Η τελευταία αυλή
Διαγώνια και πίσω από το σπίτι μου, υπήρχε μια προπολεμική κλασική αθηναϊκή αυλή.
Είχε 5-6 μικροσκοπικά διαμερισματάκια, του ενός ή δύο δωματίων, με κοινό WC για όλους.
Τα είχε όλα, είχε το αγιόκλημα, είχε τα γιασεμιά του, είχε τους βασιλικούς του και είχε και την πελώρια κληματαριά του.
Όταν ακόμα την κατοικούσαν, πριν 10-15 χρόνια, τα σπιτάκια ήταν όλα ασβεστωμένα, τα πεζούλια της αυλής κάτασπρα και πεντακάθαρα.
Απαραίτητο ντεκόρ τα απλωμένα ρούχα με σχοινιά δεμένα πάνω στην κληματαριά, τις φωνές και τις διαφωνίες των γυναικών, την μπουγάδα στην σκάφη.
Είχε όμως και τα κοινά τους γλέντια, το αρνί που έψηναν το Πάσχα, την αγάπη, την στοργή και την συντροφικότητα, του ενός προς τον άλλον.
Φυσικά ήταν φτωχοί άνθρωπο, μεροκαματιάρηδες. Ήξερα προσωπικά δύο από τους ενοίκους.
Ο ένας ήταν παιδικός φίλος, ο Νιόνιος, μέλος της προσχολικής παρέας, λίγο μεγαλύτερος, αλλά εξαιρετικά καλοσυνάτο παιδί. Η Μητέρα του ήταν χήρα και ζούσαν με μια πενιχρή σύνταξη. Μάλιστα κάποια εποχή είχε βάλει και κοτούλες στην αυλή και πούλαγε τα αβγουλάκια.
Με τον Νιόνιο χάσαμε την επαφή μας, στα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου. Εκείνος πήγε σε ναυτική σχολή και άκουσε ότι αργότερα έγινε καπετάνιος.
Η άλλη οικογένεια ήταν της Κυρίας Άννας και του Κυρίου Δημήτρη. Από εξαιρετική πλούσια οικογένεια η Κυρία Άννα, αγάπησε έναν υδραυλικό, οι γονείς της, την αποκλήρωσαν και έτσι έμελα να ζήσει όλη την ζωή της, στην φτώχεια.
Παρ' ότι τα ρούχα της ήταν τριμμένα και παλιά, είχε μια τέτοια αρχοντιά, που ήταν αγαπητή σε όλους.
Από προχθές αυτή η αυλή, γκρεμίζεται, για να γίνει ένα ακόμα σύγχρονο κλουβί. Παρ' ότι ήταν εγκαταλελειμμένη πολλά χρόνια, κάθε ματιά που της έριχνα, μου θύμιζε όμορφες εποχές, πρόσωπα γνωστά και αγαπημένα.
Είδα να ξεριζώνουν το κλήμα και κάτι ξεριζώθηκε μέσα μου.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
|