Acrobase  

Καλώς ήρθατε στην AcroBase.
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase.
H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη.

Επιστροφή   Acrobase > Αρθρα / Bulletins > Άρθρα > Αρθρα Επιστημών Τεχνών και Γραμμάτων
Ομάδες (Groups) Τοίχος Άρθρα acrobase.org Ημερολόγιο Φωτογραφίες Στατιστικά

Notices

Δεν έχετε δημιουργήσει όνομα χρήστη στην Acrobase.
Μπορείτε να το δημιουργήσετε εδώ

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Αξιολογήστε το θέμα Τρόποι εμφάνισης
  #1  
Παλιά 25-07-06, 20:59
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Τα χρόνια τα ανέμελα

Στα χρόνια τα ανέμελα

Κλείνω τα μάτια και γυρίζω στα χρόνια που έζησα, ένοιωσα και απόλαυσα τις πιο ονειρεμένες εικόνες της ζωής μου.

Γειτονιά μου ήταν η Φωκίωνος Νέγρη και συγκεκριμένα το επάνω μέρος του δρόμου.

Ορμητήριο δικό μου και της παρέας ήταν τα σκαλιά του τριώροφου στο νούμερο 78 όπου και έμενα τα πρώτα μου χρόνια.

Οι εικόνες είναι τόσο πολλές χαρούμενες ευτυχισμένες αθώες, ανέμελα προσχολικά χρόνια σε μια πραγματικά όμορφη περιοχή που σήμερα λίγα πράγματα μου την θυμίζουν.

Ο Γιώργος ο Κάρολος ο Γιωργάκης ο Νιόνιος ο 'Νέστορας' ο 'Μπούλης' ήταν τα κολλητήρια, η παρέα. Μαζί οργώναμε κάθε σπιθαμή από τον δικό μας χώρο που τον είχαμε περιχαρακώσει στους δρόμους Φωκ. Νέγρη, Αρχή Πλατείας, Καλογερά και Σκύρου. Το άβατο μας ήταν η οδός Καλογερά, το παιγνίδι μας όμως ήταν στην Φωκ.Νέγρη, εκεί το ποδόσφαιρο, το κρυφτό, οι γκαζές, τα τσιγκάκια το γερμανικό η αμπάριζα και άλλα πολλά.

Έξω από εκεί δεν κυκλοφορούσαμε, η παρέα μας δεν έπαιζε ξύλο και δεν προκαλούσε σε άλλες 'γειτονιές' και έτσι αφού είχαμε υποβάλει τον …σεβασμό μας στους άγριους της Μεγίστης και της Πλατείας δεν μας άγγιξαν ποτέ αλλά ούτε και μας ενοχλούσαν στα δικά μας μέρη.

Νοιώθαμε επίσης και δηλώναμε τον σεβασμό μας στην μεγαλύτερη γενιά. Εγώ προσωπικά ήμουν πολύ περήφανος που το μεγάλο μου αδελφάκι ήταν το πρώτο όνομα της Κυψελιώτικής ποδοσφαιρικής ομάδας και παρ' ότι προσπάθησα να του μοιάσω στο άθλημα, πέρασα και δεν ακούμπησα

Στο οικόπεδο απέναντι από το σπίτι μας Φωκ. Νέγρη και Σκοπέλου, έμενε ένα ζευγάρι χωρίς παιδιά, είχαν την ατυχία το ΄γήπεδο' μας να είναι μπροστά από το σπίτι τους, στο ασφαλτοστρωμένο μεγάλο χώρο που κυρίως χρησιμοποιούσαν οι μεγαλύτεροι για να παίξουν τους αγώνες τους, αφού δεν τους διέκοπταν τα αυτοκίνητα που πέρναγαν ίσως ένα σε κάθε δεκαπέντε λεπτά.

Όποτε η μπάλα έπεφτε στην αυλή και στα λίγα φτωχά λουλούδια η κυρά Δήμητρα την έσκιζε επιδεικτικά μπροστά μας με ένα μαχαίρι και κάποιο παιδί έβαζε τα κλάματα που έχανε το απόκτημα του.

Έλα που η κυρά Δήμητρα με αγαπούσε πολύ και μου έδινε και κουλουράκια πυκνά συχνά και το έμαθε ο αδελφός μου και οι άλλοι και με έβαζαν με το ζόρι να ικετεύω την γυναίκα για την μπάλα, όποτε έπεφτε στην αυλή. Μια δύο τρεις το κατάλαβε και βρήκα τον μπελά μου. 'Τελευταία φορά που μου ζητάς την μπάλα, ξέρεις πως σε αγαπώ αλλά την άλλη φορά δεν θα στην δώσω'.

Σούρωνα εγώ το στόμα μου έτοιμος να κλάψω (ναι από τότε μου έμεινε) και η Κυρά Δήμητρα δεν άντεχε τον μικρό μου εκβιασμό. Τα μπράβο των μεγάλων ήταν το μεγάλο ανεκτίμητο κέρδος και φούσκωνα σαν παγώνι από την περηφάνια.

Πόσες μαγικές εικόνες δεν έκρυβε εκείνη η γειτονιά. Ελάτε μαζί μου να σας συστήσω τους χαρακτηριστικούς τύπους που εμένα τουλάχιστον εξακολουθούν να με μαγεύουν όταν τους θυμάμαι.

Ο Στραγαλατζής έστηνε κάθε απόγευμα έξω από το κινηματογράφο Αττικό της πλατείας κυψέλης, το τροχήλατο μαγαζί του. Μοσχοβολούσαν τα στραγάλια ο πασατέμπος τα αράπικα φυστίκια, τα αφράτα μαζί με τις σταφίδες. Με ένα πενηνταράκι σου γέμιζε ένα μικρό χωνάκι φτιαγμένο από εφημερίδα ενώ με μια δραχμούλα έπαιρνες μπόλικο.

Μόλις έπεφτε το φως άναβε την λυχνία της ασετυλίνης και το δυνατό φως γινόταν πόλος έλξης. Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη….

Οι δύο φωτογράφοι της πλατείας με τις ξύλινες μηχανές τους και το τρίποδο. Χαζεύαμε τις φωτογραφίες με τις οποίες στόλιζε την μηχανή σαν δείγμα καλής δουλειάς. Τότε απορούσα γιατί θα πρέπει να πλένει τις φωτογραφίες που έβγαζε.

Πολλές φορές βγάλαμε φωτογραφίες και εμείς και σαν χαζά που ήμασταν περιμέναμε να δούμε να πετάγεται κανένα πουλάκι, αλλά εις μάτην.

Ο περιοδεύον πωλητής του πολίτικου χαλβά (έμοιαζε πολύ σαν μεγάλο μαντολάτο). Είχε ένα μυστρί και ένα σφυράκι και με αυτό έδινε τον αρωματικό χαλβά που μου ξετρέλαινε.

Δύο απίστευτοι τύποι ο ένας πολύ κοντός και πανέξυπνος και ο άλλος πολύ ψηλός και υπερβολικά αγαθός πουλούσαν από τραπεζάκι σε τραπεζάκι και από παγκάκι σε παγκάκι αμύγδαλα. Πόσο έχω μετανιώσει που παρασυρόμουν και από τους άλλους και τους φωνάζαμε 'μπατίρη παραμπατίρη' δεχόμενοι την οργή του κοντού που μας απαντούσε με φοβερές εκφράσεις και απειλές.

Οι καλλιτεχνικές παρέες που αργά το βράδυ μαζευόταν στα ζαχαροπλαστεία της Φωκ.Νέγρη αλλά και στην Κουίντα, το μοναδικό κοσμικό κλαμπ της περιοχής, έκαναν απίστευτες καταστάσεις, που εμείς τα μαθαίναμε στα πεταχτά από τους μεγαλύτερους. Λένε ότι ένα βράδυ η Κορκοτσάκη μια πολύ ωραία κοπέλα της εποχής και μάλλον εκλεγμένη στα καλλιστεία, είχε ντυθεί νύφη για να κάνουν πλάκα σε ένα από τους γραφικούς τύπους.

Ο 'λιγνός' βιολιστής όπως τον λέγαμε χαϊδευτικά, ακόνιζε κυριολεκτικά ένα ταλαιπωρημένο βιολί και έκλεινες τ' αυτιά σου για να μην τα ταλαιπωρήσεις.

Η Μαντάμ ήταν ένας τύπος που μάλλον θα έδωσε το έναυσμα στον Δημήτρη Ψαθά να γράψει την Μαντάμ Σουσού. Η Μαντάμ αγνώστου ηλικίας, έφερε στο πρόσωπο της στρώματα από στουπέτσι κιλά από κοκκινάδια και άλλα αγνώστου προελεύσεως υλικά. Είχε κάνει μπάνιο σε τόνους ευτελούς κολόνιας και δυστυχώς υπήρξε το πρώτο θύμα της μόδας του γιαουρτώματος που έφερε τον γνωστό νόμο 4000 με το οποίο κούρευαν γουλί και διαπόμπευαν τους δράστες τους λεγόμενους 'τεντιμπόηδες'.

Μαζί με αυτούς κλασικές φιγούρες ήταν οι πλανόδιοι λιανοπωλητές μαναβικής. Πάγου, γάλατος, παλαιοπωλών κλπ

Ο πιο κλασικός από αυτούς ήταν ο Κανατάς, ο οποίος είχε έναν αδίστακτο εχθρό με εκπληκτικό σημάδι στην σφεντόνα και κάθε φορά που περνούσε έκλαιγε και από ένα κανατάκι του. Δεν θα αποκαλύψω το όνομα του δράστη, που ξέρεις μπορεί οι κληρονόμοι του κανατά να του ζητήσουν αποζημίωση…

Κλασικές φιγούρες ο λατερνατζής που γέμιζε τους δρόμους με νοσταλγικές μελωδίες.

Δύο κλασικές γεροντοκόρες που τις είχαμε ονομάσει 'Αντουπίτσες'. Έμεναν ακριβώς απέναντι, είχαν συνέχεια τα εξώφυλλα κλειστά γιατί ένας ακόμα 'απαίσιος' δράστης, τις τρομοκρατούσε πετώντας πέτρες μόλις έπεφτε το σούρουπο.

Η κυρία Σαντοριναίου, έμενε λίγο πιο κάτω μέσα στα μικρά σπιτάκια που είχαν μια κοινή αυλή. Έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια να αποδείξει την υψηλή της καταγωγή, αλλά η αβάσταχτη πολυλογία της, ήταν εφιάλτης σε κάθε επίσκεψη. Προσωπικά έκανα επί τόπου μεταβολή και το έβαζα στα πόδια όταν το έφερνε η κακή στιγμή και συναντιόμαστε στον δρόμο. Μεταξύ μας η Μαμά μου για να την αποφύγει, ουκ ολίγες φορές δεν απαντούσε στο κουδούνισμα της πόρτας όταν είχε εξακριβώσει το ποια ήταν.

Ο Βασίλης ήταν ο δοσάς, κάθε Σάββατο, στην αρχή πάνω σε ένα ποδήλατο που ήταν γεμάτο πράγματα και απορούσες που τα χώραγε και αργότερα με μοτοσικλέτα εισέπραττε τις δόσεις του από τις νοικοκυρές και όλο έπαιρνε και παρέδιδε τις παραγγελίες του. Εκείνο δε το τεφτέρι του, το χιλιοσαλιωμένο ήταν απορίας άξιο πως κατάφερνε να το ελέγχει. Δεκαρικάκι την βδομάδα εισέπραττε ο εμποράκος και ποτέ δεν αρνιόταν κανένα εμπόρευμα στις καλές του πελάτισσες.

Ο Πάαααγος διαλαλούσε ο πωλητής πάγου με το χειροκίνητο ξύλινο καρότσι να στάζει νερά . Χαζεύαμε την άνεση με την οποία έκοβε τον πάγο και την τσιμπίδα που τον κουβαλούσε στο κάθε σπίτι.

Το καρβουνιάρικο της Σκύρου, προμήθευε το αναγκαίο υλικό για να ανάψει στο πλυσταριό της ταράτσας τον λέβητα για να ζεστάνει το νερό της βδομαδιάτικης μπουγάδας. Η τεραστίων διαστάσεων κυρά Μαριγώ τα έπλενε και εγώ μπλεκόμουν στα πόδια της και μου άρεσε να μυρίζω τα φρεσκοπλυμένα ρούχα αλλά και να τα αγγίζω με τα όχι και τόσο καθαρά χέρια μου και ανάγκαζε την καλοκάγαθη γυναίκα να με διώχνει με τρόπο από την ταράτσα.

Πρόσωπα, καταστάσεις, εποχές. Πόσο θα παραξενεύουν αυτά τους νέους 'σφραγισμένους και απομονωμένους ανθρώπους' που στην ίδια ηλικιακή περίοδο έχουν εικόνες μόνο από την τηλεόραση.

Εκτός από τα πρόσωπα, ζούσαμε έντονα μικρά και μεγάλα γεγονότα, το καθένα με την δικιά του βαρύτητα και σημασία στα ανώριμα και ανέμελα χρόνια.

Αποκριές και πανηγύρι στην γειτονιά.

Ξεκινώ με το κλασικό γαϊτανάκι που ήταν σκέτη απόλαυση. Μια ομάδα από κορίτσια και αγόρια όλων των ηλικιών κράταγαν μια πολύχρωμη κορδέλα δεμένη σε ένα στύλο που κράταγε όρθιο ο πιο δυνατός της παρέας, και όλοι μαζί έμπλεκαν και ξέμπλεκαν τις κορδέλες χορεύοντας με την συνοδεία κάποιου οργάνου.

Μόνοι τους κυκλοφορούσαν άντρες ντυμένοι τσολιάδες και πάνω σε μεγάλα χάρτινα άλογα που τα φόραγαν κυριολεκτικά.

Ο ξυλοπόδαρος ήταν ο πιο εντυπωσιακός, στηριζόταν σε ξύλινο πόδια 2-3 μέτρων και κέρδιζε την αγάπη και τον θαυμασμό των πιτσιρικιών.

Φυσικά δεν έλειπαν οι τσιγγάνοι με τις αρκούδες και τις μαϊμούδες, θέαμα που προσωπικά δεν μου άρεσε και μεταγενέστερα επισκεπτόμενος στην Δυτική Μακεδονία τις εγκαταστάσεις του Αρκτούρου δικαιώθηκα.

Ιστορικό γεγονός κάθε αποκριάς ήταν το πάρτι στο σπίτι του Κάρολου. Οι γονείς του άδειαζαν τα κύρια δωμάτια από κάθε έπιπλο, στον φόβο της επέλασης των αγρίων. Τι γλέντι ήταν αυτό; τι παιγνίδι δεν παίζαμε; Με τις κορδέλες και τον απίστευτο χαρτοπόλεμο που είχαμε όλοι επαρκώς εξοπλιστεί για τον μεγάλο πόλεμο.

Όταν το σπίτι του Κάρολου έγινε και αυτό πολυκατοικία και ο καλός μου φίλος πήγε σε άλλη γειτονιά, εκτός της καλής του παρέας μου έλειψαν αφάνταστα αυτά τα μοναδικά του πάρτι.

Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς και για μια σειρά πολλών ετών, δεχόμασταν την επίσκεψη μιας πολυμελούς παρέας μασκαρεμένων που μέχρι σήμερα αγνοούμε την ταυτότητα τους. Είχαν τόση ζωντάνια και τόση όρεξη για παιγνίδι ώστε τις επόμενες τελευταίες Κυριακές των απόκρεω οι δικοί μου είχαν προετοιμαστεί με μεζεδάκια γλυκά και ποτά για να φιλοξενήσουμε τους αγνώστους επισκέπτες μας.

Όμως οι απόκριες είχαν κέφι και αυτό το κέφι ήταν μεταδοτικό σε όλες τις ηλικίες.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια επιδρομή που αποφασίσαμε και εκτελέσαμε εν ριπή οφθαλμού μια Κυριακή αποκριών. Θείοι μου και θείες μου αδέλφια ξαδέλφια και γονείς, ντυθήκαμε εκ του προχείρου, με ότι ρούχα μπορεί να φανταστεί κανείς, φορέσαμε μάσκες και περούκες και πήγαμε με δύο αυτοκίνητα στον πολύ αγαπημένο μου θείο Τάσο, τον πιο γλεντζέ και ανοιχτόκαρδο άνθρωπο που ήξερα στην άλλη άκρη της Αθήνας.

Κτυπήσαμε το κουδούνι αλλά ο θείος Τάσος εκτός από γλεντζές και ανοιχτόκαρδος ήταν και απίστευτα φοβητσιάρης και ρώταγε και ξαναρώταγε ποιος είναι; Με τα χίλια ζόρια μπήκαμε μέσα και έπρεπε να ήταν κανείς από μια μεριά να παρακολουθεί τους κατά τα άλλα σοβαρούς ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας να το έχουν στήσει στο χορό και στα έντονα πειράγματα προς τον Θείο Τάσο και την γυναίκα του.

Ο άμοιρος στεκόταν στην πόρτα και δεν έμπαινε μέσα από τον φόβο του καλώντας για βοήθεια έναν γείτονα του. Τελικά συνέλαβε την Θεία Ουρανία και έγινε η αποκάλυψη και το γλέντι άναψε μέχρι τις πρωινές ώρες.

Εικόνες φωνές μιας γειτονιάς μαγικής ανέμελης μοναδικής. Αναδρομές που γίνονται μαχαίρια πόνου όταν αναπολείς εκτός από την ανεμελιά και την χαρά και την απόλαυση που τότε αγνοούσες, να έχεις κοντά σου τα λατρεμένα πρόσωπα που τόσο λείπουν σήμερα.

Πόσα είδη παιγνιδιού δημιουργούσαμε; Πολλά δεν ήταν πραγματικά, τα πλάθαμε με την φαντασία μας και δημιουργούσαμε πάντα με ηγέτη τον Γιώργο τον Αγγελόπουλο, φοβερές παραστατικές εικόνες. Ο μετέπειτα αξιόλογος ανώτατος αξιωματικός του στρατού, ο δημιουργικός και ο πολυτεχνίτης Γιώργος μας μάγευε με τις επινοήσεις του.

Όταν κάποια εποχή ήρθαν στην γειτονιά μας δύο παιδιά Ιταλού ακολούθου της πρεσβείας για να μείνουν, έγιναν αχώριστοι φίλοι μας και εμείς τους βοηθήσαμε σιγά σιγά να μάθουν ελληνικά σαν και εμάς. Ο Ρενάτο και ο Πάολο είχαν την τύχη να έχουν εκπληκτικά παιγνίδια και κυρίως επιτραπέζια.

Μαγευτήκαμε όλοι με την πρώτη επαφή που είχαμε με την Ιταλική Monopoly, που έγινε και το αγαπημένο μας παιγνίδι.

Με τις οδηγίες του Γιώργου κάτσαμε και φτιάξαμε με νερομπογιές χαρτιά και χαρτόνια, την πρώτη Ελληνική μονόπολυ χρόνια πριν βγει στο εμπόριο.

Με ξυλάκια που βάψαμε φτιάξαμε τα ξενοδοχεία και τα σπίτια ενώ επίσης ζωγραφίσαμε δεκάδες χαρτονομίσματα εντολές κλπ.

Σε λίγο καιρό ο Πάολο και ο Ρενάτο θαύμασαν το έργο των χεριών μας και έπαιζαν πλέον το παιγνίδι με τους ελληνικούς δρόμους που τιμής ένεκεν η Φωκίωνος Νέγρη ήταν το πιο ακριβό οικόπεδο.

Με τις οδηγίες του Γιώργου φυσικά φτιάξαμε τα πρώτο τροχοφόρα μας οχήματα, τα πατίνια. Πόσο περήφανος έδειξα στην Μητέρα μου το πατίνι που έφτιαξα με την βοήθεια πάντα του Γιώργου αλλά και του Κάρολου που μας εξασφάλισε σε όλους μεγάλα γερά ρουλεμάν για ρόδες.

Ένα ακόμα αγαπημένο μας παιγνίδι είναι το ποδοσφαιράκι που φτιάχναμε πάνω σε τάβλες με καρφιά και σαν μπάλα ένα κουμπί. Κάθε παίκτης με τον δείκτη πέταγε την μπάλα μέχρι να μπει στο τέρμα που εγώ είχα φτιάξει και δίχτυα από το τούλι μιας μπομπονιέρας.

Θυμάμαι και γυρνάω στις επικίνδυνες αποστολές της εποχής.

Μια επικίνδυνη αποστολή ήταν να κόψουμε καλάμια από το λοφάκι της πλατείας Κυψέλης που ήταν μετά ο Κινηματογράφος ΡΟΞΥ. Εκεί σύμφωνα με τους θρύλους έμεινε ένας πολύ άγριος άνθρωπος με την γυναίκα του που οι ίδιοι θρύλοι αποκαλούσαν μάγισσα. Το θέμα είναι να κόψεις τα καλάμια πριν σε πάρουν μυρωδιά οι αγριάνθρωποι…. Να πω την αλήθεια εγώ δεν τους συνάντησα ποτέ και μάλλον θα ήταν κανένα παραμύθι της Μαμάς του Νιόνιου που ανησυχούσε για το μονάκριβο της και δεν ήθελε να φεύγει μακριά.

Μια άλλη επικίνδυνη αποστολή ήταν να περάσεις έξω από την καλυβούλα της 'Κουφής', μιας γριάς γυναικούλας που μας είχε αποπάρει μια φορά και είχαμε τρομάξει και κυρίως ο αδελφός μου που στο κάλεσμα της 'Σταυρή' εξαφανιζόταν. Κατά τα άλλα ήταν μιας άκακη γλυκιά γυναίκα που την συντηρούσε με πολύ αγάπη όλη η γειτονιά.

Η πιο δύσκολη αποστολή ήταν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας στην Αλάνα απέναντι από την σχολή Ευελπίδων. Έπρεπε να περάσουμε ανάμεσα στις προσφυγικές καλύβες των Μικρασιατών επί της σημερινής οδού Ευελπίδων. Οι μεν άνθρωποι ήταν εργατικοί και καλοσυνάτοι, αλλά τα συνομήλικα μας της γειτονιάς αυτής είχαν κακό όνομα ότι ήταν πολύ δυνατά και πλάκωναν στο ξύλο τους άλλους χωρίς ιδιαίτερους λόγους.

Μοναδική εμπειρία ήταν ο αετός την Καθαρά Δευτέρα. Μια φορά θυμάμαι με πολύ χαρά ότι ο αδελφός μου με τίμησε και με κάλεσε να πάμε παρέα να πετάξουμε τον τεράστιο αετό του. Εκεί όμως δυσκολεύτηκα μικρούλης όντως να κρατήσω τον τεράστιο αετό και παραλίγο να με σηκώσει και εμένα κάποια στιγμή. Με δεξιοτεχνία ο αδελφός μου απέφευγε τους 'πειρατές', αυτούς που έβαζαν στην ουρά του δικού τους αετού, ξυραφάκια για να κλέβουν σπάγκο και αετούς.

Μην νομίζετε ότι πηγαίναμε μακριά για το πέταμα του αετού, αρκούσαν λίγα μέτρα πάνω από την πλατεία και έβρισκες μπόλικο χώρο.

Μια ανάμνηση γλυκιά ήταν την παραμονή της Αγίας Ζώνης στο μεγάλο πανηγύρι που στηνόταν στην οδό Επτανήσου και Κύπρου με δεκάδες μαγαζιά που είχαν χίλια δυο καλούδια που μας μάγευαν.

Από το πρωί διαλαλούσα σαν πετεινός ότι θα πάω στο πανηγύρι και έπεφταν τα χαρτζιλίκια δραχμούλες δίδραχμα. Από το μεσημέρι δεν με κράταγαν… με το ζόρι μου θύμιζε η Μητέρα μου ότι στις 2 το μεσημέρι δεν είναι η κατάλληλη ώρα για τα πανηγύρια… Εφτανε το απόγευμα στις 5 και έπαιρνα φύλο πορείας. Στην τσέπη ολόκληρη περιουσία ένα ολόκληρο δεκάρικο περίπου, όλο δικό μου να το ξοδέψω ολομόναχος.

Αφού άναβα και ένα κεράκι στην Εκκλησία για να με φωτίσει να κάνω καλές αγορές, έκανα την πρώτη βόλτα για να δούμε τι πράγματα έχει σήμερα το πανηγύρι.

Η λέξη πανηγύρι τότε δεν την είχα δέσει με την Πανήγυρη του Ναού αλλά με τους δεκάδες μικροπωλητές που άπλωναν την πραμάτεια τους γύρω από την εκκλησία.

Από τις σίγουρες αγορές ήταν ένα γιογιό με λάστιχο γεμισμένο με άχυρο που έκανε μία δραχμή. Φυσικά το μαλλί της γριάς και ένα κοκοράκι γλειφιτζούρι κόστιζαν άλλη μία δραχμή. Ένα τόπι ήταν μια σοβαρή επένδυση που θα έφερνε και χαρά στην παρέα.
Τσίγκινο αυτοκινητάκι με ρόδες, ένα δωράκι για την Μαμά θα συμπλήρωναν τις αγορές μαζί με μια πορτοκαλάδα με το πρωτόγνωρο τότε καλαμάκι.

Φυσικά θα δοκίμαζα την τύχη μου στην λοταρία και μια μέρα που το έφερε η τύχη να κερδίσω μια πούδρα και ένα καθρέπτη, έκαναν την Μητέρα μου να απορεί για τις επιλογές μου.

Με πόσα απλοϊκά πράγματα γευόμαστε την χαρά και την ηδονή της ευτυχίας;

Χρόνια αργότερα θα διαπίστωνα ότι πολύπλοκα και πανάκριβα δώρα στα παιδιά της επόμενες γενιάς, θα πέρναγε σχεδόν απαρατήρητα μέσα στην αφθονία τους.

Του Αι Γιαννιού κάναμε προετοιμασία πολλών ημερών, μαζεύοντας ξύλα χαρτιά και ότι άλλο καιγόταν. Δεν έλειπαν οι περιπτώσεις που παιδιά άλλης γειτονιάς επιχείρησαν να μας πάρουν τα υλικά μας, ήταν από τις λίγες περιπτώσεις που η παρέα αγρίεψε και με επικεφαλής τον Μπούλη με την φοβερή του σφεντόνα υπερασπίσαμε την …περιουσία μας.

Γινόμουν τόσο φορτικός στην Μητέρα μου και τους δικούς μου για να μου δώσουν πολλά καύσιμα, που δεν ήταν λίγες φορές που καρέκλες της κουζίνας με το πρόσχημα ότι είχαν χαλάσει, έμπαινε στην πυρά.

Όταν ερχόταν η παραμονή, από νωρίς το απόγευμα οι μεγαλύτεροι έφτιαχναν τους σωρούς στην οδό Καλογερά, μιας και δεν μας άφηναν να την ανάψουμε στην Φωκ. Νέγρη. Όταν έπεφτε ο ήλιος τα ξεραμένα στεφάνια της πρωτομαγιάς έμπαιναν πάνω από τον σορό και η φωτιά άναβε και ήταν τόσο μεγάλη που εμείς η πιτσιρικαρία δεν τολμούσαμε να πλησιάσουμε. Τα πρώτα άλματα τα έκανε η παρέα του Σταύρου με τα μεγάλα παιδιά. Εμείς τολμούσαμε μία ώρα μετά και απ' έξω από το κέντρο της φωτιάς. Τι χαρά τι απόλαυση τι θαυμαστικά σχόλια συγκεντρώναμε από τους μεγάλους, σε κάθε μας τολμηρό άλμα και ας τσουρουφλίζαμε τα μαλλιά μας πότε-πότε.

Ήταν η μοναδική μέρα του χρόνου που η 'άδεια εξόδου' από το σπίτι πήγαινε και μετά τις 7 - 8 το βράδυ και όταν γυρίζαμε μας έβαζαν για 'μπουγάδα' για να μας φύγει η καπνιά.

Νοσταλγία νοιώθω και για το βράδυ της Αναστάσεως. Η νονά μου και θεία μου Μαρίτσα, μου αγόραζε μια μεγάλη άσπρη λαμπάδα και εγώ έπαιρνα από τον θείο Πάνο το άδειο κουτί από τα τσιγάρα του, άνοιξα μια τρύπα στην μέση και το φόραγα στην λαμπάδα για να προστατευτώ από το λιωμένο κερί. Πηγαίναμε τότε στην εκκλησία που συνήθως έψελνε ο Πατέρας μου σαν ψάλτης και γυρίζαμε στις 2 το πρωί για να γευτεί όλη η οικογένεια μαζί την θρυλική μαγειρίτσα της Γιαγιάς μου.

Όμως οι εικόνες από τις προετοιμασίες των γιορτών και του Πάσχα και των Χριστουγέννων ήταν από μόνα του για εμάς ένα αξιολάτρευτο πανηγύρι.

Πώς να ξεχάσει κανείς τις μυρωδιές από τα γνήσια σμυρναίικα τσουρεκάκια που μοσχοβολούσε το φρέσκο βούτυρο όταν τα μεταφέραμε από τον φούρνο με τους ταβάδες παραμονές Χριστουγέννων και ξεκίναγε ο αξιολόγηση της παραγωγής από την Γιαγιά μου και τις κόρες της. Όχι Ουρανία ήθελε λίγο ακόμα βούτυρο, έλεγε η Ανδρώ. Και αυτός ο φούρναρης τα παράψησε σιγοντάριζε η Μαμά μου. Μια χαρά είναι αποφαινόταν ο μέγιστος κριτής, η Γιαγιά μου και όλες σώπαιναν.

Πως απολάμβανα τα όμορφα καλοψημένα σχήματα από τα βασιλοπιτάκια και την βασιλόπιτα παραμονή πρωτοχρονιάς;

Αλλά και το Πάσχα, μοσχοβολούσε ο κόσμος από τα φοβερά φοινίκια ή μελομακάρονα όπως τα ξέρετε αλλά και τους κουραμπιέδες.

Τι αρωματικές γεύσεις και τι μαγική πανδαισία από το βλέπεις την αρχόντισσα Γιαγιά και τις άξιες βοηθούς της την Ανδρώ την Ουρανία και την Ξένη, να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και πότε-πότε να μαλώνουν για μια απόφαση μέχρι η Γιαγιά και πάλι να επιβάλει γαλήνια την τάξη.

Τις γεύσεις των δημιουργιών της γιαγιάς δεν μπορώ να τις βγάλω από το μυαλό μου.

Η Σμυρναϊκή καταγωγή της μας προσέφερε, όλα αυτά που προσέφεραν οι Σμυρνιοί πρόσφυγες στην Ελλάδα μετά την καταστροφή. Την πρόοδο στα γράμματα στον πολιτισμό και στην γαστρονομία. Οι Ελλαδίτες της φτωχής μαγειρικής, που δεν ξέφευγε από το βραστό το ψητό και τις πίττες, γνώρισαν τις μυριάδες γεύσεις της Σμύρνης και αργότερα του Πόντου της Πόλης και της Αλεξάνδρειας.

Φαγητά της Γιαγιάς μου περνάνε σήμερα από μπροστά μου σαν όραμα. Υπήρχε περίπτωση να ξεχάσει κανείς την γεύση από τις γαρίδες πλακί; Τον λαγό στιφάδο; Τα σουτζουκάκια με τις πράσινες ελιές; Την κοκκινιστή πέρδικα; Τους λαχανοντολμάδες και τα γεμιστά της; Το πιλάφι της κόκκινο ή άσπρο από ζωμό μοσχαριού ή κότας;

Ας μην μιλήσω για γλυκά για την Κοπεγχάγη και τον Μπακλαβά το Καταίφι και το τυλιχτό γαλατομπούρεκο τις δίπλες και τα σαβαγιάρ και τα μοναδικά γλυκά κουταλιού, πελτέ και ξυστό και το πολυαγαπημένο μου τυλιχτό νεραντζάκι.

Γι΄αυτό το νεραντζάκι τ' αδέλφια μου και εγώ κάναμε απίστευτες ενέργειες για να το φτάσουμε. Αφαιρούσαμε ένα συρτάρι από το μπουφέ, το περιεχόμενα από το το πρώτο πατάρι, αφαιρούσαμε το διαχωριστικό και φτάναμε στην μεγάλη γυάλα με το λαχταριστό γλυκό. Ίχνη από σιρόπι και η ακατάστατη τακτοποίηση των πραγμάτων μας μαρτύρησε και βρέθηκε άλλη κρυψώνα που παρά την σκανταλιά μας δεν ανακαλύψαμε.

Αναπόσπαστο μέρος της ζωής μου σ' εκείνη την περίοδο, είναι και τα μικροατυχήματα και οι μικροτραυματισμοί προερχόμενο από τα δυνατά παιγνίδια ποδόσφαιρο κυνηγητό αμπάριζα κλπ, Πυκνά συχνά αναγκαζόμουν να προστρέξω στην Γιαγιά μου, κρυφά από την Μητέρα μου, προς αποφυγή 'παντοφλιάς'.

Όμως ποτέ δεν θα ξεχάσω την πιο σοβαρή περίπτωση που έγινε στο εξοχικό μας στην Ερυθραία ένα καλοκαίρι. Ο αδελφός μου ανακάλυψε μια τεράστια φωλιά με σφήκες κοντά στο σπίτι και μυστικά μαζί με την αδελφή μας ξεκινήσαμε με ένα αναμμένο ξύλο να βάλουμε φωτιά στην φωλιά.

Αυτό που ακολούθησε ήταν άνευ προηγουμένου, δεχτήκαμε σμήνος από σφήκες που μας τσιμπούσαν όπου έβρισκαν ξεσκέπαστο δέρμα. Ο αδελφός μου σαν ο πρώτος που πλησίασε την φωλιά δέχτηκε περισσότερα από 20 τσιμπήματα, ενώ τα λιγότερα τα δέχτηκα εγώ. Ουρλιάζοντας καλέσαμε τους δικούς μας, που έτρεχαν να βρουν αμμωνία να μας βάλουν πριν φωνάξουν γιατρό. Πρέπει να δείχναμε πολύ αξιολύπητοι και έτσι γλιτώσαμε ξύλο και γκρίνια.

Μερικοί μεγάλης ηλικίας άνθρωποι, υποβιβάζουν στο έπακρον το επίπεδο νοημοσύνης των παιδιών της προσχολικής ηλικίας. Ακόμα χειρότερα υποβιβάζουν την νοημοσύνη των παιδιών αυτής της ηλικίας τα αμέσως μεγαλύτερα παιδιά.

Θυμάμαι πόσο ωραίο συναίσθημα ήταν όταν μερικοί μεγαλύτεροι από εμένα μου μιλούσαν σαν ίσος προς ίσον. Στην μνήμη μου σαν τέτοιους ανθρώπους ξεχώριζα την Γιαγιά μου, την θεία μου Μαρίτσα τον θείο μου Χαράλαμπο, τον μεγαλύτερο από τα ξαδέλφια μου, τον Κίμωνα και αργότερα τον άνδρα της πρώτης μου εξαδέλφης Χαρίλαο.

Το ίδιο χαιρόμουν όταν σπάνια ο αδελφός μου και η αδελφή μου, σχεδίαζαν σοβαρά μαζί μου καμιά επιδρομή στα γλυκά της Μαμάς ή το πόσο πανηγύρισα σαν 7χρονος την πρώτη μου νίκη στο σκάκι επί του αδελφού μου. Με την αδελφή μου δυστυχώς άργησα πολύ να χαρώ μία νίκη.

Πόσο εντυπωσιαζόμαστε από τα ελάχιστα παιγνίδια που μας χάριζαν.

Σε μένα κυρίως ξέπεφταν διαλυμένα παιγνίδια του πρωτότοκου αδελφού μου, άλλά και άλλες φορές απόλαυσα την χαρά του αποκλειστικά δικού μου δώρου. Πλάκα είχε στις γιορτές την δικιά μου και της αδελφής μου που έπεφτε με μία μέρα διαφορά και συνήθως κάναμε τις συγκεντρώσεις ανήμερα στην δικιά μου.

Εκεί με την αδελφή μου γινόταν πόλεμος, σε ποιον ανήκει το ποιο δώρο. Θυμάμαι τι τρικούβερτος καυγάς είχε γίνει για ένα τεράστιο κουτί με νερομπογιές. Φυσικά νικητής βγήκε ο μικρός (εγώ δηλαδή), η αδελφή μου αρκέστηκε σε ένα επιτραπέζιο που άλλωστε παίζαμε πάλι μαζί.

Ένα λαχταριστό κουτί με δεκάδες αστραφτερές γκαζές, ήταν ένα ακόμα μοναδικό δώρο που μου είχε φέρει ο Μπαμπάς μου.

Πόσο περηφάνια ένοιωσα όταν ο πρωτοξάδελφος μου Σπύρος, μου έφερε γυρνώντας από το Μόναχο που σπούδαζε ένα μηχανικό ελικόπτερο που χρησιμοποιώντας μια μανιβέλα και ένα καλώδιο, γύριζες την έλικα και απογειωνόταν !
Όταν έδειξα το δώρο στην παρέα ξετρελάθηκαν. Έδωσα σε όλους ίδιο χρόνο να το παίξουν για λίγο, αλλά στον Γιώργο τον πιο στενό μου φίλο, τον άφησα να το πάρει σπίτι του να το χαρεί μια ολόκληρη μέρα.

Ο Σπύρος είχε φέρει μαζί του και το πρώτο τρανζίστορ ραδιόφωνο που είχα δει. Μέχρι τότε νόμιζα ότι ο ήχος έβγαινε από την πρίζα και πολλές φορές έστηνα μάταια το αυτί μου εκεί μπας και ακούσω τίποτα.

Κάποια εποχή με τα παιδιά αποφασίσαμε να μαζεύουμε κάθε βδομάδα από μια δραχμούλα, ώστε να αγοράσουμε κάποια στιγμή μια αληθινή δερμάτινη μπάλα, που τόσο ζηλεύαμε όσους την είχαν.
Μετά από παρέλευση ενός μηνός, καταλάβαμε ότι θα περάσει πολύς καιρός για να μαζέψουμε τα απαραίτητα, οπότε διαλύσαμε το ταμείο και με το κεφάλαιο αγοράσαμε σουβλάκια από την Βιολέτα και πατάτες τηγανητές μαζί φυσικά με μια πορτοκαλάδα με καλαμάκι. Περίσσεψε και μια δραχμή και αγοράσαμε 20 καραμέλες τσάρλεστον από τον κυρ Παντελή τον περιπτερά της πλατείας.

Μια μεγάλη στιγμή του χρόνου ήταν όταν ο Κύριος Κώστας στην ΕΒΓΑ , έφερνε τα καλοκαιρινά παγωτά. Όλο τον ρώταγαν ήρθαν τα παγωτά κύριε Κώστα και την ημέρα που τα έφερνε, αρχές Ιουνίου μου χαμογελούσε πλατιά και μου έδινε το παγωτό κρέμα ξυλάκι με την φλούδα σοκολάτας απ΄ έξω. Μία δραχμή έκανε το παγωτό και πολλές φορές όταν ήμουν ματσωμένος έπαιρνα και παγωτό κυπελλάκι που έκανε 1 και 80 λεπτά.

Από τον κυρ Κώστα αγοράζαμε το γιαουρτάκι σε τσίγκινα κεσεδάκια και το παστεριωμένο γάλα σε γυάλινο μπουκάλι. Πόσο μου άρεσε να βουτάω την κρέμα που έμενε στο πάνω μέρος του μπουκαλιού και η Μητέρα μου έκανε τα στραβά μάτια γιατί αν και λάτρευα τα γλυκά στο φαγητό ήμουν απίστευτα δύσκολος μονίμως ανόρεχτος κοντός και αδύνατος και ίδρωνε για να με ταΐσει.

Πολύς κόσμος έμπαινε κατά καιρούς στην παρέα μας, σταθερά ή περιστασιακά.
Δεν θα ξεχάσω την πρόσκληση από τον Στάθη Παναγούλη να πάμε να δούμε με την παρέα ένα ακατάλληλο έργο στο Αττικό από το μπαλκόνι τους σπιτιού τους.
'Ετυχε να έχει τον Δράκουλα των Καρπαθίων και αυτό με άφησε άυπνο τις επόμενες δέκα μέρες. Ασφαλώς ήταν ένα καψώνι του Στάθη στους πιτσιρικάδες.

Ο Ρόμπερτ Γουίλιαμ έγινε για ένα φεγγάρι καλός μου φίλος μέχρι να μας χωρίσουν τα σχολεία.

Εικόνες που προσωπικά θεωρώ πάρα πολύ σημαντικές στα χρόνια εκείνα και που λείπουν αφάνταστα από τα σημερινά παιδιά, είναι οι αφηγήσεις των μεγάλων.

Το βράδυ μαζευόμαστε μετά το δείπνο και θαυμάζαμε τις περιγραφές τους. Μάθαμε ιστορία πριν πάμε σχολείο γιατί εκείνοι οι άνθρωποι, έζησαν τον πόλεμο του 22 την προσφυγιά, τον πόλεμο του 40 και τον εμφύλιο που είχε τελειώσει πριν 5-6 χρόνια.

Έμαθα από πρώτο χέρι τις αφηγήσεις του Μπαμπά μου από το 40-41, τις αφηγήσεις των θείων μου Πάνου και Χαράλαμπου από το 12-13, την Μικρασιατική εκστρατεία, την υποχώρηση την καταστροφή και την προσφυγιά από την Γιαγιά μου.

Δεν ήταν μόνο οι ιστορικές αναδρομές, οι άνθρωποι τότε ζούσαν σαν οικογένεια πολλά άτομα μαζί. Στο πολύ μεγάλο σπίτι μας της Φωκίωνος Νέγρη, έμεναν ο θείος και η θεία τα δύο παιδιά τους, η Γιαγιά μου με την θεία μου Μαρίτσα και φυσικά οι γονείς μου και τ' αδέλφια μου. Πυκνά συχνά φιλοξενούσαμε και την άλλη κόρη της Γιαγιάς μου με τον άνδρα της και το παιδί τους.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Μπαμπάς μου διοργάνωνε μοναδικές εκδρομές με όλη την οικογένεια. Μαζευόντουσαν τουλάχιστον είκοσι πέντε με τριάντα άτομα, μπαίνανε σε ένα μεγάλο φορτηγό και πηγαίναμε στα γύρω εξοχικά μέρη, Πόρτο Γερμενό, Ζούμπερι κλπ

Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια εκπληκτική εκδρομή με δύο υπερφορτωμένα επιβατηγά αυτοκίνητα του Μπαμπά μου και του Χαρίλαου, στο χωριό Κομποτάδες κοντά στην Λαμία. Περισσότερα από δεκαέξι άτομα χώρεσαν στο επταθέσιο αυτοκίνητο του Μπαμπά και το πενταθέσιο του Χαρίλαου.

Αρχηγός της παρέας φυσικά ο θείος Τάσος, που δεν μας άφησε λεπτό ήσυχους από τις πλάκες του. Φτάσαμε στους Κομποτάδες αργά το βράδυ και κοιμηθήκαμε οι περισσότεροι στρωματσάδα σε ένα μεγάλο καθαρό χώρο. Στις 6 το πρωί μαζί με το κάλεσμα του πετεινού ο Θείος Τάσος άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι της εποχής 'Ει Μάμπο Μάμπο ιταλιάνο', στην διαπασών. Φυσικά ξυπνήσαμε ξεκαρδισμένοι στα γέλια ενώ οι μεγάλοι γκρίνιαζαν.

Σε μια άλλη εκδρομή ο θείος Τάσος ήταν και πάλι δράστης άλλου επεισοδίου με θύμα μια απίστευτα γλυκατζού θεία. Είχε φτιάξει ένα τεράστιο κουτί ζαχαροπλαστείου και διαλαλούσε ότι μέσα είχε λαχταριστά κουρκουμπίνια που λάτρευε η θεία. Κατά την μεταφορά με το αυτοκίνητο δημιούργησε ψεύτικο καυγά με την γυναίκα του και δήθεν από τα νεύρα του πέταξε το κουτί έξω από το αυτοκίνητο σε μια ρεματιά. Ήταν μεγάλο το σοκ της λιχούδας θείας αλλά εξίσου πολλά τα γέλια του αγαπητού σε όλους Τάσου.

Μια άλλη διασκέδαση ήταν το ραδιόφωνο, το μεγάλο ξύλινο ραδιόφωνο που στην κατοχή οι δικοί μου άκουγαν τα νέα από το BBC. Το βράδυ παρακολουθούσαμε τις λογοτεχνικές σελίδες, με τα πρώτα μου ακούσματα από Καρκαβίτσα και Παπαδιαμάντη, αλλά και το θέατρο στο ραδιόφωνο, που τόσο καταξιωμένοι ηθοποιοί μας συντρόφευαν τις χειμερινές νύχτες.

Μετά το σχολείο η παρέα αραίωσε. Η έντονη ανοικοδόμηση της περιοχής, άλλαξε τον κόσμο μου. Οι περισσότεροι φίλοι άλλαξαν σπίτια και μέχρι σήμερα αγνοώ την τύχη τους εκτός μερικών εξαιρέσεων με τους οποίους έχω ξαναβρεθεί τυχαία στο δρόμο.

Μόνο με τον Γιώργο κράτησα την επαφή μέχρι τα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου για να χαθούμε αμέσως μετά και να ξεκινήσουν οι σχολικές επαφές που όμως ποτέ στην καρδιά μου δεν κέρδισαν τον χώρο που καταλαμβάνει εκείνη η θρυλική προσχολική παρέα.

Μια άλλη παρέα ήρθε μετά από 40 περίπου χρόνια να με ξαναγεμίσει πραγματικά με πολύ στοργή και αγάπη, αλλά αυτά δεν ήταν τα ξέγνοιαστα αγνά και ανέμελα χρόνια.

Στέλιος Χαμόδρακας

(C) Ιανουάριος 2005
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη Xenios : 25-07-06 στις 21:01
Απάντηση με παράθεση
The Following 2 Users Say Thank You to Xenios For This Useful Post:
jimil (09-05-10), mixanobios (08-04-13)
Απάντηση στο θέμα


Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
 
Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης Αξιολογήστε αυτό το θέμα
Αξιολογήστε αυτό το θέμα:

Δικαιώματα - Επιλογές
You may not post new threads
You may not post replies
You may not post attachments
You may not edit your posts

BB code is σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι εκτός λειτουργίας

Που θέλετε να σας πάμε;


Όλες οι ώρες είναι GMT +3. Η ώρα τώρα είναι 09:36.



Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.2
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.