο πατέρας μου, ποιος είναι, που είναι;

Περασμένα μεσάνυχτα, η Αννούλα είχε πάρει την απόφασή της. Με τα λιγοστά ρουχαλάκια της στα χέρια και χωρίς χρήματα, άνοιξε την πόρτα του δωματίου της, «απόλυτη ησυχία» πέρασε τον διάδρομο, ξεκλείδωσε την (μεγάλη) πόρτα και σιγά, σιγά, περπατώντας στις μύτες των ποδιών της, βρέθηκε στην αυλή. «Σκαρφάλωσε» τη μάντρα του ιδρύματος και πήδησε στον ελεύθερο, μα άγνωστο για εκείνη κόσμο.

-Γεια σου κοπελιά, φαίνεσαι ξένη, μπορούμε να σε βοηθήσουμε, έλα μη φοβάσαι, τις είπαν δυο άντρες με παράξενη γι’ αυτήν προφορά.
Η Αννούλα όμως είχε ακούσει πολλές φορές την κυρία Έλη να της λέει για τους ανθρώπους της νύχτας, για τη ζωή στον έξω κόσμο, για τις παγίδες της.
Φοβήθηκε πολύ, από την παρουσία αυτών των περίεργων ανθρώπων που την ακολουθούσαν, ένοιωθε την ανάσα τους πίσω της, για μια στιγμή αποφάσισε να γυρίσει στο ίδρυμα, μα ήταν αργά, ο ένας είδη της έφραζε το δρόμο, δεν υπήρχε λοιπόν άλλοι λύση, παρά να περάσει απέναντι.
Μπήκε στη μεγάλη λεωφόρο και άρχισε να τρέχει με όλη της, τη δύναμη…

Ένα κενό, (αγεφύρωτο) υπάρχει ακόμα στη μνήμη της, αν κι’ έχουν περάσει πολλά χρόνια, δεν κατάφερε ποτέ να το ενώσει. Έχει μείνει στο ανατριχιαστικό «στρίγκλισμα» των φρένων, ενός αυτοκινήτου και το άνοιγμα των ματιών της, στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου, μετά από μια εβδομάδα.

Η κυρία Έλλη δεν έφυγε ποτέ από κοντά της, στις είκοσι μέρες που έμεινε στην εντατική, μα και οι δυο μήνες που ακολούθησαν, στο νοσοκομείο μέχρι που η Αννούλα έγινε τελείως καλά. Όλες αυτές τις μέρες, τα δάκρυα της κυρίας Έλλης δεν σταμάτησαν να αλμυρίζουν τα μάγουλα της, θεωρούσε τον εαυτό της υπεύθυνο, για το φοβερό εκείνο ατύχημα.

Ένα όμορφο, (ταιριαστό ζευγάρι) ήταν η Κατερίνα με τον Σπύρο. Γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο, εκείνος στο τελευταίο έτος της ιατρικής και εκείνη μόλις στο πρώτο, εκείνος είκοσι πέντε χρόνων κι’ εκείνη είκοσι δύο.
Τα σκαλιά της εκκλησίας με τα λευκά τριαντάφυλλα, τα πέρασαν πολύ νωρίς παρά την αντίθετη γνώμη των οικογενειών τους.
Ο έρωτας όμως από μόνος του, δεν αρκεί, χρειάζονται και τα απαραίτητα για την ζωή, σπίτι, δουλειά, χρήματα κ.λ.π. Κι’ αυτοί ήταν ακόμα χωρίς εργασία. Αναγκάστηκαν λοιπόν να μείνουν προσωρινά, στο «πατρικό» της.

Πέρασε ένας χρόνος και το σπίτι της Κατερίνας, φιλοξενεί ακόμα ένα μέλος, την Αννούλα. Ο παππούς και η γιαγιά της, δεν χόρταιναν να καμαρώνουν την εγγονούλα τους, με το κληρονομικό, από τον πατέρα της τον Σπύρο σημάδι, το (έκτο δάχτυλο) στο αριστερό της πόδι.

Πέρασε λοιπόν ένας χρόνος κι’ ο Σπύρος βρίσκετε στο αγροτικό ιατρείο της Χώρας, της πρωτεύουσας του μικρού νησιού, εκεί διορίστηκε. Δυο χρόνια θα έπρεπε να μείνει μακριά από την Κατερίνα και την Αννούλα του.
Όμως με τα χρήματα, τα δικά του πλέον, είχε την άνεση να βρίσκεται κοντά τους, δυο φορές τον μήνα.

Ήταν έντεκα το πρωί, η Κατερίνα πήρε τα φρεσκοπλυμένα ρουχαλάκια της κόρης της και ανέβηκε στο δώμα της πολυκατοικίας να τα απλώσει, δεν χρειαζόταν και πολύ, το ελαφρό αεράκι, θα τα στέγνωνε γρήγορα. Ετοιμάστηκε να φύγει, η μικρή της Αννούλα θα ξυπνούσε από ώρα σε ώρα, μα δεν πρόλαβε, ο τρομερός σεισμός την βρήκε πριν αρχίσει να κατεβαίνει τα σκαλιά, για τον τέταρτο όροφο, κρατήθηκε από τα σιδερένια κάγκελα που άρχισαν να λυγίζουν επικίνδυνα. Η Κατερίνα κατρακυλώντας πάνω στο δώμα βρέθηκε στο έδαφος, η εξαώροφη πολυκατοικία, είχε εξαφανιστεί.
Πυκνοί καπνοί και τεράστιες φλόγες ξεπηδούσαν από παντού, ότι απέμεινε καιγόταν. Μέσα σ’ αυτόν το «χαλασμό» η Κατερίνα απομακρύνθηκε τρέχοντας. Που να πήγαινε άραγε; Δεν γνώριζε, δεν θυμόταν ποια είναι, πως βρέθηκε εκεί. Το αίμα από τα τραύματα της είχε βάψει τα ρούχα της, μα δεν ένιωθε πόνο, συνέχιζε να τρέχει.
Από το δρόμο τη μάζεψε κάποιο νοσοκομειακό, που μετέφερε τραυματίες στο νοσοκομείο. Μια μεγάλη σκηνή είχε στηθεί στον προαύλιο χώρο, το κτίριο είχε «τα χάλια του». Αφού καθάρισαν τις πληγές της, της έκαναν και μερικά ράμματα που ήταν απαραίτητα στο κεφάλι της, την έστειλαν σε κάποιον άλλο χώρο για να αφήσει τα στοιχεία της.
Εκείνη όμως βρισκόταν σε έναν «άλλο κόσμο» σ’ έναν κόσμο που ποτέ της δεν γνώρισε. Φόρεσε κάποιο φόρεμα που βρήκε στα καλάθια των άπλυτων και βγήκε στο δρόμο. Τα σωστικά συνεργεία παρακολουθούσε που δούλευαν, οι ζημιές ήταν πολλές, δεκάδες πολυώροφα κτίρια είχαν καταρρεύσει.

Έφτασε στο λιμάνι, ανέβηκε τη σκάλα του επιβατικού πλοίου που αναχωρούσε για κάποιο νησί. Οι περισσότεροι πήγαιναν προσωρινά στον τόπο καταγωγής τους, τα σπίτια τους είχαν υποστεί ζημιές, μα και με το φόβο μιας μεγαλύτερης δόνησης.
Είχε νυχτώσει, τα «αφρισμένα κύματα» κοίταζε που τα φώτιζαν οι προβολείς του πλοίου, ζούσε πλέον στον δικό της κόσμο.

Το ραδιόφωνο του Σπύρου έπεσε από τα χέρια του, οι ειδήσεις έρχονται «βροχή» τα πόδια του λύγισαν, ο σεισμός ισοπέδωσε ένα μεγάλο μέρος από την όμορφη παραθαλάσσια πόλη. Και τώρα, είναι καλά όλοι τους, πώς να φύγει από το νησί, το καράβι της γραμμής θα περάσει την επόμενη μέρα, τι να κάνει, να μπορούσε να πετάξει, να τρέξει πάνω στα κύματα. Η καρδιά του πάει να σπάσει, σκέψεις τρέχουν με «ταχύτητα αστραπής» η Κατερίνα του, Η Αννούλα του, είναι καλά, που να βρίσκονται…

Τα χέρια του έχουν ματώσει, ψάχνει κι’ εκείνος μαζί με τους διασώστες μέσα στα χαλάσματα και τα αποκαΐδια να βρει κάποιο ίχνος. Κάθε στιγμή που κάποιο πτώμα ανασύρεται, φεύγει και χρόνος από τη ζωή του, η μητέρα της Κατερίνας απανθρακωμένη ίσα που μπορεί κάποιος να την αναγνωρίσει, Η Κατερίνα όμως και η μικρή του Αννούλα έχουν για πάντα χαθεί, δεν βρέθηκαν κι’ έχουν περάσει μέρες πολλές. Επομένως η ελπίδα είναι ακόμα ζωντανή. Ζωντανή δέκα επτά ολόκληρα χρόνια…

Ο κύριος Νίκος ο πατέρας της Κατερίνας, αν και μεγάλος στην ηλικία δεν το «έβαζε κάτω» που λέμε, είχε κάποιο κτήμα με λίγα ζώα. Ένα πανέμορφο άλογο, ήταν το καμάρι του. Ήθελε να ζήσει λίγα ακόμα χρόνια για να δει την εγγονή του, την Αννούλα του, να τρέχει με τον «αετό» του, το άλογο του δηλαδή, που αν και το είχε κρυφό, για εκείνη το αγόρασε.
Να προσέχεις τον Αετό μου «σαν τα μάτια σου» έλεγε πάντα στον άνθρωπο που είχε για το κτήμα του.

Ο κύριος Νίκος εκείνη τη μέρα κάθονταν δίπλα στην εγγονή του όταν άκουσε τον υπόκωφο θόρυβο από τα βάθη της γης, κατάλαβε, άρπαξε στα χέρια του το μωρό και έτρεξε προς την έξοδο, ούτε κατάλαβε πως βρέθηκε στο δρόμο.

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά φωνές ψυχικού πόνου έβγαιναν από το στόμα του, η Κατερίνα του, μα και η γλυκιά του Πηνελόπη η γυναίκα του είχαν χαθεί…
Τα μάτια του σκοτείνιασαν, κάθισε στο έδαφος, με την Αννούλα στην αγκαλιά του να κλαίει ασταμάτητα, κάθισε μα «για πάντα» η καρδιά του δεν άντεξε τον μεγάλο πόνο…

Πεινούσε πολύ, ένα δοχείο απορριμμάτων κοιτούσε προσπαθώντας να βρει κάτι για φαγητό. Η Κατερίνα βρισκόταν σε κάποιο νησί, μακριά από τον τόπο της, το σπίτι της, άγνωστη μεταξύ αγνώστων.

-Έλα εδώ κοπέλα μου, της είπε μια άγνωστη γυναίκα, που εκείνην τη στιγμή βρισκόταν στον κήπο του σπιτιού της. Μπορείς να με βοηθήσεις; Το αναπηρικό καροτσάκι μου πάλι σαν κάτι να έπαθε, δεν μπορώ να το κινήσω.
- Πολύ ευχαρίστως.
Η Κατερίνα πήγε κοντά της, τη βοήθησε, έσπρωξε το καροτσάκι της για λίγο και ετοιμάστηκε να φύγει.
-Πως σε λένε κοπέλα μου τη ρώτησε. Η Κατερίνα όμως δεν θυμόταν το όνομα της.
- Δεν ξέρω της απάντησε.
- Θέλεις να σε λέω Στέλλα; Ήταν το όνομα της αγαπημένης μου κόρης.
- Δεν με νοιάζει της απάντησε η Κατερίνα.
- Λοιπόν Στέλλα, εμένα με λένε Άννα και όπως βλέπεις είμαι ανάπηρη, είναι ώρα για φαγητό, θέλεις να μου κάνεις παρέα να φάμε μαζί;
- Ναι θέλω, της απάντησε. Άννα, Αννούλα, το όνομα σας θαρρώ πως το γνωρίζω, μα δεν θυμάμαι, προσπαθώ να θυμηθώ, μα δεν μπορώ…
- Είμαι σίγουρη πως κάποια μέρα θα θυμηθείς, της είπε η κυρία Άννα.

Πέρασαν δέκα επτά χρόνια η Κατερίνα (Στέλλα) μένει στο δικό της πλέον σπίτι, όλα αυτά τα χρόνια δεν έφυγε ποτέ από το σπίτι της κυρίας Άννας, τη βοήθησε, την αγάπησε κι’ εκείνη της άφησε το σπίτι της, μα και ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό.

Στο νοσοκομείο η Αννούλα περνάει τις τελευταίες μέρες, πλησιάζει η ώρα να πάρει εξιτήριο, είναι καλά πλέον, μα και χαρούμενη που η κυρία Έλλη της είπε πως δεν υπάρχει πλέον κανένα θέμα σχετικά με τον γάμο της.

- Καλημέρα Αννούλα, καλημέρα κυρία Έλλη, πως είστε σήμερα; Τους είπε ο γιατρός ο οποίος παρακολουθούσε τελευταία την πορεία της υγείας της Αννούλας.
- Καλά είμαστε κύριε Σπύρο, εσείς;
- Καλά κι’ εγώ, θα μου λείψει η παρέα σας, όμως δεν θα χαθούμε, έτσι;
- Μπορείς να σηκωθείς Αννούλα; Θέλω να κάνεις δυο, τρία βήματα, πάμε;

Έμεινε για λίγο ακίνητος κοιτάζοντας την, έβαλε το χέρι του στα μάτια του, σκέψεις πολλές περνούν και φεύγουν…
- Συμβαίνει κάτι γιατρέ;
- Όχι, μα θέλω να σε δω στο γραφείο μου κυρία Έλλη, πρέπει να κανονίσουμε το εξιτήριο της Αννούλας, ελάτε μαζί μου.
- Κυρία Έλλη, θέλω να μου πείτε ποια μέρα έφεραν την Αννούλα στο ορφανοτροφείο και αν είχε κάποια χαρτιά μαζί της, ή τέλος πάντων ότι βρήκατε επάνω της, ακόμα και τα ρούχα της, μπορείτε;
- Και βέβαια μπορώ, μα τι σχέση έχει αυτό με το εξιτήριο;
- Πείτε μου σας παρακαλώ…

Πήρε στα χέρια του αυτό το χρυσό «μενταγιόν» ήταν εκείνο που της χάρισε η μητέρα της, η Κατερίνα του, στα πρώτα της γενέθλια. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, μα ήταν δάκρυα χαράς. Σε βρήκα Αννούλα μου έλεγε μέσα στα αναφιλητά του.
Τώρα η Άννα έπρεπε να μάθει… Με ποιο τρόπο όμως;

-Αννούλα μου, ο γιατρός θέλει να σου αποκαλύψει ένα πολύ μεγάλο μυστικό, είσαι έτοιμη αγάπη μου; Τη ρώτησε η κυρία Έλλη.
Η Άννα δεν απάντησε, όμως κάποιο δάκρυ της φάνηκε να κατηφορίζει, σα να γνώριζε την αλήθεια, κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και περίμενε να μάθει.
- Αννούλα μου, κοίταξε το πόδι μου της είπε ο γιατρός της, έχουμε και οι δυο μας το ίδιο, το έκτο δάχτυλο, βλέπεις καμιά διαφορά;
- Είμαι ο πατέρας σου αγάπη μου…

Η Κατερίνα κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα και άκουγε τις ειδήσεις όπως έκανε κάθε βράδυ. Θα είχε περάσει αρκετή ώρα, φαίνεται πως κοιμήθηκε, το όνομα που συχνά προσπαθεί η μνήμη της να ανασύρει, άκουγε και τώρα, από την τηλεόραση αυτή τη φορά.
Είμαι η Άννα και αναζητώ την μητέρα μου, έλεγε μια γλυκιά φωνή, αυτή είναι η φωτογραφία της, παρακαλώ βοηθήστε να τη βρω.
Τρόμαξε αντικρίζοντας τη δική της φωτογραφία, επιτέλους θα μπορούσε να μάθει ποια ήταν, μα δεν χρειάστηκε, η μνήμη της άνοιξε διάπλατα την πόρτα του κελιού της.

Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και κάλεσε τον αριθμό που έβλεπε στην οθόνη της τηλεόρασης…
-Αννούλα μου, αγάπη μου, εγώ είμαι η μητέρα σου, η Κατερίνα.
Γύρισα γλυκιά μου…

Yiannis H.
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
The Following 2 Users Say Thank You to justin For This Useful Post:
maralin (01-01-13), Xenios (31-12-12)
  #7  
Παλιά 31-12-12, 20:47
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Πανέμορφο!!!

Πολύ όμορφη δομή, με το πέρασμα στον χρόνο, πολύ καλά δεμένο.

Μπράβο Γιάννη, ότι καλύτερο έχω διαβάσει τελευταία.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην Xenios για αυτό το μήνυμα:
justin (31-12-12)
  #8  
Παλιά 07-01-13, 17:39
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Αρχική Δημοσίευση από Xenios Εμφάνιση μηνυμάτων
Πανέμορφο!!!

Πολύ όμορφη δομή, με το πέρασμα στον χρόνο, πολύ καλά δεμένο.

Μπράβο Γιάννη, ότι καλύτερο έχω διαβάσει τελευταία.
Σ' ευχαριστώ Στέλιο, να είσαι καλά
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #9  
Παλιά 07-01-13, 17:41
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Πολύφημος ο άθεος…

- Καλημέρα σας. Από την εκκλησία, για τον έρανο της αγάπης.
- Από τον διάολο περάσατε πρώτα;
- Ο χριστός και η παναγία, τι λέξεις είναι αυτές άνθρωπέ μου;
- Βρε «Ουστ» από δω (γεροντοκόρες) μη σας πετάξω από τις σκάλες.

Πολύφημος, όνομα και πράμα που λένε. «Μονόφθαλμος δηλαδή, μα και άξεστος, αναρχικός».
Τι το θέλανε κι’ αυτές, στον Πολύφημο τον άθεο πήγαν για τον έρανο της αγάπης; Έλεγαν στη γειτονιά.
Δεν ξέραμε πως ήταν άθεος, μα και ανάποδος είπαν εκείνες, τις πόρτες όλων των σπιτιών χτυπήσαμε.

Από μικρός ακόμα είχε «μπαρκάρει». Δώδεκα χρόνων παιδί ήταν και βρέθηκε να παλεύει με τα κύματα των τροπικών. Ναύτης σε καράβια φορτηγά μα και «γκαζάδικα».
Ίσα που πρόλαβε να μάθη λίγα γράμματα, το δημοτικό δεν κατάφερε ποτέ να το τελειώσει.
Παιδί χωρισμένων γονιών, δεν άντεξε τους καθημερινούς ξυλοδαρμούς του πατριού του κι’ έτσι έφυγε μια νύχτα από το σπίτι. Περιπλανήθηκε στα στενοσόκακα του λιμανιού για μέρες, ψάχνοντας στα σκουπίδια ένα κομμάτι ψωμί ή κάποιο κόκαλο, με λίγο κρέας πάνω του.
Τα βράδια, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, κρυβόταν μέσα σε καμιά βάρκα ή σε χαρτόκουτα. Φωτιά του έβαλαν οι αλήτες του λιμανιού μια κρύα νύχτα, με σκοπό να τον κάψουν, έτσι για να κάνουν την πλάκα τους.
Κάποιο άλλο βράδυ, κάποιος ανώμαλος, περιθωριακός, τον έδεσε σε μια κολώνα για να τον βιάσει, την τελευταία στιγμή κατάφερε να ξεφύγει, από τον εφιάλτη που θα τον συντρόφευε σ’ όλη του τη ζωή.

Πέρασαν δυο μήνες παρέα με τα σκυλιά και τα ποντίκια, για δουλειά ούτε λόγος, δε θα μπορούσε να εμπιστευτεί κάποιος ένα παιδί, ένα χαμίνι του λιμανιού, εξ’ άλλου ποια δουλειά θα μπορούσαν να κάνουν τα παιδικά του χέρια; Ο καιρός όμως άλλαζε μέρα με τη μέρα, χειμώνιαζε και η ζωή του κινδύνευε, πόσο ακόμα θα μπορούσε ν’ αντέξει;
Το πήρε λοιπόν απόφαση. Κάποια βροχερή νύχτα, ανέβηκε κρυφά τη σκάλα ενός φορτηγού πλοίου, που ήταν έτοιμο να σαλπάρει, η σειρήνα του (ξεφώνιζε) ήδη, προαναγγέλλοντας την άμεση αναχώρηση του.
Δυο μερόνυχτα έμεινε στ’ αμπάρια του πλοίου, μέχρι που τον ανακάλυψε κάποιος ναύτης, σε κακά χάλια από το κρύο και την πείνα.

Το σκισμένο κοντό παντελονάκι του κι’ ένα μικρό εικόνισμα, με τη μορφή του άη Νικόλα κρεμασμένο με μια κλωστή από το λαιμό του, ήταν όλα κι’ όλα τα πράγματα που είχε μαζί του.
Ο καπετάνιος ο Νικόλας, παλιός ναυτικός, που είχε φάει τη θάλασσα με το κουτάλι που λένε, δεν πίστευε στα μάτια του, κοίταζε μια το παιδί και μια το εικόνισμα του άη Νικόλα.
- Πως βρέθηκες παιδί μου στο αμπάρι του πλοίου; Δεν έχεις σπίτι; Μάνα, Πατέρα; Ίσως σε ψάχνουν τώρα, γιατί έφυγες;
- Σας παρακαλώ κύριε, μη με πετάξετε στη θάλασσα, θα σας πω ότι θέλετε, έλεγε με δάκρυα μα και τρέμοντας από το κρύο ο μικρός Πολύφημος.
Αυτός ο άνθρωπος, ο καπετάνιος δηλαδή, συγκινήθηκε, η πείρα της ζωής το μαρτυρούσε, εκείνο το χαμίνι του λιμανιού του έλεγε την αλήθεια.
Κι’ έτσι ο μικρότερος ναύτης του πλοίου, μα και ο ποιο δραστήριος ήταν ο Πολύφημος, το δεξί χέρι του καπετάν Νικόλα.

Πέρασαν τριάντα χρόνια, η αλμύρα της θάλασσας, είχε ξεπλύνει τα σημάδια της ψυχής του. Ένα καλό (κομπόδεμα) μα και η εικόνα του αη Νικόλα τον συντρόφευε στους στεριανούς πλέον δρόμους.

Εβδομήντα πέντε χρόνων ο Πολύφημος, βρέθηκε να μένει μόνος του στο μικρό διαμέρισμα της πολυκατοικίας. Οξύθυμος ακοινώνητος που δεν έλεγε σε κανέναν μια καλημέρα. Κανένας δεν έμαθε ποτέ που πήγε και τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια που ήταν μακριά από τη θάλασσα. Όσα μέχρι τώρα έχει μάθει η γειτονιά, είναι από τον γέρο περιπτερά, της διασταύρωσης με τη λεωφόρο. Τον καπνό του έφερνε κι’ εκείνος δυο λόγια του ξέφευγαν κάθε φορά, με τις πρώτες ρουφηξιές της πίπας του.
Κάποιο αυτοκίνητο φαίνεται, σκότωσε τη γυναίκα του, την κόρη του και τραυμάτισε τον ίδιο, με αποτέλεσμα να τον αφήσει με ένα μάτι.
Το μυαλό του (σάλεψε) από τον μεγάλο πόνο της ψυχής και τα έβαλε με το θεό που δεν τον προστάτεψε, από εκείνο το τρελό αυτοκίνητο. Μόνος του λοιπόν σκοτεινός, πάντα συννεφιασμένος, περίμενε ίσως το τρένο να σφυρίξει, για να κατέβει στον τελευταίο τον μοιραίο, σταθμό.

Η κακοσμία, έκανε τους ανθρώπους της πολυκατοικίας, να ειδοποιήσουν την αστυνομία. Όταν με τη βοήθεια κάποιου κλειδαρά άνοιξαν την πόρτα, τον βρήκαν νεκρό πάνω στο κρεβάτι του.
Στα χέρια του, σφιχτά κρατούσε μια εικόνα, την εικόνα της παναγίας…

Yiannis H.

(Αληθινή ιστορία)
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην justin για αυτό το μήνυμα:
Xenios (07-01-13)
  #10  
Παλιά 07-01-13, 17:56
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Μια από τις πολλές αληθινές ιστορίες, που στις μέρες μας πληθαίνουν και δεν γίνονται ποτέ γνωστές.

Πολύ καλό Γιάννη το πνευματικό σου «κέρασμα».
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην Xenios για αυτό το μήνυμα:
justin (08-01-13)
  #11  
Παλιά 07-01-13, 18:18
htsopelas Ο χρήστης htsopelas δεν είναι συνδεδεμένος
Μέλος
 

Τελευταία φορά Online: 08-01-13 01:06
Αρχική Δημοσίευση από Xenios Εμφάνιση μηνυμάτων
Πανέμορφο!!!

Πολύ όμορφη δομή, με το πέρασμα στον χρόνο, πολύ καλά δεμένο.

Μπράβο Γιάννη, ότι καλύτερο έχω διαβάσει τελευταία.
ειναι παραπολυ καλο μπραβο
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην htsopelas για αυτό το μήνυμα:
justin (08-01-13)
  #12  
Παλιά 09-01-13, 19:05
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Το σταυροδρόμι μιας αγάπης…

Έσπρωξε λίγο τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου της και πέρασε μέσα, πλησίασε, τα μάτια του προσπαθούν ν' ανιχνεύσουν, την αύρα των δικών της ματιών, να συναντήσουν το χαμόγελο της. Τον πρόλαβε όμως ο μορφέας, φαίνεται πως κοιμόταν, έτσι τουλάχιστον έδειχνε.
Πλησίασε, ήθελε την ανάσα της ν' ακούσει, να μετρήσει τους χτύπους της καρδιάς της. Ανασήκωσε από το μέτωπο της την μικρή μπούκλα, την «αφέλεια» που λέμε, απαλά, έτσι σαν πούπουλο, μην τυχόν και την ξυπνήσει.
Έσκυψε κι' ακούμπησε τα χείλη του, στα δικά της χείλη, φάνηκε να ξυπνάει, μα όχι, μια μικρή κίνηση ήταν.
Αφηρημένα και με αδέξιες κινήσεις, άνοιξε το πακέτο με τα τσιγάρα του, πήρε ένα μα το ξανάβαλε γρήγορα στη θέση του, τσιγάρο στο νοσοκομείο;

Σιγά σιγά, ψιθυριστά, λόγια αγάπης έβγαιναν από το στόμα του.
Σ' αγαπώ καλή μου, πάντα σ' αγαπούσα και στις καλές και στις άσχημες στιγμές μας, στις χαρές, μα και στις λύπες μας.
Και τώρα σ' αγαπώ, σ' αγαπώ ακόμα ποιο πολύ κι' ας μην το πιστεύεις όπως λες, μα αν μπορούσες να διαβάσεις την ψυχή μου, θα έβρισκες παντού τα ίχνη σου, τη δική σου εικόνα θα έβλεπες στης καρδιάς μου το κάδρο.
Η έμπνευση της ζωής μου, η μούσα μου, η συντροφιά μου η παντοτινή είσαι.
Σαν σήμερα γνωριστήκαμε, θυμάσαι;

Σ' εκείνη την ακρογιαλιά, κάποιο ψάρι είχε αφήσει το δηλητήριο του στο πόδι σου που άθελα σου το πάτησες, πονούσες κι' εγώ με το στόμα μου είχα απαλύνει τον πόνο σου. Πονάς και σήμερα χαρά μου, μα είμαι εδώ, μη φοβάσαι, σ' αγαπώ γλυκιά μου...για σένα γράφω, για σένα ζω...
Καληνύχτα ομορφιά μου...

Την κοίταξε για λίγο, ψιθύρισε ακόμα δυο τρία λόγια και άφησε δίπλα στο μαξιλάρι της λίγες γραμμές, λόγια αγάπης στη μοναδική, τη δικιά του Έιμι.
Ύστερα πατώντας στις μύτες των ποδιών του μην τυχόν και την ξυπνήσει, έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Α, την πονηρή, δεν κοιμότανε, κάποια χαραμάδα είχε ως φαίνεται αφήσει στα βλέφαρα της, άκουγε και έβλεπε, τον άφησε να πει αυτό που ήθελε ν' ακούσει.
Να δει ίσως, κάποιο δάκρυ του...
Σιγά σιγά, νωχελικά, χωρίς ν' ανοίξει τα βλέφαρα της, ακούμπησε εκείνη την γκρίζα μπούκλα με το χέρι της, αναγκάζοντας την να κυλήσει πάλι στο μέτωπο της, λες κι' ήθελε να κρύψει τις ρυτίδες που ο χρόνος χάραξε άθελα της.

Απόλυτη ησυχία στο νοσοκομείο, μόνο στο γραφείο της προϊσταμένης, κάποια κίνηση φανέρωνε πως κάποιο περιστατικό βρισκόταν σε εξέλιξη.
Κατέβηκε με τα πόδια τις σκάλες και πήγε κατ' ευθείαν στο γραφείο του γιατρού και φίλου του από τα παιδικά του χρόνια.
- Γεια σου Βασίλη, με ζήτησες, ανησυχώ συμβαίνει κάτι;
- Κάθισε Γιώργο, δυστυχώς οι πρώτες εξετάσεις δεν είναι καλές, όμως άκουσε με, αύριο θα ξέρουμε με σιγουριά, οι εξετάσεις συνεχίζονται.

Έμεινε για λίγο έξω από το γραφείο του γιατρού, προσπαθώντας να σκουπίσει τα δάκρυα του, εικόνες πολλές, με ταχύτητες φοβερές, φτάνουν και φεύγουν, το χθες το σήμερα, όλη η ζωή, πως πέρασαν τα χρόνια, ένοιωθε πως χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του και τώρα;

Άρχισε να ανεβαίνει τα μαρμάρινα σκαλοπάτια, διέσχισε τον διάδρομο και σταμάτησε στο Νο 17, έσπρωξε σιγά, σιγά την πόρτα, την κοίταξε, φαίνεται πως αυτή τη φορά πράγματι κοιμόταν, κάποιο χαρτί κι' ένα στυλό είχαν κυλίσει απ' το χέρι της, λίγες λέξεις είχε κι' εκείνη γράψει.
Το διάβασε και ένα δάκρυ του γλίστρησε για να πέσει στο σεντόνι της.
Κι' εγώ σ' αγαπώ καλέ μου έγραφε, πάντα σ' αγαπούσα...
Το άφησε στο ίδιο σημείο, έσκυψε και φίλησε απαλά το μέτωπο της.
Όνειρα γλυκά χαρά μου ψιθύρισε κι' έφυγε.

Οδηγούσε σιγά και στη δεξιά λωρίδα, άγνωστη γι' αυτόν, συνήθως κινούνταν με ταχύτητα λίγο μεγαλύτερη από αυτή που έγραφαν οι πινακίδες και πάντα αριστερά. Η νύχτα έφευγε και η αυγουστιάτικη μέρα έπαιρνε τη θέση της.

Έχουν περάσει δυο ώρες, έχει αφήσει την εθνική οδό και κατευθύνεται σ' εκείνη την ακρογιαλιά του πρώτου σ' αγαπώ. Περπατούσε αργά στην άμμο, εκεί που το κύμα έσβηνε. Τα παπούτσια του είχαν είδη βραχεί μα συνέχιζε, σταμάτησε μπροστά σ' εκείνον το μεγάλο βράχο, τον γεμάτο από τα λαξεύματα που άφησαν τα χέρια τους, εκείνο το καλοκαίρι...

- Με λένε Γιώργο, θα ήθελες να με βοηθήσεις να ξεμπλέξω τις πετονιές μου;
Τον κοίταξε περίεργα, χαμογέλασε λίγο.
- Με λένε Έιμι, όμως οι πετονιές σου φαίνονται εντάξει, που είναι το μπέρδεμα;
- Συγνώμη, ήθελα να μιλήσω μαζί σου, είσαι πολύ όμορφη, θέλεις να κάνουμε παρέα;
- Θαρρώ πως βιάζεστε, μένω με τους γονείς μου στο λευκό ξενοδοχείο, σας χαιρετώ.
- Μια στιγμή Έιμι το όνομα σου είναι ξένο, δεν είσαι Ελληνίδα;
Εκείνη γύρισε το κεφάλι της τον κοίταξε, χαμογέλασε, μα δεν του έδωσε καμιά απάντηση, συνέχισε να βαδίζει στην αμμουδιά, να παίζει με το κύμα κρατώντας στο χέρι της τα κόκκινα πέδιλα της.

Δεν θα ήταν πάνω από είκοσι χρόνων, έτσι τουλάχιστον φαινόταν, μια φινετσάτη κούκλα που σίγουρα πολλά αντρικά μάτια θα ήθελαν να μπουν στα δικά της, τα μεγάλα καταπράσινα μάτια της.
Κι' εκείνος δεν την έβλεπε πρώτη φορά, την είχε δει και τις προηγούμενες μέρες που κολυμπούσε και φαίνεται πως το καρδιοχτύπι είχε αρχίσει.
Την κοίταζε που έφευγε, η Αφροδίτη των ονείρων του...

Κάποια στιγμή φάνηκε να κρατάει το πόδι της και να κάθεται στην άμμο, οι κινήσεις της έδειχναν πως κάτι είχε συμβεί, εκείνος το πρόσεξε και έτρεξε κοντά της, τα όμορφα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα, πονάω πολύ του είπε.
Ένα κόκκινο σημάδι στο πόδι της, φανέρωνε πως σίγουρα κάποιο ψάρι ίσως «δράκαινα» την είχε τσιμπήσει.
- Κάνε κουράγιο της είπε, σε λίγο δεν θα πονάς.
Έβαλε τα χείλη του πάνω στο πόδι της και άρχισε να ρουφάει, ύστερα έτρεξε και έφερε το σακίδιο με τα ψαρικά του, πήρε το φιαλίδιο με την αμμωνία και ψέκασε το σημείο εκείνο, φαίνεται πως ένοιωθε καλύτερα.
- Σ' ευχαριστώ πολύ Γιώργο του είπε και συνέχισε κουτσαίνοντας για το ξενοδοχείο της. Λίγο πριν περάσει την είσοδο, γύρισε το κεφάλι της, τον κοίταξε κι' ένα φιλί με το χέρι της ήταν αρκετό για να περιμένει πως και πως την επόμενη μέρα, ήταν σίγουρος πως κι' εκείνη θα ήθελε μια ακόμα συνάντηση.

14 Αυγούστου, παραμονή μιας μεγάλης γιορτής. Με το ποτήρι του καφέ στο χέρι και με τα σύνεργα του για το ψάρεμα, έφτασε κάτω από εκείνο τον μεγάλο βράχο. Η θάλασσα ήρεμη, μόνο το γλυκό της μουρμούρισμα άφηνε. Έριξε την πρώτη πετονιά και περίμενε να αισθανθεί, εκείνο το μαγικό, το ελαφρό κούνημα που κάνει το ψάρι, μόλις στο αγκίστρι πιαστεί. Λεπτό δεν περνούσε που να μη κοιτάξει προς τη μεριά του ξενοδοχείου, την περίμενε, οι τσιπούρες είχαν βρει την ησυχία τους, που μυαλό για ψάρεμα.
Εκείνη όμως δεν φαινόταν, ούτε για τις καθημερινές της βουτιές.
Βράδιασε σε λίγο ο καυτός ήλιος, θα έδινε τη θέση του στη δροσιά της νύχτας, έμεινε λοιπόν όλη τη μέρα εκεί ψαρεύοντας, περιμένοντας.

Μάζεψε τις πετονιές του και ετοιμάστηκε να φύγει. Έριξε μια τελευταία ματιά.
Δυο γυναικείες «φιγούρες» φάνηκαν να βαδίζουν προς το μέρος του, έβαλε την παλάμη του πάνω από τα μάτια για να σκιάσει το φως του ήλιου, που σιγά σιγά χανόταν. Δυο κορίτσια ήταν, η μια σίγουρα ήταν η Έιμι η άλλη;
-Καλησπέρα Γιώργο, να σου συστήσω την Έλενα είναι φίλη μου. Ήρθα να σου πω ένα ευχαριστώ για τις πρώτες βοήθειες.
- Μα τι λες της απάντησε εκείνος, οποιοσδήποτε στη θέση μου το ίδιο θα έκανε.
- Όχι Γιώργο δεν θα έκανε το ίδιο, μου έδιωξες τον πόνο με τον τρόπο σου και σ' ευχαριστώ.
- Θα πάω ποιο πέρα, ίσως βρω κάποιο κοχύλι τους είπε η Έλενα.
- Νυχτώνει μην απομακρυνθείς πολύ της απάντηση η Έιμι.

Έμειναν οι δυο τους, μα δεν αποφάσιζαν να μιλήσουν, κάποια στιγμή ο Γιώργος της είπε.
- Έιμι δεν μου αρέσουν τα πολλά λόγια, είναι μέρες τώρα που σε βλέπω και νιώθω παράξενα, φαίνεται πως σ' ερωτεύτηκα, σ' αγαπώ Έιμι.
Εκείνη δεν απάντησε μα το πρόσωπο της φανέρωνε πως και ο Γιώργος είχε περάσει στην καρδιά της, εξ' άλλου δεν υπήρχαν και μεγάλες διαφορές στην ηλικία, εκείνος ήταν 23 χρόνων και εκείνη 18, μα και σε ότι άλλο κάνει ένα ζευγάρι ευτυχισμένο, φαίνεται πως ταίριαζαν.
Έσκυψε σιγά, σιγά, τα χείλη τους ενώθηκαν για πρώτη φορά, για πρώτη φορά μα που έμελε να ενωθούν για χιλιάδες ακόμα, που έμελε να είναι η αρχή μιας μεγάλης αγάπης, μιας μεγάλης μα και μιας τίμιας αγάπης.
Αυτός ο μεγάλος έρωτας, από εκείνη τη στιγμή, είχε χαράξει ρότα που οδηγούσε στα σκαλιά της εκκλησίας.

Πέρασαν επτά ημέρες, έπρεπε να χωρίσουν, μα όχι για πάντα. Η Έιμι θα πήγαινε με τους γονείς της στην Αγγλία να συνεχίσει τις σπουδές της κι' εκείνος στην επιχείρηση του πατέρα του.

Είχαν λοιπόν επτά ημέρες για να σμιλέψει η αγάπη τους εκείνον το βράχο που τον χάιδευαν τα κύματα της θάλασσας. Ιερογλυφικά μιας ανείπωτης ερωτικής θύελλας. Περγαμηνές θεϊκής ποίησης, το ποιο όμορφο όνειρο φυσικής τελείωσης ενός άγνωστου κόσμου. Το ρολόι του χρόνου είχε σταματήσει, εκεί, στο κέντρο της γης...

Και τώρα λες κι' ήταν χθες, μα μόνος μπροστά σ' αυτόν τον βράχο, κοιτάζοντας τα ίχνη που άφησαν τα χάδια τους, τα φιλιά τους.
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, δάκρυα τόσα πολλά που ποτέ θεός δεν θα μπορούσε να ζητήσει.

Τα πόδια του είχαν βυθιστεί στην άμμο, δεν ένοιωθε το κύμα, ήταν αλλού, μιλούσε στη δικιά του αγάπη, την Έιμι του...

Γλυκιά μου Έιμι σ' αγαπώ...στη σκέψη μου σ' αναζητώ.
Σ' αναζητώ στις πηγές του δικού μας ονείρου.
Στις ζωγραφιές τις ανεξίτηλες των χειλιών σου,
στο βυθό εκείνης, της δικής μας θάλασσας.

Αναζητώ κι' απόψε μέσα από τον άχρωμο κόσμο μου,
τις ανεπανάληπτες καταιγίδες μέθης από τις γεύσεις
του κορμιού σου.
Μέσα στους αντικατοπτρισμούς της ερήμου μου,
τη μορφή σου, τη μελωδία της φωνής σου.

Αναζητώ μέσα απ' τα μάτια τ' ουρανού κι' απόψε,
τα χνάρια που ζωγράφισες στο πέρασμά σου,
το χώμα που έσκαψαν τα δάκρυά σου,
τον καταπράσινο γαλήνιο ωκεανό σου.
Αναζητώ μέσα σ' ένα σύμπαν δίχως εικόνες, μια στάλα φως,
το φως απ' το χαμόγελό σου.

Να ξανακούσω θάλασσά μου το τραγούδι της ερήμου,
των φεγγαριών σου τις γλυκόλαλες χαβάγιες.
Να νιώσω, τη μαγεμένη αύρα της σκέψης σου.
Της ανάσας σου το χάδι.

Σ' αναζητώ ομορφιά μου...

Έβγαλε τα παπούτσια του, άδειασε την άμμο και τα φόρεσε πάλι, είχε βραδιάσει, οδηγούσε γρήγορα, ήθελε να πετάξει να φτάσει όσο ποιο γρήγορα μπορούσε κοντά της, σίγουρα κι' εκείνη θα τον περίμενε.
Δεν έπρεπε όμως να τον δει έτσι γι' αυτό πέρασε από το σπίτι τους και άλλαξε, εξ' άλλου δεν ήταν μακριά από το νοσοκομείο, τηλεφώνησε στο ανθοπωλείο για το συνηθισμένο μπουκέτο με τα κόκκινα ρόδα και ξεκίνησε.

Πολύς κόσμος στον όροφο του δωματίου της Έιμι, φοβήθηκε πολύ, τα πόδια του λύγισαν, λίγο ακόμα και θα έχανε την ισορροπία του.
- Για σου Γιώργο, γύρισε απότομα, ήταν ο γιατρός και φίλος του, μια χαρά είναι η Έιμι μόλις την είδα, μα εσύ που χάθηκες; Έχεις τα χάλια σου.
-Θα σου πω του απάντησε εκείνος ενώ συνέχισε, βιαζόταν να δει το χαμόγελο της.
- Γιώργο, περίμενε, τον σταμάτησε ο γιατρός, πριν δεις την Έιμι θέλω να έρθεις πρώτα από το γραφείο μου, έχω κάτι σπουδαίο να σου πω.
Ξαφνιάστηκε, τα λόγια του φίλου του δεν έδειχναν κάποια ανησυχία, περίεργο, τον ακολούθησε όμως χωρίς να πει μια λέξη.
- Βασίλη ανησυχώ του είπε μπαίνοντας στο γραφείο.
- Δεν θα έπρεπε, για κοίταξε με, έχω ευχάριστα νέα να σου πω.
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, μα ήταν δάκρυα χαράς, δεν μπορούσε να κρατηθεί.
- Πες μου Βασίλη μη με κρατάς σε αγωνία, υπάρχει ελπίδα; Τι άλλαξε από χθες;
- Λοιπόν φίλε μου καλέ θαρρώ πως τελικά θα ανάψετε ακόμα πολλά κεράκια γενεθλίων, οι σημερινές εξετάσεις είναι καθαρές και μη με ρωτάς τι μεσολάβησε, ίσως να βιαστήκαμε χθες να βγάλουμε συμπεράσματα.
- Πήγαινε τώρα κοντά της, ξέρεις τι θα της πεις, σε περιμένει.

Άνοιξε την πόρτα και πέρασε μέσα.
- Θα σε μαλώσω του είπε εκείνη, που γύριζες σήμερα όλη μέρα, θα μου πεις;
- Και βέβαια θα σου πω, έψαχνα να βρω, το ποιο όμορφο ρόδο του κόσμου, σαν σήμερα γνωριστήκαμε, θυμάσαι;
- Χρόνια πολλά γλυκιά μου Έιμι. Σ’ αγαπώ…

Yiannis H.
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην justin για αυτό το μήνυμα:
Xenios (09-01-13)
  #13  
Παλιά 09-01-13, 19:22
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Πολύ γλυκό και τρυφερό Γιάννη.
Εύγε !
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην Xenios για αυτό το μήνυμα:
justin (09-01-13)
  #14  
Παλιά 14-01-13, 19:24
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Αρχική Δημοσίευση από Xenios Εμφάνιση μηνυμάτων
Πολύ γλυκό και τρυφερό Γιάννη.
Εύγε !
Ευχαριστώ Στέλιο. Είπαμε, όσο εσείς θα μου κάνετε την τιμή να με διαβάζεται, εγώ θα γράφω. Όπως μπορώ…
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην justin για αυτό το μήνυμα:
Xenios (14-01-13)
  #15  
Παλιά 14-01-13, 19:36
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Ο νοικάρης της Ευτυχίας…

Η κυρία Ευτυχία το αποφάσισε, να νοικιάσει το βορινό δωμάτιο με το μικρό παράθυρο που βλέπει στο δρόμο. Έτσι κι’ αλλιώς η κόρη της παντρεύτηκε και έμενε στην Αυστραλία, γιατί να μένει κλειστό. Η σύνταξη του Περικλή, του άντρα της από το «δημαρχιλίκι» ήταν πολύ μικρή. Μια βοήθεια λοιπόν από το νοίκι, θα έκανε τη ζωή στο χωριό, ποιο άνετη.
Ο Περικλής βέβαια δεν είχε καμιά αντίρρηση, της Ευτυχίας διαταγή «και τα σκυλιά δεμένα» που λένε.
Σαράντα πέντε χρόνων περίπου η Ευτυχία μα έδειχνε πολύ πιο μικρή, της άρεσε το μοντέρνο ντύσιμο και γενικά ήταν πάντα μια «κοκέτα». Παντρεύτηκε στα δέκα επτά της χρόνια και ένα χρόνο αργότερα έφερε στον κόσμο την κόρη της.
Ο Περικλής, «μεγαλούτσικος» ήταν, την περνούσε κοντά δεκαπέντε χρόνια. Άνθρωπος του καφενείου και της εφημερίδας, από τη σύνταξη μόνο για ένα καφέ του επιτρεπόταν την ημέρα να ξοδέψει, μα ήταν ευχαριστημένος, είχε μια όμορφη, νέα γυναίκα κι’ ας κοιμόταν μόνος τώρα και χρόνια στο μικρό δωμάτιο το ανατολικό, το «λιακωτό» που λέμε. Οι αγκαλιές με την όμορφη Ευτυχία, ήταν μια φορά κι’ έναν καιρό. «Περασμένα μεγαλεία»

Οι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο στρατόπεδο της περιοχής συχνά έμεναν σε δωμάτια που νοίκιαζαν σ’ αυτό το χωριό, η κατάσταση τα χρόνια εκείνα δεν ήταν και η καλύτερη. Οι οικογένειες λοιπόν των αξιωματικών έμεναν μακριά από αυτή την περιοχή.
Στον μπακάλη τον Παντελή, πηγαινοερχόταν και η κυρία Ευτυχία για να μάθη μήπως και της βρήκε νοικάρη, αυτόν συνήθως ρώταγαν όσοι ήθελαν να νοικιάσουν κάποιο σπίτι ή δωμάτιο.

Το στρατιωτικό φορτηγό «μούγκριζε» στην ανηφόρα του κακοτράχαλου δασικού δρόμου, γεμάτο με κορμούς δέντρων και πέντε’ έξι φαντάρους το φορτίο του.
Γιατί δεν βάζεις και το μπροστινό διαφορικό, είπε στον στρατιώτη οδηγό ο υπολοχαγός ο επικεφαλείς και συνοδηγός του οχήματος, δεν θα βγάλει την ανηφόρα, δεν το βλέπεις;
Τι το ήθελε, «ατζαμής» ο οδηγός «μουλάρωσε» και το αμάξι, ούτε μπρος μα ούτε και πίσω. Και τώρα;
Κατεβείτε όλοι κάτω, διέταξε τους φαντάρους ο υπολοχαγός, σπρώξτε όλοι προς τα πίσω, πάτα εσύ τον συμπλέκτη φώναξε στον οδηγό.
- Εντάξει κύριε υπολοχαγέ, όλα καλά.
- Δέκα λεπτά διάλειμμα, σβήσε τη μηχανή να κρυώσει λίγο και άλλη φορά να προσέχεις, έπρεπε να βγάλεις πρώτα την ταχύτητα.
- Κύριε υπολοχαγέ, όλη η πλαγιά είναι γεμάτη μανιτάρια, δείτε εδώ. Πράγματι, ο στρατιώτης κρατούσε στα χέρια του λευκά, φρέσκα μικρά μανιτάρια. Κοίταξε και ο ίδιος, έβαλε ένα στο στόμα του, να νιώσει τη γεύση του λευκού μανιταριού, εκείνος τα γνώριζε πολύ καλά.
- Είναι τα ίδια που μάζευα στο χωριό στα παιδικά μου χρόνια, είπε στον στρατιώτη, μάλιστα στην Κρήτη τα λένε κουρούπια επειδή έχουν το σχήμα με το κουρούπι, μικρό πιθάρι δηλαδή.
- Τι λέτε κύριε υπολοχαγέ, να μαζέψουμε λίγα;
- Δεν είναι άσχημη ιδέα, θα μπορούσε αύριο ο μάγειρας να σας μαγειρέψει ένα διαφορετικό από τα συνηθισμένα, φαγητά.
Σακίδια, νάιλον σακούλες μα και τα αδιάβροχα γέμισαν σε ελάχιστο χρόνο από υπέροχα μανιτάρια.
Αργά το απόγευμα το στρατιωτικό αυτοκίνητο βρισκόταν στο χωριό, δυο χιλιόμετρα δηλαδή από την έδρα της μονάδας.
- Μια στιγμή είπε στον οδηγό ο υπολοχαγός, να μη κατεβεί κανένας.
- Καλησπέρα κύριε Παντελή, μήπως κάποιο νέο για ενοικιαζόμενο δωμάτιο;
- Ναι κύριε υπολοχαγέ, να φωνάξω την κυρία Ευτυχία, νοικιάζει ένα δωμάτιο και νομίζω πως είναι για σας ότι καλύτερο.
- Κύριε Παντελή πρέπει να πάω στη μονάδα μου, να πούμε σε δυο ώρες από τώρα;
- Εντάξει σας περιμένω.

- Λοιπόν κυρία Ευτυχία τα είπαμε τα συμφωνήσαμε, το δωμάτιο είναι πολύ καλό, μου αρέσει. Πότε μπορώ να φέρω τα πράγματα μου;
- Μα από τώρα, το δωμάτιο όπως βλέπεις είναι έτοιμο.
- Ωραία, πάρε αυτά τα μανιτάρια κυρία Ευτυχία να τα μαγειρέψεις, είναι φρέσκα, τα γνωρίζεις;
- Και βέβαια τα ξέρω, έχω μαζέψει πολλές φορές, οπότε αύριο το μεσημέρι θα σε περιμένουμε να φάμε μαζί. Εντάξει κύριε Γιάννη;
- Εντάξει κυρία Ευτυχία.

Η Ευτυχία μέχρι να φτάσει στη στροφή του δρόμου ο νοικάρης της, δεν κατάφερε να «μαζέψει» τα μάτια της από τον άνθρωπο που θα μένει τα βράδια στο σπίτι της, ποιος ξέρει τι να «μουρμούριζε» η σκέψη της, φαινόταν όμως χαρούμενη.
Στον Περικλή βέβαια τα νέα δεν πέρασαν με ευκολία από τα αυτιά του, σαν να μην ήθελε να το ακούσει, ένας νέος άντρας θα κοιμόταν στο ίδιο σπίτι με την Ευτυχία του, όμως μπορούσε να κάνει κι’ αλλιώς;

- Καλό μεσημέρι κύριε Περικλή, τι γράφει σήμερα η εφημερίδα; Του είπε ο κυρ Γιάννης ο υπολοχαγός που νοίκιασε το δωμάτιο του σπιτιού του.
- Δε βαριέσαι, κουτσομπολιά γράφουν κι’ εγώ τα διαβάζω έτσι για να περνά η ώρα, συνταξιούχος είμαι, τι άλλο θα μπορούσα να κάνω;
- Δε χαρήκατε όμως που θα σας κάνω παρέα όσο καιρό θα μένω στο σπίτι σας, ή κάνω λάθος;
- Δεν κάνετε λάθος, όμως όχι ότι εσάς δε θέλω, μα τι θα λέει ο κόσμος;
- Μα από ότι ξέρω, πάρα πολλά σπίτια νοικιάζουν δωμάτια, δεν είναι κακό.
- Τέλος πάντων, καλή διαμονή σας εύχομαι. Τα μανιτάρια που τα βρήκατε κύριε Γιάννη; Όλα μικρά και φρέσκα.
- Στην πλαγιά πίσω από το δασικό φυλάκιο, υπάρχουν πολλά. Σήμερα οι στρατιώτες της μονάδας μου μανιτάρια θα φάνε, γιαχνί με πατάτες μου είπε ο μάγειρας τα έκανε.

- Ώρα για φαγητό, περάστε στο τραπέζι τους είπε η κυρία Ευτυχία.
- Να είστε καλά κι’ ευχαριστώ για το νόστιμο φαγητό, καιρό έχω να απολαύσω ένα εξαιρετικό πιάτο, μπράβο κυρία Ευτυχία.
Ας δοκιμάσουμε και το κόκκινο κρασί, το πήρα από τον δικό σας εδώ τον μπακάλη, τον Παντελή.
Στην υγειά μας…
Η κυρία Ευτυχία έκανε τα πάντα για να ευχαριστήσει τον νοικάρη της και ήταν χαρούμενη που όλα πήγαν καλά.

Πέρασε ένας μήνας, το δεύτερο ενοίκιο ήταν στα χέρια της Ευτυχίας.
Κανένα πρόβλημα, το ξυπνητήρι του υπολοχαγού ίσως να ενοχλούσε λίγο τον Περικλή. Η Ευτυχία όμως ξαναβρήκε το κέφι της, έτσι κι’ αλλιώς το καφεδάκι ήταν μέσα στη συμφωνία τους.
Ένας «βαρύ γλυκός» από τα χέρια της όμορφης σπιτονοικοκυράς του, όπως έλεγε ο κυρ Γιάννης, ήταν ότι καλύτερο για τη δύσκολη συνέχεια της ημέρας στην υπηρεσία του.

Το καλοκαίρι έφευγε γρήγορα, η Ευτυχία πλησίαζε όλο και ποιο κοντά τον νοικάρη της, μάλιστα από καμιά φορά έβαζε και το (μου) δίπλα από το όνομα του. Επίσης λυπόταν πολύ που τον έχανε κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο που πήγαινε με άδεια στην οικογένεια του.
Τα βράδια πολλές φορές, προφασιζόμενη πως κάτι έπρεπε να πάρει από την ντουλάπα του δωματίου, έμπαινε μέσα ενώ εκείνος ετοιμαζόταν να κοιμηθεί ή διάβαζε κάποιο βιβλίο, μα πάντα με κάποιο νυχτικό πάρα πολύ κοντό που άφηνε σχεδόν ακάλυπτο, το υπέροχο σώμα της.
Εδώ που τα λέμε και σ’ εκείνον άρεσε η νυχτερινή παρουσία της, αυτή η γυναίκα ήταν ένας γλυκός πειρασμός.

Πρωί Κυριακής, ακόμα μια ζεστή Αυγουστιάτικη μέρα φανέρωνε ο καθαρός ουρανός, έχουν περάσει κοντά τρεις μήνες και σταγόνα βροχής δεν έχει πέσει στη χαρακωμένη από την ξηρασία γη.
- Καλημέρα Γιάννη, σου έφερα τον καφέ σου.
Παράξενο, τι την έπιασε την Ευτυχία πρωί, πρωί να πάει τον καφέ στο κρεβάτι του νοικάρη της, πρώτη φορά το έκανε.
Εκείνος προσπάθησε να τραβήξει επάνω του το σεντόνι, σχεδόν γυμνός ήταν ο άνθρωπος.
- Καλημέρα Ευτυχία, θα πας κάπου και βιάστηκες να μου φέρεις τον καφέ;
- Όχι, πειράζει; Ήθελα σήμερα να σε ευχαριστήσω με τον δικό μου τρόπο, του είπε με μπόλικο νάζι.
Τα μάτια της φαινόταν διαφορετικά με κλειστή την μοναδική κουρτίνα του μικρού παραθύρου, το σώμα της μέσα από το διάφανο νυχτικό της, έμοιαζε ακριβό, δεκαοκτάχρονο μοντέλο, πάνω στα ψηλά κόκκινα πέδιλα της.
Το κουλουράκι που έπεσε από το δίσκο που κρατούσε έσκυψε να πιάσει και τότε το νυχτικό της δεν τσιγκουνεύτηκε στην αποκάλυψη.
Φαίνεται πως ο θεός λαξεύοντας το μοντέλο του, θα είχε πολλά κέφια την ώρα της δημιουργίας.
Η Ευτυχία προσπάθησε να κλείσει με αργές κινήσεις το άνοιγμα του νυχτικού της, χωρίς βέβαια να το καταφέρει, μα και χωρίς μια λέξη να πει. Ίσως να περίμενε μια πρώτη κίνηση από τον άντρα που φιλοξενούσε εδώ και τρείς περίπου μήνες.
Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτόν τον μεγάλο πειρασμό; Εκείνη το ήξερε, πλησίασε ακόμα ποιο κοντά του, εκείνος «σάστισε» μπροστά του είχε ένα υπέροχο σώμα ένοιωθε το «πύρωμα» του έρωτα και ήταν μέρες τώρα μακριά από τη γυναίκα του, όμως στο διπλανό δωμάτιο κοιμόταν ακόμα ο άνθρωπος, που του είχε πει ένα βράδυ κοιτάζοντας τον στα μάτια. (Γιάννη φαίνεσαι καλός και τίμιος άνθρωπος, σου έχω εμπιστοσύνη).
Ήταν σαν να ήξερε πως η γυναίκα του κάποια στιγμή, θα έκανε την πρώτη κίνηση.
Μα και η γυναίκα του, η φωτογραφία της ήταν εκεί, στο κομοδίνο του, πως θα μπορούσε να προδώσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του;
- Πειράζει κυρία Ευτυχία της απάντησε, σε παρακαλώ πάρε τον καφέ από εδώ, θέλω να τον πιούμε παρέα αργότερα.
Η Ευτυχία τον κοίταξε περίεργα, ήταν σίγουρη πως με τα όπλα που διέθετε, κανένας άντρας δεν θα μπορούσε να αντισταθεί. Κι’ όμως…

Το δωμάτιο της Ευτυχίας δεν νοικιάστηκε ποτέ ξανά. Το κλείδωσε, δεν το νοικιάζω έλεγε στον μπακάλη τον Παντελή, η σύνταξη του άντρα μου φτάνει και περισσεύει, μα ούτε και το κόκκινο χρώμα των μαλλιών της ανανεώθηκε ποτέ.
Ποιος μπορεί να διαβάσει τους χρησμούς της ψυχής… Το βουλωμένο γράμμα της Ευτυχίας;

Yiannis H.
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην justin για αυτό το μήνυμα:
Xenios (14-01-13)
Απάντηση στο θέμα


Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
 
Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
You may not post new threads
You may not post replies
You may not post attachments
You may not edit your posts

BB code is σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι σε λειτουργία

Που θέλετε να σας πάμε;


Όλες οι ώρες είναι GMT +3. Η ώρα τώρα είναι 18:11.



Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.2
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.