Acrobase  

Καλώς ήρθατε στην AcroBase.
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase.
H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη.

Επιστροφή   Acrobase > Πολιτιστικά > Λογοτεχνία
Ομάδες (Groups) Τοίχος Άρθρα acrobase.org Ημερολόγιο Φωτογραφίες Στατιστικά

Notices

Δεν έχετε δημιουργήσει όνομα χρήστη στην Acrobase.
Μπορείτε να το δημιουργήσετε εδώ

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #16  
Παλιά 11-03-10, 20:55
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Αρχική Δημοσίευση από Alaman Εμφάνιση μηνυμάτων
Εύγε αγαπητέ μου φίλε/η .
Όμορφη κατάθεση !
Σε ευχαριστώ !!!!!
Να είσαι πάντα καλά. Το ευχαριστώ δικό μου
Γιάννης
Απάντηση με παράθεση
  #17  
Παλιά 11-03-10, 20:58
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Το πηγάδι και ο ανεμόμυλος.

Το χωριό μου στο κέντρο του μικρού οροπεδίου, πανέμορφο, με τους εκατοντάδες ανεμόμυλους να γυρίζουν ασταμάτητα, για να αντλήσουν νερό από τα πηγάδια και να γεμίσουν τις δεξαμενές, για να ποτιστούν στη συνέχεια τα κηπευτικά.
Τα χρόνια εκείνα που να βρεθούν χρήματα, ο κήπος λοιπόν ήταν απαραίτητος για τις φτωχές οικογένειες του χωριού. Εκεί φύτευαν τις πατάτες, τα φασολάκια, τις ντομάτες κι’ ένα σωρό άλλα κηπευτικά, γι’ αυτό και η κάθε οικογένεια είχε τον δικό της κήπο με τον ανεμόμυλο και το πηγάδι.
Οι ανεμόμυλοι κατασκευάζονταν από τον Μανώλη, μοναδικό τεχνίτη στο χωριό για την κατασκευή τους. Τέσσερις σιδερένιες γωνίες στις άκρες αποτελούσαν τον σκελετό του με χιαστή λάμες περτσινωμένες με χειροποίητα περτσίνια, έδεναν το σύνολο του σκελετού που είχε γύρω στα τέσσερα μέτρα ύψος. Η βάσει είχε άνοιγμα περίπου δυο μέτρα και η κορυφή κατέληγε κάπου στο μισό μέτρο. Στην κορυφή του σκελετού τοποθετούσε ένα στεφάνι φτιαγμένο από χοντρή γωνία και πάνω του τον κορμό του ανεμόμυλου. Ένα τριγωνικό φτερό από λαμαρίνα στο πίσω μέρος, έκανε τον ανεμόμυλο να περιστρέφεται προς την κατεύθυνση του ανέμου και έτσι να γυρίζει η φτερωτή. Τα πανιά ήταν δεμένα στη φτερωτή πάνω σε έξι ή οκτώ σιδερένιες γωνίες που είχαν μήκος η κάθε μια περίπου ένα μέτρο. Τα πανιά λοιπόν σε σχήμα τριγώνου τυλιγμένα γύρω από τον ιστό τους, ο ανεμόμυλος δεν γύριζε, όσο όμως αυτά άνοιγαν κινούσαν τη φτερωτή και έτσι ρυθμιζόταν η ταχύτητα περιστροφής ανάλογα και με την ένταση του ανέμου. Μια σιδερένια βέργα ένωνε τον κεντρικό άξονα του μύλου με την αντλία που κι’ αυτή χειροποίητη ήταν από κάλυκες των γερμανικών πυροβόλων, λάφυρα του πολέμου διάσπαρτα εδώ κι’ εκεί.
Το νερό που αντλούσε ο ανεμόμυλος, με κατάλληλο υπερυψωμένο αυλάκι, πήγαινε στη δεξαμενή η οποία ήταν κατασκευασμένη στο ψηλότερο σημείο του κήπου κι’ αφού γεμίσει να ποτιστούν τα φυτά αργά το βράδυ.
Το καλοκαίρι θυμάμαι εγώ και δύο τρεις φίλοι κάναμε μπάνιο στις δεξαμενές που το νερό ήταν ζεστό, όχι βέβαια πως μπορούσε να κολυμπήσει κάποιος, απλώς τσαλαβουτούσαμε παίζοντας με το νερό. Είχαμε όμως και τον φόβο του αγροφύλακα του χωριού, που μας κυνηγούσε από τις ξένες δεξαμενές. Πού να μας πιάσει όμως στα μονοπάτια των κήπων. Γεμάτοι λοιπόν λάσπες και με τα ρούχα στο χέρι, κάποια άλλη δεξαμενή θα βρισκόταν να μας ξεπλύνει.
Το πηγάδι όμως ήταν ο μεγάλος κόπος. Για να σκάψουν το σκληρό χώμα και να φτάσουν στα πέντε με δέκα μέτρα βάθος δυο άντρες, περνούσε ένας περίπου μήνας σκληρής δουλειάς. Όσο βάθαινε τόσο και πιο δύσκολο γινόταν. Τότε τοποθετούσαν κάποια χειροκίνητη τροχαλία στο στόμιο του πηγαδιού κι’ έτσι τα γεμάτα με χώμα δοχεία, να ανεβαίνουν πιο εύκολα. Στα τοιχώματα δε του πηγαδιού έσκαβαν μικρές τρύπες για να πατούν και κρατώντας το σκοινί να κατεβαίνουν στον πυθμένα.
Τη χρονιά εκείνη λοιπόν άρχισε και ο πατέρας μου να σκάβει το πρώτο πηγάδι του κήπου μας.
Το ανεβοκατέβασμα στο πηγάδι δεν ήταν και εύκολο πράγμα, το διαπίστωσα την πρώτη φορά, που με τη βοήθεια του πατέρα μου, κατέβηκα όταν ακόμα ήταν δύο με τρία μέτρα βαθιά. Αργότερα και κάθε φορά που πήγαιναν για φαγητό οι γονείς μου και ο εργάτης ο κυρ Γιώργης, κατέβαινα κρυφά ώσπου έγινε παιχνιδάκι για μένα, όσο βαθειά κι’ αν ήταν. Καθόμουν στον πυθμένα του πηγαδιού, κοιτάζοντας το στόμιο του που έμοιαζε να είναι μια τρύπα στον ουρανό, καμαρώνοντας συγχρόνως γιατί μπορούσα να κάνω ότι και ο κυρ Γιώργης. Κάποια φορά με είδε η μητέρα μου και κατατρόμαξε, τώρα μου είπε θα το πω στον πατέρα σου να σε δείρει, μα όταν εκείνος το έμαθε χαμογέλασε χωρίς να πει κάτι παραπάνω στη μητέρα μου.
Το πηγάδι θυμάμαι είχε φτάσει στο προβλεπόμενο βάθος μα νερό πουθενά, ούτε ίχνος από υγρασία, έκαναν και τρύπες στον πυθμένα με μεγάλα σίδερα, λοστούς, καμιά όμως ένδειξη. Απογοητευμένος ο πατέρας μου αποφάσισε να σταματήσει. Η μητέρα μου του έλεγε, πως είναι δυνατόν το πηγάδι του γείτονα, που βρισκόταν πολύ κοντά στο νότιο άκρο του δικού μας κήπου να είναι πάντα γεμάτο νερό! Θα περνάει κάποιο υπόγειο ρεύμα νερού από εκεί της είπε. Τότε άνοιξε καινούργιο πηγάδι κοντά σ’ αυτό τον παρότρυνε η μητέρα μου. Αυτός όμως φοβόταν μήπως και χάσει το νερό, το πηγάδι του γείτονα και δε θα ήταν σωστό. Ο κυρ Γιώργης ο εργάτης που είχε ο πατέρας μου του έλεγε πως είχε δίκιο η μητέρα μου, τον παρότρυνε δε να αποφασίσει να αρχίσουν το άνοιγμα στο καινούργιο σημείο κοντά σ’ εκείνο του γείτονα. Το αποφάσισε λοιπόν κι’ έτσι μετά από λίγες ημέρες άρχισε η σκληρή δουλειά.
Πέρασε ο καιρός και το καινούργιο πηγάδι, έφτασε στο βάθος που συνήθως έβρισκαν το νερό, αλλά δυστυχώς και τώρα ούτε σταγόνα, μόνο λίγη υγρασία και τίποτε παραπάνω. Θυμάμαι πως το χώμα στο βάθος εκείνο είχε χρώμα γαλάζιο, γεμάτο απολιθωμένα κογχύλια. Φαίνεται πως το μέρος εκείνο πριν από εκατομμύρια χρόνια θα ήταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το χώμα αυτό μάλιστα το χρησιμοποιούσαν σαν μονωτικό για τις στέγες των σπιτιών, γιατί με τις πρώτες σταγόνες της βροχής γινόταν σαν κόλλα.
Ο πατέρας μου σκεφτόταν να σταματήσει γιατί όπως έλεγε, ίσως να μην έπεσαν πάνω σε κάποιο υπόγειο ρεύμα νερού αφού είχαν είδη ξεπεράσει σε βάθος του πηγαδιού του γείτονα και η στεναχώρια του ήταν πολύ μεγάλη.
Το μεσημέρι στο φαγητό έλεγαν πως αν έσκαβαν πιο βαθειά θα έπρεπε να ενισχύσουν τα τοιχώματα του πηγαδιού με τσιμεντένια στεφάνια, που όμως είχαν μεγάλο κόστος κι’ ο πατέρας μου που να βρει τα χρήματα, είχε δε και μεγάλο ρίσκο, γιατί δεν ήταν σίγουρο πως θα έπεφταν σε κάποιο ρεύμα νερού.
Εγώ λυπόμουνα που έβλεπα τους γονείς μου τόσο πολύ λυπημένους γιατί εκτός από την προσωπική δουλειά, έπρεπε να πληρώσουν και τον κυρ Γιώργη τον εργάτη.
Εκείνη τη μέρα θυμάμαι έκανε πολύ ζέστη, ας πάω στο πηγάδι είπα, ίσως δεν θα έχω άλλη ευκαιρία να κατέβω αφού θα ρίξουν τα χώματα πάλι μέσα για να το σκεπάσουν, όπως έκαναν και με το πρώτο, μα και να δροσιστώ λίγο αφού εκεί κάτω ήταν φθινόπωρο. Κοίταξα λοιπόν από το στόμιο και ο πυθμένας φαινόταν καθαρός, ο ήλιος πάνω ακριβώς από το πηγάδι έριχνε τις αχτίνες του που έκανε τα απολιθωμένα κογχύλια να λαμπιρίζουν σαν διαμάντια. Έπιασα τότε το σκοινί και πατώντας στις τρύπες έφτασα κάτω, αναποδογύρισα κάποιο δοχείο και κάθισα. Άρχισα λοιπόν να περιεργάζομαι τα κογχύλια που αν και εκατομμυρίων χρόνων ήταν τα ίδια με τα σημερινά. Κάποια στιγμή μέσα στην απόλυτη ησυχία του πηγαδιού, μου φάνηκε σαν να άκουσα κάποιο ήχο λες και έβγαινε από τα σπλάχνα της γης, ακουγόταν σαν θόρυβος βροχής που πέφτει πάνω σε ξερά φύλλα. Στην αρχή φοβήθηκα και έπιασα το σκοινί για να ανέβω, μα ήμουν και περίεργος, από που άραγε να ερχόταν αυτός ο θόρυβος, από τον πυθμένα σίγουρα δεν ήταν από που όμως; Έβαζα λοιπόν το αυτί μου στα τοιχώματα του πηγαδιού, μέχρι που εντόπισα το σημείο από το οποίο ερχόταν αυτός ο παράξενος θόρυβος. Ήταν ένα μέτρο περίπου πάνω από τον πυθμένα του πηγαδιού. Χωρίς λοιπόν να αναπνέω αυτή τη φορά, έβαλα πάλι το αυτί μου στο τοίχωμα, ο ήχος ήταν τώρα πιο καθαρός έμοιαζε σαν νερό που κυλάει νωχελικά σε κάποιο μικρό ποταμάκι. Λες να είναι το υπόγειο ρεύμα νερού που έλεγε ο πατέρας μου, είπα και χωρίς να υπολογίσω τον κίνδυνο που όπως αποδείχτηκε διέτρεξα πήρα ένα σίδερο (λοστό) που βρισκόταν εκεί κάτω και παρά το βάρος του άρχισα να χτυπάω με δύναμη το σημείο εκείνο του τοιχώματος για να κάνω κάποιο άνοιγμα. Θα είχα κάνει μια τρύπα γύρω στο μισό μέτρο όταν άρχισε να βγαίνει νερό όσο μια βρύση που είναι λίγο ανοιχτή. Τα τοιχώματα όμως της τρύπας που είχα κάνει μεγάλωναν σιγά σιγά με την πίεση του νερού που άρχισε να εκτοξεύεται στην απέναντι πλευρά του πηγαδιού. Ίσα ίσα που πρόλαβα να πιάσω το σκοινί γιατί το σημείο εκείνο άνοιξε διάπλατα κι’ ένα ποτάμι παγωμένου νερού με έλουσε. Έτρεμα από το φόβο μου γιατί όσο ανέβαινα με το σκοινί με έφτανε και το νερό λες και με κυνηγούσε. Με την ψυχή στο στόμα βγήκα έξω και χωρίς να κοιτάξω πίσω μου έτρεξα για το σπίτι φωνάζοντας, έβγαλα νερό έβγαλα νερό στο πηγάδι. Με είδαν λοιπόν οι γονείς μου βρεγμένο και γεμάτο λάσπες και κατατρόμαξαν. Άφησαν θυμάμαι το σπίτι ανοιχτό και άρχισαν να τρέχουν για τον κήπο. Έκπληκτοι κοίταζαν το πηγάδι με το νερό να βρίσκετε τώρα στη μέση περίπου του πηγαδιού και να μην πιστεύουν στα μάτια τους. Η μητέρα μου δακρυσμένη έκανε το σταυρό της για το μεγάλο θαύμα που όπως έλεγε έγινε.
Τα χρόνια πέρασαν μα το μεγάλο μου παράπονο ήταν πως ποτέ δεν με πίστεψαν. Πως ήταν δυνατόν έλεγαν να άκουσε το νερό, τα τοιχώματα του πηγαδιού έσπασαν από την πίεση του νερού έλεγε ο κυρ Γιώργης και επειδή το Γιαννιό είχε κατεβεί στο πηγάδι είπε ψέματα για να μην το μαλώσουν.
Εγώ όμως μέσα μου ένιωθα ήρωας, τον κουρασμένο πατέρα μου εγώ τον απάλλαξα από το σκάψιμο και άλλου πηγαδιού κι’ ας μη με πίστευαν.
Απάντηση με παράθεση
  #18  
Παλιά 13-03-10, 21:07
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Η Αγελάδα του κυρ Γιώργη.

Με το ψαλίδι στα ροζιασμένα του χέρια από τη σκληρή δουλειά και με κινήσεις γρήγορες ο κυρ Γιώργης, έκοβε ένα ένα τα κλήματα από το αμπέλι του. Εποχή κλαδέματος ήταν. Πιο πέρα η αγελάδα του, δεμένη σ’ ένα κλαδί, έτρωγε το πλούσιο χορτάρι. Εγώ στο διπλανό δικό μας αμπέλι, μάζευα τα κομμένα κλήματα που την προηγούμενη ημέρα είχε κόψει ο πατέρας μου για να τα κάνω μικρά δεμάτια όπως λέμε, δένοντας τα μεταξύ τους, για να χρησιμοποιηθούν αργότερα ξερά, στο τζάκι η το φούρνο για το ψήσιμο του ψωμιού.
Κάποια στιγμή μου φάνηκε πως άκουσα τον κυρ Γιώργη να μουρμουρίζει και να φεύγει γρήγορα από το αμπέλι του. Ε κυρ Γιώργη του φώναξα που πας; Ξέχασα μου απάντησε τον ανεμόμυλο στον κήπο με όλα του τα πανιά ανοιγμένα και φοβάμαι πως το βοριαδάκι που δυνάμωσε, θα μου τα σκίσει, γιαυτό πάω να του μαζέψω δυο τρία.
Δε θα είχαν περάσει δέκα λεπτά, από τη στιγμή που έφυγε ο κυρ Γιώργης για τον κήπο του και άκουσα κάποιο παράξενο θόρυβο, από το μέρος που ήταν δεμένη η αγελάδα του. Κοίταξα μα το ζώο δεν φαινόταν πουθενά, παράξενο είπα δεν μπορεί να έφυγε θα την έβλεπα. Μήπως έπεσε στο μεγάλο πηγάδι, είπα μέσα μου και η καρδιά μου πήγε να σπάσει από φόβο. Εκεί κοντά ήταν ένα παλιό πηγάδι, που όταν το πλησίαζα καμιά φορά, μου προκαλούσε τρόμο. Το άνοιγμα του ήταν πολύ μεγάλο, γύρω στα δυο μέτρα είχε διάμετρο σε σχήμα οβάλ, που το κάλυπταν οι θάμνοι και τα δέντρα, σωστή παγίδα δηλαδή. Έτρεξα λοιπόν προς το μέρος του πηγαδιού και δυστυχώς οι φόβοι μου επαληθεύτηκαν. Το άτυχο Ζώο είχε πέσει μέσα στο πηγάδι, αφού πρώτα είχε σπάσει από το βάρος του, το κλαδί που ήταν δεμένο. Το κακόμοιρο προσπαθούσε να κρατηθεί στην επιφάνεια του νερού, με σπασμωδικές κινήσεις. Ξέρω ότι τα ζώα κολυμπούν στο νερό, μα εδώ ίσα ίσα που χωρούσε το μήκος του, δεν είχε και πολλά περιθώρια δηλαδή για να κρατηθεί στην επιφάνεια του νερού, που όπως διαπιστώθηκε μετά, είχε βάθος γύρω στα τρία μέτρα.
Τώρα έπρεπε να τρέξω γρήγορα για να ειδοποιήσω τον κυρ Γιώργη, μα σκέφτηκα πως εν τω μεταξύ το καημένο το Ζώο εξαντλημένο από την προσπάθεια να κρατηθεί στην επιφάνεια του νερού θα είχε πνιγεί. Τι να κάνω, αν πέταγα μέσα στο πηγάδι τα δεμάτια με τα κλήματα, σκέφτηκα πως ίσως να μπορούσε το ζώο να πατήσει, να το βοηθήσουν δηλαδή να κρατηθεί στην επιφάνεια του νερού. Χωρίς να χάσω λοιπόν καιρό άρχισα να πετάω τα δεμάτια με τα κλήματα μέσα στο πηγάδι, που έπαιρνα από τα γύρω αμπέλια, όσα έβρισκα πιο κοντά δηλαδή.
Γιαννιό ίντα κάνεις εκειέ, εκουζουλάθηκες; Άκουσα τον κυρ Γιώργη να μου φωνάζει, καθώς πλησίαζε τρέχοντας. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο του απάντησα, η Αγελάδα σου έπεσε στο πηγάδι, πέτα κι’ εσύ κλήματα. Ο καημένος τρελάθηκε από το φόβο του, βλέπεις η αγελάδα ήταν το εργαλείο του, μ’ αυτή όργωνε τα χωράφια για το μεροκάματο. Παναγιά μου βοήθα είπε κι’ άρχισε να πετάει κι’ εκείνος δεμάτια με κλήματα που τα έπιανε μάλιστα δυο δυο. Για μια στιγμή κοίταξα μέσα στο πηγάδι, το Ζώο πατούσε, τσαλαβουτούσε καλύτερα πάνω στα δεμάτια με τα κλήματα, που από ότι υπολογίσαμε μετά, θα είχαμε ρίξει μέσα στο πηγάδι πάνω από πενήντα. Φτάνει κυρ Γιώργη τα καταφέραμε του είπα, πήγαινε τώρα στο χωριό για βοήθεια κι’ εγώ θα μείνω εδώ να κάνω παρέα στη κοπελιά σου. Με κοίταξε για λίγο στα μάτια και χωρίς να πει λέξη έφυγε τρέχοντας για βοήθεια.
Τώρα όμως άρχιζαν τα δύσκολα, για να βγει από το πηγάδι η αγελάδα, στήθηκε ολόκληρη επιχείρηση, που κράτησε πολλές ώρες μέχρι αργά το βράδυ. Στήθηκε θυμάμαι μια κατασκευή πάνω από το στόμιο του πηγαδιού με ξύλα, σαν μια τροχαλία έμοιαζε. Γι’ αυτή τη κατασκευή, δούλεψε ένας άντρας του χωριού που ήξερε από πηγάδια. Έδεσαν λοιπόν την Αγελάδα με σκοινιά και την ανέσυραν σιγά σιγά στην επιφάνεια. Θυμάμαι πόσο δύσκολο ήταν να μετακινήσουν το ζώο, από το στόμιο του πηγαδιού μέχρι να πατήσει στο έδαφος. Για καλή της τύχη δεν είχε σπάσει κάποιο πόδι, ήταν όμως γεμάτη πληγές.
Ο καημένος ο κυρ Γιώργης δεν ήξερε πως να με ευχαριστήσει, μ’ αγκάλιασε με φίλησε και δάκρυα χαράς κύλησαν στα μάγουλά του.
Το βράδυ στο καφενείο του χωριού όπως έμαθα, ο Μιχάλης ο καφετζής, έλεγε και ξαναέλεγε, αυτό το διαολοκοπέλι το Γιαννιό ( έτσι με έλεγε ) και το νερό του πηγαδιού θα έβρισκε τρόπο να αδειάσει για να σώσει το Ζώο.
Απάντηση με παράθεση
  #19  
Παλιά 17-03-10, 09:00
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Πίσω στις ζαβολιές πάλι. Όμως αυτή τη φορά φοβήθηκα πολύ. Θα μπορούσε η καημένη η Ευανθία να είχε πάθει κάποιο κακό από το φόβο της.

Τα Μανιτάρια.

Τα χρόνια εκείνα πολλοί στο χωριό μου όπως κι’ εγώ άλλωστε, βγαίναμε πρωί πρωί πριν ακόμα φέξει, για μανιτάρια. Υπήρχαν πολλά είδη μα ξέραμε και μαζεύαμε αυτά που δεν ήταν δηλητηριώδη, δηλαδή τα λευκά μικρά μανιτάρια, που βρίσκουμε στα σούπερ μάρκετ. Τώρα βέβαια τα καλλιεργούν, μα τότε υπήρχαν σε ορισμένα μόνο μέρη που τα λέγαμε πατήματα.
Παίρναμε λοιπόν τα καλαθάκια μας, κι’ ένα μαχαίρι και πηγαίναμε στα μέρη που ήξερε ο καθ’ ένας μας, στα πατήματα δηλαδή και που ήταν μυστικό. Συνήθως εκεί που βρίσκαμε ένα, υπήρχαν κοντά του και δυό τρία ακόμα που δεν φαίνονταν με την πρώτη ματιά, γι’ αυτό θυμάμαι λέγαμε κάποιο ποιηματάκι, κουρούπι κουρουπάκι βρέσμου το σύντροφό σου μη βγάλω το σπαθάκι μου και κόψω το λαιμό σου. Τα λέγαμε κουρούπια επειδή είχαν σχήμα κουρουπιού, πιθαριού δηλαδή όπως λέγονται τα πιθάρια στη Κρήτη.
Ένα τέτοιο μέρος (πάτημα ) λοιπόν ήξερα κι’ εγώ και που ήταν πάρα πολύ πλούσιο σε μανιτάρια. Πάντα χαράματα πήγαινα μη τύχει και με δει κάποιος άλλος.
Ένα πρωί όμως, που αν και χαράματα, βρήκα άλλον να μου παίρνει τα μανιτάρια, μια άλλη καλύτερα, ήταν η κυρά Ευανθία. Θύμωσα πολύ τότε και πλησιάζοντας της είπα. Κυρά Ευανθία αυτό το πάτημα, βγάζει πολλές φορές μανιτάρια που ψακώνουν (Δηλητηριάζουν) Ίντα λες ορέ πονηρέ Γιαννιό, λες να μη κατέω εγώ τους ομανίτες (μανιτάρια) μου απάντησε γελώντας κι’ έφυγε με μισογεμάτο το καλάθι της με τα μανιτάρια μου.
Μα όπως λένε το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, έτσι κι’ εγώ, πήγα να την τρομάξω και έπεσα μέσα στην ίδια παγίδα και να γιατί. Την επόμενη το βράδυ με είδε η κυρά Ευανθία και μου είπε. Αχ βρε Γιαννιό γιατί να μη σε πιστέψω εγώ! Το βράδυ που φάγαμε τους ομανίτες, κοντέψαμε να ποθάνουμε όλοι, μερικοί μας ψάκωσαν. Εγώ δεν είπα λέξη μα δεν ξαναπήγα και σ’ εκείνο το πάτημα, με φόβισε η κυρά Ευανθία.
Θα είχαν περάσει αρκετές ημέρες κι’ ένα πρωί περνώντας κοντά από εκείνο το πάτημα, είδα κάποιον να μαζεύει μανιτάρια. Ας πάω είπα να τον προειδοποιήσω μην πάθει κακό. Πλησίασα λοιπόν και τι να δω, την κυρά Ευανθία να μαζεύει μανιτάρια που δήθεν ψακώνανε. Βρε την πονηρή είπα, μου την έπαιξε και απομακρύνθηκα γρήγορα να μη με δει, για να δω τι θα κάνω. Δεν άργησα όμως να συλλάβω τη μεγάλη ιδέα. Τώρα θα σε κανονίσω εγώ κυρά Ευανθία είπα, πόλεμο ήθελες θα τον έχεις.
Σκέφτηκα λοιπόν κάτι, που τώρα που το θυμάμαι, βλέπω πόσο επικίνδυνο ήταν. Μα παιδί ήμουνα, γύρω στα δεκατέσσερα χρόνια μου δεν θα μπορούσα να καταλάβω πως η καημένη η κυρά Ευανθία θα μπορούσε να πάθει κακό από την τρομάρα που πήρε εκείνο το πρωινό.
Εκεί κοντά ήταν το υδραγωγείο του χωριού με τον μεγάλο σιδερένιο ανεμόμυλο να γυρνάει αδιάκοπα μέρα νύχτα για να τροφοδοτεί με νερό, τις τρεις με τέσσερις βρύσες που ήταν τοποθετημένες σε διάφορα σημεία του χωριού. Στα σπίτια βέβαια δεν είχε πάει ακόμα το δίκτυο μα οι σωλήνες είχαν αγοραστεί και ήταν στοιβαγμένες δίπλα στη δεξαμενή. Αν και είχαν περάσει δυό χρόνια, δεν έλεγε να τελειώσει το έργο. Ήθελαν λέει να κάνουν καινούρια δεξαμενή πιο ψηλά για να έχει μεγαλύτερη πίεση το νερό.
Πολλές φορές θυμάμαι εμείς τα παιδιά του σχολείου παίζαμε με τις σωλήνες. Τις βιδώναμε πρόχειρα μεταξύ τους δυό τρεις μαζί και μ’ ένα χωνί που βάζαμε στη μια άκρη, μιλάγαμε για να ακουστή από την άλλη λες και σου μίλαγαν μέσα στο αυτί. Καμιά φορά μάλιστα φτάναμε και πάνω από εκατό μέτρα, μα η φωνή έφτανε στην άλλη άκρη πεντακάθαρα. Κυρά Ευανθία είπα, τώρα θα δεις πως και τα μανιτάρια μιλάνε.
Το απόγευμα λοιπόν, αφού βεβαιώθηκα πως δεν με έβλεπε κανένας, πήρα σωλήνες, τις βίδωσα πρόχειρα μεταξύ τους και σε απόσταση κάπου τριάντα μέτρα. Από το μέσον δηλαδή του χωραφιού, μέχρι την αμυγδαλιά που ήταν στην άκρη του φράχτη. Σκέπασα μετά τις σωλήνες με χόρτα και χώμα, έβαλα στη μια άκρη ένα χωνί που είχα πάρει από το σπίτι και στην άλλη άκρη που ήταν στο χωράφι μέσα, βίδωσα μια γωνιά, έτσι ώστε η φωνή να κατευθύνεται προς τα επάνω. Επόμενη ενέργεια ήταν να ψάξω όλα τα πατήματα που ήξερα και να βρω ένα μεγάλο μανιτάρι, πράγμα δύσκολο γιατί εκείνα φυτρώνουν τη νύχτα με τη δροσιά και τα χαράματα τα μαζεύαμε. Στάθηκα όμως τυχερός και βρήκα αυτό που ήθελα. Το έβγαλα λοιπόν μαζί με το χώμα για να είναι φρέσκο το πρωί και το τοποθέτησα δίπλα στη γωνία της σωλήνας, έτσι που να φαίνεται από μακριά.
Την άλλη μέρα χαράματα πήρα το καλαθάκι μου και είπα της μητέρας μου, πως επειδή κι’ άλλοι ήξεραν ένα καινούργιο πάτημα, πάω νωρίς να προλάβω.
Γρήγορα γρήγορα λοιπόν έφτασα στο σημείο εκείνο, κρύφτηκα καλά και περίμενα, δεν πρόλαβα όμως να καθήσω και νάσου η κυρά Ευανθία, πέντε λεπτά αν αργούσα θα με προλάβαινε. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει για μανιτάρια, όταν έφτασε και στο δικό μου. Έσκυψε τότε να το πάρει όταν εκείνο της είπε με φωνή επιτακτική. Θα σε ψακώσω αν με πάρεις. Για μια στιγμή έμεινε ακίνητη, κοίταξε δεξιά κι’ αριστερά, παντού ερημιά, τότε έκανε πάλι την ίδια κίνηση, μα και το μανιτάρι της ξαναείπε. Θα σε ψακώσω αν με πάρεις.
Αυτά που είδα και άκουσα, θα προσπαθήσω να περιγράψω αν και είναι δύσκολο, γιατί μέσα στην τρομάρα της, έβγαζε κραυγές με λόγια ασυνάρτητα, που η αλήθεια είναι πως για μια στιγμή φοβήθηκα. Είπα μέσα μου πάει τρελάθηκε, γιατί έτρεχε εδώ κι’ εκεί λέγοντας από τα λίγα που κατάλαβα, Ιησούς Χριστός νικά κι’ όλα τα κακά σκορπά, πίσω μου σ’ έχω σατανά, μα και δεν έφευγε, κοντά στο μανιτάρι ήταν και έκανε μετάνοιες συνέχεια. Άρχιζε να φωτίζει και είπα θα με δει όπου νάνε, οπότε το μανιτάρι της ξαναφώναξε, Να μη ξαναρθείς εδώ γιατί θα σε ψακώσω. Τότε ήταν που έγινε κατοστάρης, αλλού το καλάθι της με τα λίγα μανιτάρια που είχε προλάβει να μαζέψει, αλλού το ένα της παπούτσι, γιατί πιο κάτω μπλέχτηκε σε κάτι κλήματα και έπεσε. Από την τρομάρα της το παπούτσι θα κοίταζε να πάρει; Χάθηκε λοιπόν πίσω από τα πρώτα σπίτια του χωριού, μα εμένα μ’ έπιασε πανικός. Για πότε πήγα τις σωλήνες στη θέση τους δεν κατάλαβα, ταχτοποίησα και ότι άλλο θα μπορούσε να με προδώσει, πήρα το μανιτάρι που της μίλησε και άφησα στη θέση του το καλάθι μα και τα σκόρπια μανιτάρια της και πήγα σ’ άλλα πατήματα που ήξερα, μα μετανοιωμένος πολύ γιαυτό που έκανα. Η αλήθεια είναι πως δεν μου πέρασε από το μυαλό πως θα τρόμαζε τόσο πολύ, ένα αστείο είπα θα κάνω, για να τη φοβίσω να μη ξαναπάει εκεί.
Ύστερα από καιρό έμαθα πως η κυρά Ευανθία έκανε μέρες να συνέλθει, μάταια προσπαθούσαν να την πείσουν όλοι, γνωστοί και φίλοι, πως ήταν όλα στη φαντασία της. Αυτή όμως ήταν σίγουρη πως το ξημέρωμα εκείνης της μέρας, το μανιτάρι της μίλησε.
Απάντηση με παράθεση
  #20  
Παλιά 17-03-10, 09:02
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Της μεγάλης παρασκευής τα κάλαντα.

Τα χρόνια εκείνα, τα περισσότερα παιδιά του χωριού λέγαμε τα κάλαντα κάθε μεγάλη παρασκευή.
Πολλές μέρες πριν, κάθε παρέα, συνήθως δύο άτομα, ψάχναμε στα μικρά εκκλησάκια του χωριού, για να βρούμε την εικόνα της σταύρωσης κι’ ένα καλαθάκι για τα αυγά που συνήθως ήταν το φιλοδώρημά μας.
Πρωί πρωί λοιπόν τη μεγάλη παρασκευή με την εικόνα και το καλαθάκι στο χέρι, ξεκινούσαμε να πούμε τα κάλαντα σε όσο πιο πολλά σπίτια προλαβαίναμε. Να τα πούμε; ρωτάγαμε. Αν δε μας είχαν προλάβει άλλα παιδιά, πέστετα μας έλεγαν.
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα, ήταν τα πρώτα λόγια για να καταλήξουμε στα χρόνια πολλά και δυό αυγά. Τις περισσότερες φορές βέβαια ένα αυγό ήταν το φιλοδώρημα. Όταν τελειώναμε γύρω στο μεσημέρι, το καλαθάκι μας συνήθως μισογεμάτο, πήγαινε στον μπακάλη του χωριού κι’ αυτός για την αξία των αυγών, περίπου πέντε δραχμές, μας έδινε μπαρούτι και φυτίλι για να φτιάξουμε τις τρακατρούκες (κροτίδες) που θα ρίχναμε το βράδυ της ανάστασης.
Κάποια χρονιά λοιπόν αφού τελειώσαμε τα κάλαντα στο χωριό, αποφασίσαμε να πάμε και στον οικισμό της Βόϊλας, ένα χιλιόμετρο περίπου από το χωριό που έμεναν δύο τρεις οικογένειες ανάμεσα στα μισογκρεμισμένα παλιά ενετικά χτίσματα. Στο σπίτι του κυρ Αντρέα, βρήκαμε στην αυλή τη γυναίκα του την κυρά Μαρίκα. Να σας πούμε τα κάλαντα; τη ρωτήσαμε. Μας τα είπαν άλλα παιδιά μας απάντησε αλλά θα δώσω και σε σας ένα αυγό για τον κόπο που κάνατε να έρθετε μέχρι εδώ. Μας έφερε λοιπόν ένα μικρό και ραγισμένο αυγό. Μα είναι σπασμένο της είπαμε, δεν θα το αγοράσει ο μπακάλης. Τότε να το φάτε εσείς μας είπε γελώντας. Φυσικά λίγο πιο κάτω το πετάξαμε, θυμωμένοι για τη συμπεριφορά της.
Θα είχαν περάσει κάπου δέκα μέρες μετά το Πάσχα, όταν βρέθηκα στο σπίτι του Θείου μου του Χαράλαμπου ένα πρωί, να παρακολουθώ μια Κότα που κλωσούσε τα αυγά της και που εκείνη τη στιγμή έσπαγαν τα τσόφλια για να ελευθερωθούν τα μικρά κοτοπουλάκια. Η Κότα βοηθούσε κι’ εκείνη με το ράμφος της και έσπαγε το τσόφλι όπου χρειαζόταν. Τα μικρά πουλάκια λίγο ζαλισμένα στην αρχή, έτρεχαν μετά να κρυφτούν, κάτω από τα φτερά της.
Κοιτάζοντας τα λοιπόν, μου πέρασε από το μυαλό μια πονηρή ιδέα, καιρός είπα το ραγισμένο αυγό της κυρά Μαρίκας να γίνει κοτοπουλάκι.
Χωρίς να χάσω καιρό, πήρα από τη φωλιά της Κότας ένα μικρό πουλάκι, το έβαλα στην τσέπη μου και χωρίς να με δει η Θεία μου, πήγα στο σπίτι του φίλου μου του Δημήτρη, Θυμάσαι τον ρώτησα την κυρά Μαρίκα, που μας έδωσε το σπασμένο αυγό τη μεγάλη Παρασκευή; και βέβαια θυμάμαι μου απάντησε ξερνιούνται αυτά. Είσαι να της κάνουμε μια πλάκα; τον ξαναρώτησα. Είμαι μου είπε. Του έδειξα τότε το μικρό πουλάκι, του είπα από που το πήρα και πως αν το βάζαμε κρυφά στη φωλιά, στο κοτέτσι, θα βλέπαμε τι θα έκανε η κυρά Μαρίκα, θα είχε μεγάλο γούστο.
Την ίδια ώρα λοιπόν ξεκινήσαμε για τη Βόϊλα. Αφού βεβαιωθήκαμε πως η κυρά Μαρίκα ήταν μέσα στο σπίτι, αφήσαμε το κοτοπουλάκι στη φωλιά και κρυφτήκαμε πίσω από τη μάντρα του σπιτιού.
Το καημένο χωρίς τη μητέρα του, φώναζε με το χαρακτηριστικό μπι μπι, κάνοντας τον κόκορα να ξεφωνίζει σαν τρελός. Παραξενευμένη η κυρά Μαρίκα, πλησίασε το κοτέτσι, πήγε στη φωλιά και έβαλε τις φωνές, Αντρέα Αντρέα, φώναζε τον άντρα της, τρέξε να δεις. Πετάχτηκε λοιπόν αγουροξυπνημένος από τον μεσημεριάτικο ύπνο του, ο κυρ Αντρέας και έτρεξε να δει τι συμβαίνει και φωνάζει η γυναίκα του. Έλα να δεις μια κότα γέννησε κοτόπουλο και όχι αυγό. Πήρε τότε το πουλάκι στα χέρια του ο κυρ Αντρέας και είπε στη Γυναίκα του. Πράγματι τώρα γεννήθηκε γιατί αν έβγαινε από αυγό θα υπήρχαν τα σπασμένα τσόφλια, πάω στο καφενείο και στον Παπά της είπε κι’ έφυγε τρέχοντας.
Φύγαμε κι’ εμείς τότε μα από άλλο δρόμο, για να φτάσουμε τρέχοντας πρώτοι στο καφενείο του Μιχάλη. Μετά από λίγο έφτασε και ο κυρ Αντρέας λαχανιασμένος, κρατώντας στα χέρια του το μικρό πουλάκι. Ελάτε να δείτε όλοι είπε με τρεμάμενη φωνή στους παρευρισκόμενους εκείνη την ώρα στο καφενείο. Μια κότα μου αντί για αυγό γέννησε πουλάκι και το άφησε με προσοχή σε κάποιο τραπέζι. Τώρα προ ολίγου το βρήκε η γυναίκα μου στο κοτέτσι τους είπε.
Αυτό ρε παιδιά είναι θαύμα, δεν έχει ξαναγίνει ποτέ κάτι τέτοιο είπε κάποιος. Μήπως μπορείς να το εξηγήσεις εσύ γιατρέ ρώτησε κάποιος άλλος τον Νονό μου το γιατρό, που εκείνη την ώρα έπινε το καφεδάκι του παρέα με το Δάσκαλο του χωριού ο οποίος γελούσε ασταμάτητα. Μα είναι δυνατόν να πιστεύετε πως η κότα γέννησε πουλί, τους είπε με αυστηρό ύφος ο γιατρός. Κάποιο κοπέλι σου την έσκασε Αντρέα του είπε ο δάσκαλος που δε σταμάτησε να γελάει. Λες να είναι έτσι κυρ δάσκαλε; τον ρώτησε ο κυρ Αντρέας. Ρώτα στο χωριό του είπε ο Μιχάλης ο καφετζής, κάποια κλώσα θα έβγαλε πουλιά σήμερα. Η δική μου θαρρώ πως τα έβγαλε σήμερα το πρωί είπε ο θείος μου ο Χαράλαμπος, που μόλις είχε μπει στο καφενείο και άκουσε τη συζήτηση.
Λες να περπάτησε το πουλί Αντρέα, από το κοτέτσι του Χαράλαμπου ένα χιλιόμετρο, για τα μάτια του κόκορά σου; τον ρώτησε κάποιος. Γέλια από παντού και πειράγματα στον καημένο τον κυρ Αντρέα.
Αντρέα να πεις τσι γυναίκας σου της κυρά Μαρίκας, πως τα σπασμένα αυγά της μεγάλης παρασκευής, βγάζουν καμιά φορά πουλιά, γιαυτό να μη τα δίνει φιλοδώρημα για τα κάλαντα, του είπε ο Μιχάλης ο καφετζής.
Αυτός ήξερε για το αυγό που μας είχε δώσει η κυρά Μαρίκα, του το είχα πει την ίδια μέρα..
Απάντηση με παράθεση
  #21  
Παλιά 17-03-10, 09:03
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Στις ζαβολιές πάλι. Αν και μάλλον για εκδίκηση μοιάζει πιο πολύ. Το να καταφέρεις να τρελάνεις κάποιον επειδή σου πήρε την μπάλα που κλωτσούσες ή γιατί σου έδωσε χαλασμένο αυγό για τα κάλαντα που είπες, είναι υπερβολή. Μάλλον παιδική αντίδραση θα έλεγα.


Ο Κήπος του Θεόφιλου.

Λίγο πιο κάτω από την πλατεία του χωριού, ήταν το καφενείο του Θεόφιλου. Πάντα έκλεινε νωρίς το βράδυ γατί όπως έλεγαν φοβόταν τη νύχτα επειδή το σπίτι του ήταν κοντά στο νεκροταφείο.
Μια μέρα λοιπόν παίζαμε τόπι με τους φίλους μου, στο δρόμο έξω από το καφενείο. Το τόπι ήταν μια μπάλα που φτιάχναμε μόνοι μας ,από ρετάλια (παλιόπανα) τυλιγμένα και δεμένα σφιχτά με σπάγκο, δεν υπήρχαν μπάλες τα χρόνια εκείνα, μα και να υπήρχαν που να βρεθούν τα χρήματα. Κάποια στιγμή λοιπόν το τόπι χτύπησε κατά λάθος το τζάμι του παραθύρου του καφενείου του Θεόφιλου. Η πάνινη μπάλα δεν είχε βέβαια τη δύναμη να σπάσει το χοντρό τζάμι, τράνταξε όμως το παράθυρο. Ποιος είδε τότε τον Θεόφιλο και δε φοβήθηκε, από τον θυμό του έγινε κατακόκκινος λες και του γκρεμίσαμε το καφενείο, με τις πέτρες μας κυνήγησε μέχρι την πλατεία, μας πήρε και το τόπι. Παιδιά είστε να του κάνουμε καμιά πλάκα; είπα στους φίλους μου. Τι πλάκα με ρώτησαν εκείνοι, κάτι θα σκεφτούμε τους απάντησα εγώ και φύγαμε από το σημείο εκείνο για να καταστρώσουμε τελικά ένα σχέδιο που ήθελε βέβαια αρκετή δουλειά μα άξιζε τον κόπο. Δεν ήταν εύκολο να ξανακάνεις τόπι, δηλαδή ο σπάγκος ήταν το πρόβλημα, ήθελε αρκετή ποσότητα και δεν ήταν εύκολο να βρεθεί.
Οι ανεμόμυλοι στους κήπους με ανοιγμένα πανιά, γύριζαν ακούραστα όλη την ημέρα, για να γεμίσουν τις δεξαμενές με νερό και το βραδάκι μάζευαν τα πανιά τους, άνοιγαν τις δεξαμενές και το νερό μέσα από μικρά αυλάκια πότιζε τα φυτά του κήπου. Αυτό γινόταν κάθε μέρα το καλοκαίρι. Ο Θεόφιλος όμως πότιζε τα φυτά του κήπου του κάθε πρωί γιατί το απόγευμα τα καφενεία ήταν πάντα γεμάτα από κόσμο.
Το σχέδιο μας λοιπόν ήταν να πάμε το βράδυ λίγο πριν νυχτώσει στον κήπο του Θεόφιλου κι’ αφού πρώτα περάσει εκείνος για να μαζέψει τα πανιά του μύλου, να ανοίξουμε τη γεμάτη δεξαμενή και να ποτίσουμε τα φυτά. Μετά να αφήσουμε τον ανεμόμυλο με ανοιγμένα πανιά όλη νύχτα για να ξαναγεμίσει τη δεξαμενή με νερό και πρωί πρωί πριν πάει ο Θεόφιλος να μαζέψουμε τα πανιά του μύλου. Έτσι και έγινε.
Το πρωί ο Θεόφιλος έφτασε στον κήπο του, μα καθώς τον είδε φρεσκοποτισμένο και τη δεξαμενή γεμάτη με νερό τα έχασε. Άρχισε να περπατάει ανάμεσα από τα φυτά, να ακουμπάει το βρεγμένο χώμα με τα χέρια του σαν να μη πίστευε στα μάτια του. Του φαινόταν ανεξήγητο, ποιος πότισε τον κήπο, μα και πάλι η δεξαμενή γιατί να είναι γεμάτη με νερό; Έμεινε λοιπόν ακόμα λίγο και έφυγε με γρήγορα βήματα. Μα αντί να πάει να ανοίξει το καφενείο, πήγε στο σπίτι του για να ξαναγυρίσει μετά από λίγο, αυτή τη φορά με τη γυναίκα του.
Εμείς κρυμμένοι παρακολουθούσαμε μα από μεγάλη απόσταση και ήταν αδύνατον βέβαια να ακούσουμε τι έλεγαν μεταξύ τους. Φαινόταν όμως πολύ αναστατωμένοι γιατί η γυναίκα του έκανε συνέχεια το σταυρό της. Τέλος με καθυστέρηση αρκετών ωρών πήγε στο καφενείο του. Φαίνεται όμως πως καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, γιατί το μεσημέρι έκλεισε το καφενείο και ξαναπήγε στον κήπο του. Θα πρέπει να έμεινε εκεί μέχρι το απόγευμα μα και στο καφενείο το βράδυ ανήσυχος φαινόταν.
Παιδιά είπα στους φίλους μου, πάμε να του ζητήσουμε να μας δώσει το τόπι που μας πήρε κι’ αν αρνηθεί του κάμουμε το ίδιο κόλπο. Επήγαμε λοιπόν μα μόνο που δεν μας έδειρε, με τις κλωτσιές μας πέταξε έξω από το καφενείο. Εσύ θα χάσεις του είπαμε να το θυμάσαι.
Νωρίς το βράδυ έκλεισε το καφενείο και έφυγε για το σπίτι του. Πρωί πρωί την επόμενη παρέα με τη γυναίκα του και κάποιον γείτονα του, έφτασαν στον κήπο για να βρει πάλι τα φυτά ποτισμένα και τη δεξαμενή γεμάτη νερό και τότε τρελάθηκε. Εμείς φοβηθήκαμε, το αστείο μας γινόταν επικίνδυνο. Όμως δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να μιλήσουμε σε κανέναν και να ξεχάσουμε ότι έγινε.
Φύγαμε λοιπόν από διαφορετικές κατευθύνσεις για τα σπίτια μας. Μονάχα εγώ έπρεπε να πάω στον δικό μας κήπο, είχα υποσχεθεί στον πατέρα μου, να ποτίσω ορισμένα φυτά και να ανοίξω τα πανιά του μύλου. Στο δρόμο μου όμως ήταν ο κήπος του Θεόφιλου, ας πάω από άλλο μέρος είπα, δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται. Με πρόλαβε όμως ο αγροφύλακας ο Συμεών. Στο κηπούλι (έτσι λέγαμε τον κήπο) πας Γιαννιό με ρώτησε, ναι του είπα πάω να ποτίσω μερικά φυτά. Ας έρθω κι’ εγώ να πιω λίγο κρύο νερό είπε και ξεκινήσαμε. Άσκημα τα πράγματα σκέφτηκα, θα περάσουμε από τον κήπο του Θεόφιλου, μα πάλι ας είναι, έτσι θα μάθω και τα νεότερα από πρώτο χέρι.
Φτάνοντας λοιπόν βρήκαμε τον Θεόφιλο και τη γυναίκα του σε κακή κατάσταση. Ίντα επάθατε μωρέ τους ρώτησε ο Συμεών, τα καράβια σας βουλιάξανε; Του εξήγησαν λοιπόν τότε τα συμβάντα κι’ εκείνος έβαλε τα γέλια. Σας την επαίξανε ορέ τα κοπέλια, τους είπε. Οψές αργά είδα από μακριά τρία κοπέλια να ποτίζουν το κηπούλι σου, μα δεν έδωσα σημασία είπα πως θα τα έστειλες εσύ. Κι’ αν είναι ετσά όπως λες Συμεών, γιάντα η δεξαμενή είναι γεμάτη με νερό; Μα αυτό ορέ Θεόφιλε θέλει και ρώτημα; Άφησαν το μύλο να γυρίζει όλη τη νύχτα. Πάνε ν’ ανοίξεις το καφενείο Θεόφιλε του είπε ο αγροφύλακας και σου υπόσχομαι πως θα μάθω ποια κοπέλια ήτανε και θα τα συγυρίσω εγώ. Εσύ Γιαννιό μπας και κατέης πράμα; με ρώτησε ο Συμεών. Εγώ πράμα δε κατέω του απάντησα με μεγάλη ψυχραιμία.
Άσε Συμεών μη κουράζεσαι του είπε ο Θεόφιλος τώρα κατέω τους δράστες μα δε θα σου τους μαρτυρήσω γιατί φταίω κι’ εγώ και μάλιστα ασυγχώρητα και γυρίζοντας σε μένα μου είπε. Γιαννιό σου χρωστάω ένα τόπι, έλα το βράδυ στο καφενείο να σου το δώσω..
Απάντηση με παράθεση
  #22  
Παλιά 17-03-10, 09:04
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Το χωράφι του Μανώλη

Πολλές φορές ενώ κυνηγούσα με τη σφεντόνα μου ανέβαινα στο πλάι. Έτσι λέγεται το βουνό που βρίσκεται στη νότια πλευρά του μικρού οροπεδίου, που στο κέντρο του είναι το χωριό μου. Τι όμορφα που ήταν από ψηλά να βλέπεις τους εκατοντάδες ανεμόμυλους λες κι’ ήταν γλάροι σε καταπράσινη θάλασσα. Άλλοι να γυρίζουν γρήγορα άλλοι πιο αργά, ανάλογα με πόσα πανιά είχε ανοιγμένα ο καθ’ ένας.
Το 50% του εδάφους το κάλυπταν οι κήποι, τα κηπούλια όπως τα λένε στην Κρήτη και τα υπόλοιπα τα αμπέλια. Πολύ ελάχιστα ήταν σπαρμένα εκείνα τα χρόνια με σιτάρι ή κριθάρι. Ένα τέτοιο χωράφι σπαρμένο με σιτάρι ήταν και του Μανώλη κι’ απ’ ότι θυμάμαι δεν θα ήταν παραπάνω από μισό στρέμμα.
Εκείνη λοιπόν την κρύα μέρα του Μάρτη, είχα χτυπήσει με την σφεντόνα μου κάποιο πουλί, ήταν ένας κορυδαλλός, (ασκορδαλό τον λένε στην Κρήτη). Είναι πιο μεγάλο πουλί από τον γνωστό μας σπουργίτη κάπου δυο φορές. Εκείνος τραυματισμένος κρύφτηκε μέσα στο χωράφι του Μανώλη. Εγώ όμως που ν’ αφήσω το θήραμά μου, δεν σκότωνα και κάθε μέρα τόσο μεγάλο πουλί. Έψαχνα λοιπόν για τον κορυδαλλό μέσα στο χωράφι με το σιτάρι όταν με κατατρόμαξαν οι αγριοφωνάρες του Μανώλη. Τώρα θα σε κανονίσω εγώ Γιαννιό, θα πάω στον αγροφύλακα να μου δώσει ο πατέρας σου αποζημίωση, δε θωρρείς πως μου έκανες το στάρι; Τότε μονάχα πρόσεξα πως πράγματι το σιτάρι που θα ήταν γύρω στους είκοσι πόντους ύψος, είχε πατηθεί από το πέρασμα μου λες και σχημάτιζαν τα ίχνη μου ένα μεγάλο σταυρό. Εγώ μέχρι που έκλαψα, μα που να αλλάξει γνώμη ο Μανώλης, ήθελε σώνει και καλά να με πάει στον αγροφύλακα. Μπροστά λοιπόν σ’ αυτό το ενδεχόμενο το έβαλα στα πόδια. Που να πάω όμως, καλύτερα στο σπίτι είπα κι’ ας φάω ξύλο από τον πατέρα μου, παρά στον αγροφύλακα. Έτσι κι’ έγινε, έφαγα ξύλο μα κι’ η σφεντόνα μου, μου είπε αντίο απ’ τ’ αναμμένο τζάκι.
Θα είχε περάσει κάπου μια βδομάδα, μα από το μυαλό μου δεν έφευγε η ιδέα να βρω κάποιο τρόπο να εκδικηθώ τον Μανώλη, που εξ’ αιτίας του έχασα την σφεντόνα μου έφαγα και ξύλο.
Ένα Σάββατο πρωί, μας πήγε ο δάσκαλος όλα τα παιδιά σ’ ένα δικό του χωράφι, που υπήρχαν πολλές αγριοαχλαδιές για να μας μάθει τον τρόπο να κλαδεύουμε και να μπολιάζουμε τα δέντρα. Αφού τελειώσαμε τους βάλαμε και λίγο λίπασμα για να βλαστήσουν πιο γρήγορα. Λίγο σε κάθε φυτό να βάζετε, μας είπε ο δάσκαλος, το παραπάνω θα τους κάνει κακό, θα τα κάψει.
Να ο τρόπος είπα μέσα μου, να ρίξω λίπασμα στο χωράφι του Μανώλη, μα όχι να του κάνω κακό όπως στην αρχή είχα αποφασίσει, μα έτσι για να δημιουργήσω εντύπωση, πως δηλαδή το σιτάρι όχι μόνο δεν έπαθε ζημιά από το περπάτημα μου, αλλά αντιθέτως έγινε και πιο καλό. Λίπασμα όμως που να βρω; Στου θείου μου του Χαράλαμπου το σπίτι θυμάμαι πως κάποτε είχα δει στην αποθήκη του. Πήγα λοιπόν και βρήκα την ξαδέλφη μου την Ελένη και της είπα πως κάποιο πείραμα κάνω για το σχολείο και χρειάζομαι το λίπασμα, όμως δεν πρέπει να μάθει κανένας το παραμικρό για να εντυπωσιάσω. Εκείνη μου έδωσε ένα δοχείο με αρκετή ποσότητα κι’ έφυγα προσέχοντας να μη με δει κανένας.
Άρχισε να σουρουπώνει και σταγόνες βροχής φανέρωναν πως η νύχτα θα ήταν βροχερή και κρύα, καλύτερα είπα να λιώσει το λίπασμα για να μη φανεί την επόμενη μέρα.
Έφτασα λοιπόν στο χωράφι του Μανώλη και άρχισα να ρίχνω το λίπασμα λίγο λίγο στα ίχνη που είχαν αφήσει τα πόδια μου, που ακόμα αν και πέρασαν τόσες μέρες φαινόταν καθαρά. Μόλις που πρόλαβα να πάω στο σπίτι μου γιατί άρχισε να βρέχει πιο δυνατά.
Πέρασαν κάπου δεκαπέντε μέρες όταν ένα πρωί αποφάσισα να πάω να δω τι έκανε το λίπασμα που έριξα στο χωράφι, μα δεν είδα διαφορά, το σιτάρι στα σημεία που πέρασα, είχε ξαναπάρει την κανονική του θέση. Άδικος κόπος είπα και απομακρύνθηκα. Δεν είχα πάει όμως μακριά και γύρισα το κεφάλι μου προς το χωράφι. Σα να ξεχώριζε μου φάνηκε τώρα από μακριά ο σταυρός, σα να είχε λίγο πιο σκούρο πράσινο χρώμα το σιτάρι, αν έβαζα κι’ άλλο λίπασμα σκέφτηκα ένας σταυρός σαν θαύμα θα φανεί στο χωράφι του Μανώλη. Έτσι και έγινε, πάλι στην ξαδέλφη μου για λίπασμα περιμένοντας τώρα το βροχερό βράδυ, που δεν άργησε να έρθει. Στο χωριό μου λόγω του μεγάλου υψομέτρου είχαμε πολλές βροχές εκείνη την εποχή.
Πέρασαν οι μέρες και κόντευε σχεδόν μήνας, το σιτάρι του σταυρού ήταν τώρα διπλάσιο σε ύψος από το υπόλοιπο χωράφι μα και καταπράσινο, όταν κάποιος περνώντας από εκεί είδε το παράξενο φαινόμενο και πήγε αμέσως να βρει τον Μανώλη. Θα του είπε φαντάζομαι πως κάτι ασυνήθιστο συμβαίνει με το χωράφι του, γιατί την επόμενη πήρε τον παπά του χωριού και τον πήγε στο χωράφι. Θαύμα παπά μου ίσως θα του έλεγε.
Όλο το χωριό τις επόμενες μέρες περνούσε από το χωράφι, μα κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το φαινόμενο, μα και στα καφενεία πρώτο θέμα. Μανώλη εσύ δεν μου είπες πως μια μέρα βρήκες το Γιαννιό να κυνηγάει πουλιά μέσα στο χωράφι σου, τον ρώτησε ο Μιχάλης ο καφετζής. Ναι του είπε εκείνος μα τι σχέση έχει αυτό. Πήγαινε Μανώλη να βρεις το Γιαννιό και να του πεις πως σ’ έστειλα εγώ κι’ αυτό θα σου πει τι συμβαίνει με το χωράφι σου, είμαι σίγουρος πως αυτό το πειραχτήρι έβαλε το χεράκι του για το θαύμα.
Ήρθε λοιπόν και με βρήκε ο Μανώλης και μου είπε. Γιαννιό μ’ έστειλε ο Μιχάλης να μάθω από σένα για το χωράφι μου, γιατί θα τρελαθώ και εάν ξέρεις κάτι και δεν μου το λες θα το έχεις τύψει στη συνείδηση σου. Εντάξει λοιπόν θα σου πω, μα θα μου ορκιστείς πως δεν θα πεις κουβέντα σε κανέναν. Αφού λοιπόν ο Μανώλης μου έκανε ένα σωρό όρκους, του είπα όλη την αλήθεια. Με κοίταξε τότε για λίγο κι’ άφησε ένα μεγάλο αναστεναγμό ανακούφισης. Ας είναι Γιαννιό ίσως κι’ εγώ να μη φέρθηκα καλά τότε, μα φτωχός άνθρωπος είμαι, μόλις είδα το σιτάρι όπως το είχες κάνει, θύμωσα. Όμως φίλοι Γιαννιό; Φίλοι του είπα και δώσαμε τα χέρια.
Απάντηση με παράθεση
  #23  
Παλιά 17-03-10, 09:05
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Ο παππούς μου ο παπαγιάννης.

Ένας λεβέντης Κρητικός, με το παραδοσιακό του ντύσιμο ο Παππούς μου ο Παπαγιάννης. (Παππούς από τον πατέρα μου). Το όνομά του Γιάννης όπως συνηθίζεται, πήρα κι’ εγώ. Αγράμματος μα καλοκάγαθος άνθρωπος, γεμάτος καλοσύνη. Το μόνο του ελάττωμα το κρασάκι, που καμιά φορά το παράκανε.
Το Παπαγιάννης ήταν παρατσούκλι που του είχε αποδοθεί, από την ημέρα που ο Αρχιεπίσκοπος είχε έρθει στο χωριό μας όπως έκανε άλλωστε κάθε χρόνο στη γιορτή του Αγίου Χαραλάμπους, πολιούχου του χωριού.
Πήγαιναν λοιπόν όλοι να φιλήσουν το χέρι του Δεσπότη και να πάρουν την ευχή του, πήγε κι’ ο παππούς μου, φίλησε το χέρι του και του είπε. Καλώς ήρθες στο χωριό μας κύριε παπά. Θα είπε ο καημένος αφού ο παπάς είναι σκέτο παπάς, άρα αυτός είναι κύριος παπάς και έτσι του έμεινε το παρατσούκλι. Παπάς και Γιάννης, Παπαγιάννης δηλαδή.
Το σπίτι του ήταν λίγο έξω από το χωριό, στον μικρό οικισμό του Αγίου Παντελεήμονα. Εκεί γινόταν πολύ μεγάλο πανηγύρι. Στις 27 Ιουλίου, γιόρταζε το μικρό εκκλησάκι και όλο το χωριό κάθε χρόνο ήταν εκεί. Εκείνη τη μέρα θυμάμαι κάναμε και τις πρώτες βόλτες στ’ αμπέλια, για να δοκιμάσουμε τις πρώτες κόκκινες ρόγες, από τα σταφύλια τα λιάτικα. Θυμήθηκα τώρα και τη μαύρη βράκα του, έτσι λέγετε το κάτω μέρος της Κρητικής παραδοσιακής φορεσιάς, την φόραγα πάντα τις αποκριές που ντυνόμουνα μασκαράς (καρναβάλι).
Εκεί στο σπίτι του λοιπόν, έμενα πολλές φορές τα βράδια και κοιμόμουνα μαζί τους. Με τη γιαγιά μου τη Μαγδαλινή και τον Παππού μου τον Παπαγιάννη, δίπλα στο τζάκι τα χειμωνιάτικα βράδια, να μου ψήνουν πατάτες μέσα στη καυτή στάχτη. Περνούσα δε υπέροχα. Στη μικρή αποθήκη του σπιτιού του, υπήρχαν μεγάλα πιθάρια πήλινα, που άλλα είχαν κρασί, άλλα λάδι κι’ άλλα ψωμί παξιμάδι. Εκεί λοιπόν στην αποθήκη υπήρχαν ποντίκια, γι’ αυτό ο παππούς μου έβαζε παγίδες ανάμεσα στα πιθάρια, μα όσα κι’ αν έπιανε, έφταναν άλλα.
Μια μέρα λοιπόν σκότωσα με τη σφεντόνα μου ένα φίδι που καθώς το κοίταζα μου ήρθε μια ιδέα, αν το έβαζα είπα να πιαστεί δήθεν στην παγίδα στην αποθήκη , θα είχε γούστο να δω τι θα κάνει ο παππούς μου. Πήρα λοιπόν το φίδι και μπήκα κρυφά μέσα στην αποθήκη. Στην παγίδα όμως είχε πιαστεί και ένα ποντικάκι, τόσο το καλύτερο είπα, σήκωσα γρήγορα το ελατήριο από την παγίδα και έβαλα το κεφάλι του φιδιού, που κουνούσε ακόμα την ουρά του, πίεσα και λίγο το σύρμα για να φανεί το σημάδι στο κεφάλι του και χωρίς να με δει η γιαγιά μου που εκείνη την ώρα μαγείρευε στο τζάκι, πήγα και κάθισα κοντά της. Δεν άργησε κι’ ο Παππούς μου να φανεί από το καφενείο που είχε πάει και πρώτη του δουλειά ήταν, όπως έκανε πάντα, να πάρει ένα κύπελο, να το γεμίσει από το πιθάρι κρασί, για να το πιει δίπλα στο τζάκι. Είδε λοιπόν το πιασμένο φίδι με το ποντίκι και κατατρόμαξε. Έβαλε τότε τις φωνές έτρεξε κι’ η γιαγιά μου, μα πιο ψύχραιμη εκείνη, με κοίταξε στα μάτια, κι’ αφού δεν διέκρινε κάτι το ύποπτο, του είπε να το πετάξει. Αυτός όμως επέμενε να το πάει στο καφενείο. Το επήγαμε λοιπόν παρέα κι’ έγινε χαλασμός για το πρωτοφανές περιστατικό, που δεν είχε προηγούμενο.
Βρε παιδιά είπε κάποιος, απλό είναι, το φίδι κυνηγούσε το ποντίκι κι’ έτσι πιάστηκαν μαζί στη φάκα. Αποκλείεται είπε κάποιος άλλος, αφού το φίδι κυνηγούσε το ποντίκι, αυτό θα έτρεχε να κρυφτεί κι’ όχι να πάει στο δόλωμα, σωστά είπαν όλοι τότε. Αυτό είναι κακός οιωνός είπε ο κυρ Γιώργης που έκανε το σταυρό του. Τον παπά να πάρεις είπαν μερικοί άλλοι στον παππού μου να κάνει αγιασμό. Ε Παπαγιάννη του φώναξε ο Μιχάλης ο καφετζής , μπας και σου την έσκασε, το πειραχτήρι ο εγγονός σου; κοιτάζοντας με στα μάτια.
Πολλοί με κοίταξαν τότε, μα ήταν αδύνατον να προδοθώ ήξερα καλά να προφασίζομαι την αθώα περιστερά..
Μια άλλη φορά είχε φέρει από το μετόχι μούσμουλα, γύρω στις δέκα οκάδες θα πρέπει να ήταν. Αποφάσισε λοιπόν να τα πουλήσει και με τα λίγα χρήματα που θα έπαιρνε θα αγόραζε τσιγάρα και λίγη ζάχαρη. Πήρε λοιπόν μια ζυγαριά από τον μπακάλη, την έστησε έξω κα έβαλε εμένα επί των οικονομικών. Αφού ξεπουλήσαμε μου είπε, για να δούμε τώρα Γιαννιό πόσα χρήματα πήραμε. Του έδωσα λοιπόν εγώ τα μισά περίπου και τα υπόλοιπα τα κράτησα. Αυτός ο καημένος κοίταζε τις δραχμές στα χέρια του, τις ξανακοίταζε μα δεν είπε μια λέξη.
Αυτό δεν θα το συγχωρήσω ποτέ από τον εαυτό μου. Ντρέπομαι και μόνο που το γράφω..
Απάντηση με παράθεση
  #24  
Παλιά 03-10-10, 18:07
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Θαύμα; Ίσως. Μπορεί μια πολύ βαριά πέτρα να χάσει κάποια στιγμή το βάρος της, έτσι που να κυλήσει με το φύσημα του (ανέμου)


Τα Σαλιγκάρια.

Στην Κρήτη στο χωριό μου, όπως και σήμερα έτσι και τότε μαζεύαμε σαλιγκάρια για να τα πουλήσουμε. Θυμάμαι πως υπήρχε μεγάλη ζήτηση, πολλοί μάλιστα στο χωριό κάθε καλοκαίρι έπαιρναν αρκετά χρήματα.
Οι χοχλοί όπως λένε τα σαλιγκάρια στην Κρήτη, βρίσκονται κάτω από θάμνους, πέτρες, σχισμές δέντρων, όπου δηλαδή θα μπορέσουν να προφυλαχτούν από τη ζέστη του καλοκαιριού. Εκεί θα μείνουν περιμένοντας τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου, για να βγουν πάλι από την κρυψώνα τους, να φάνε φρέσκο χορτάρι και να ζευγαρώσουν.
Πηγαίναμε λοιπόν κι’ εμείς τα παιδιά κάθε καλοκαίρι, σηκώναμε πέτρες και θάμνους και τα μαζεύαμε ένα ένα καμιά φορά και πολλά μαζί, κολληταρές όπως τα λέγαμε γατί ήταν κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο. Χρειάζεται όμως και προσοχή μεγάλη από τους σκορπιούς που σ’ αυτά τα μέρη είναι πάρα πολλοί. Κάτω από πολλές πέτρες και θάμνους όλο και θα βρεις κάποιον με το κεντρί του σηκωμένο προς τα επάνω γεμάτο δηλητήριο. Υπάρχουν όμως και άλλες ανεπιθύμητες παρέες, οι οχιές, μικρά και ευέλικτα δηλητηριώδη φίδια που όμως αν δεν τα πειράξεις φεύγουν για να κρυφτούν κάπου αλλού.
Η πραμάτεια της ημέρας, δυο με τέσσερα κιλά (οκάδες τότε) πήγαινε την ίδια ημέρα στον μπακάλη του χωριού, για να μας δώσει από πέντε έως δέκα δραχμές ανάλογα με την ποιότητα τους. Αυτός αφού μάζευε αρκετή ποσότητα κι’ αφού τα χώριζε σε κατηγορίες, τα μεταπουλούσε στη συνέχεια για τις αγορές της Αθήνας.
Εκείνο το καλοκαίρι στα δεκατέσσερα μου χρόνια ίσως και λιγότερο, ξεκίνησα μια Κυριακή πρωί για σαλιγκάρια. Αποφάσισα λοιπόν αυτή τη φορά να πάω πιο μακριά, κοντά σ’ ένα ξωκλήσι των αγίων Αναργύρων. Εκεί κάθε χρόνο γινόταν μεγάλο πανηγύρι, το εκκλησάκι την ημέρα της γιορτής ήταν στις ομορφιές του, φρεσκοασπρισμένο και στολισμένο με λουλούδια, περίμενε τους πιστούς από όλη τη γύρω περιοχή για να προσκυνήσουν και να παρακολουθήσουν τη λειτουργία. Γύρω από το εκκλησάκι οι χωριανοί ετοίμαζαν τα φαγητά τους με το απαραίτητο κρασάκι και τα γλυκά τα σπιτίσια, κάτι σαν λουκουμάδες συνήθως ήταν. Μετά τη λειτουργία άναβε το γλέντι μέχρι το βράδυ για να μείνει το εκκλησάκι μόνο του στην ερημιά του να περιμένει την επόμενη χρονιά πάλι τη γιορτή του.
Εκεί λοιπόν πήγα κι’ άρχισα να μαζεύω σαλιγκάρια που ήταν πράγματι αρκετά. Κάποια στιγμή αποφάσισα να σηκώσω μια πολύ μεγάλη πέτρα, μια πλάκα ήταν μα πολύ βαριά που όπως φαινόταν από τα πλάγια που κοίταξα είχε κάτω της πολλά σαλιγκάρια, θησαυρό από κολληταρές. Σιγά σιγά λοιπόν με όλη τη δύναμή μου σήκωσα όρθια τη μεγάλη εκείνη πέτρα, μα καθώς έσκυψα να πάρω τα σαλιγκάρια η πέτρα έγειρε από την άλλη πλευρά που τη στήριζε το αριστερό μου πόδι και το κακό δεν άργησε να γίνει. Το πόδι μου λύγισε από το βάρος της πέτρας που με παγίδεψε χωρίς να μπορώ να κάνω την παραμικρή κίνηση, λίγο ακόμα και θα έσπαζε. Πόνοι αφόρητοι και βοήθεια από πουθενά, στην ερημιά ποιος να μ’ ακούσει. Φοβήθηκα τότε πάρα πολύ που το μυαλό μου πήγε σε κάποιον θείο μου. Κι’ αυτός στην ηλικία μου ψάχνοντας για φωλιές πουλιών έπεσε από κάποιο βράχο και χτύπησε σοβαρά στο κεφάλι του. Εκεί έμεινε αναίσθητος. Δυο μέρες τον έψαχναν για να τον βρουν τελικά σε κακά χάλια, που ευτυχώς έγινε καλά.
Μέσα λοιπόν στην απελπισία μου γύρισα το κεφάλι μου προς το εκκλησάκι και ζήτησα βοήθεια από τους αγίους. Και τότε λες και ήρθαν από το πουθενά είδα δυο άντρες που βάδιζαν πολύ κοντά μου στο μονοπάτι που περνούσε μπροστά από το εκκλησάκι ο ένας πίσω από τον άλλον και να συνομιλούν χωρίς να ακούω τι ακριβώς έλεγαν. Μου έριξαν μια ματιά και συνέχισαν να βαδίζουν μέχρι που χάθηκαν από τα μάτια μου. Κι’ εγώ, να μη μπορώ να φωνάξω να τους ζητήσω βοήθεια λες και φωνή δεν είχα. Άγιοι Ανάργυροι μου, βοηθήστε με είπα πάλι κι’ έκανα μια τελευταία προσπάθεια, έβαλα τα χέρια μου πάνω στη μεγάλη πέτρα και ετοιμάστηκα με όση δύναμη μου είχε απομείνει να τη σηκώσω. Μα δεν χρειάστηκε η πλάκα εκείνη η μεγάλη κύλησε δυο φορές λες κι’ ήταν από χαρτί. Η αλήθεια είναι πως για μα στιγμή τα έχασα δεν κατάλαβα τι έγινε δεν έδωσα τότε και μεγάλη σημασία. Άργησα όμως πολύ και έπρεπε να φύγω γρήγορα. Μάζεψα τα σκόρπια σαλιγκάρια μου έκανα το σταυρό μου και πήγα στον μπακάλη για το χαρτζιλίκι. Στους γονείς μου μα και σε κανέναν δε μίλησα ποτέ κι’ έτσι ξεχάστηκε με τον καιρό.
Πέρασαν τα χρόνια μα ανεξήγητο παραμένει ακόμα. Πως εκείνη η μεγάλη πέτρα μόλις την ακούμπησα κύλισε δυο φορές χωρίς το έδαφος να παρουσιάζει κάποια κλίση και χωρίς να τη σπρώξω εγώ; Γιατί όταν σηκώθηκα δεν πονούσα αφού πριν λίγο οι πόνοι μου ήταν αφόρητοι; Γιατί δεν υπήρχε έστω μια γρατζουνιά στο πόδι μου αφού το κοντό μου παντελονάκι δεν το κάλυπτε κι’ ήταν γυμνό; Ποιοι ήταν οι δυο ξένοι γιατί σίγουρα από το χωριό μου δεν ήταν. Κι’ ύστερα πάλι, γιατί δεν σταμάτησαν να με βοηθήσουν αφού πέρασαν δίπλα μου και επομένως είδαν τι μου είχε συμβεί;

Μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή, που την περιγράφω έτσι ακριβώς όπως την έζησα τότε.
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #25  
Παλιά 03-10-10, 18:28
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Θα ήμουνα λοιπόν όπως είπα και παραπάνω, εκεί γύρω στα δέκα πέντε. Είχα αρχίσει να γλυκοκοιτάζω τις κοπελιές τις όμορφες του χωριού μου και να κάνω παρέα σε φιλικά σπίτια με μια κοπέλα, μα στα επιτρεπτά όρια σύμφωνα πάντα και με την ηλικία μου.
Μια μέρα συνάντησα στο δρόμο μια κοπέλα πολύ πιο μεγάλη από μένα και αρκετά όμορφη. Γεια σου .....της είπα κι’ αυτή μου απάντησε. Αχ μωρέ Γιάννη ίντα όμορφος που είσαι. Τα παραλές...... όχι αν ήσουν πιο μεγάλος σίγουρα θα ήθελα να σε έχω δικό μου. Ένοιωσα το πρόσωπο μου να βράζει μα δεν είχε συνέχεια η κουβέντα μας αυτή, αν και θα το ήθελα πολύ. Λες να είναι έτσι είπα μέσα μου. Ας πάμε όμως στην περιπέτεια της Ελένης και τα δικά μου μια άλλη φορά.

Η Ελένη.

Είχα κάνει όρκο πως δεν θα έλεγα ποτέ σε κανέναν τι είχε συμβεί το Αυγουστιάτικο εκείνο απόγευμα, με την πιο όμορφη γυναίκα του χωριού μου, γι’ αυτό και δεν θα πω το πραγματικό της όνομα, ας πούμε λοιπόν πως την έλεγαν Ελένη.
Θα πρέπει να ήταν τριάντα χρόνων περίπου, ίσως και λιγότερο μα η ομορφιά της ήταν γνωστή παντού. Πολλοί Άντρες ήθελαν να την κάνουν γυναίκα τους, μα εκείνη όπως και όλες οι κοπέλες του χωριού, περίμεναν το βασιλόπουλο, ήθελαν να παντρευτούν στην πόλη, να γλυτώσουν δηλαδή από τη δύσκολη ζωή του χωριού. Έτσι και η Ελένη στην πόλη παντρεύτηκε με κάποιον πλούσιο.
Εγώ στα δέκα πέντε μου χρόνια περίπου και το κοντό παντελονάκι μου ήταν παρελθόν. Βιαζόμουν να μεγαλώσω. Που να ήξερα τότε πως εκείνο το κοντό παντελονάκι με τις τρύπιες τσέπες, αν το είχα τώρα δεν θα το άλλαζα με όλο το χρυσάφι του κόσμου.
Ο Γιατρός του χωριού, που ήταν και νονός μου, είχε ένα πολύ όμορφο Άλογο μια φοράδα που θα ζήλευε ο καθ’ ένας. Μ’ αυτό πήγαινε στα διπλανά χωριά για να δει κάποιον άρρωστο. Δρόμοι και αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, μόνο στο δικό μου χωριό ερχόταν το λεωφορείο κάθε βράδυ και έφευγε πάλι το πρωί. Συχνά λοιπόν μου εμπιστευόταν ο νονός μου το όμορφο Ζώο. Να την πας μια βόλτα Γιάννη να ξεμουδιάσει λίγο μου έλεγε. Την έβγαζα λοιπόν βόλτα, έτσι χωρίς σέλα, κι’ αυτή πρόθυμη κάλπαζε ελαφρά, λες κι’ ήταν μπαλαρίνα, προσέχοντας μη με ρίξει από τη ράχη της. Ήξερε πως μόλις γυρίζαμε στο στάβλο θα της έδινα να φάει κριθάρι μέσα από τα χέρια μου.
Εκείνο το απόγευμα λοιπόν περνώντας από το μποστάνι της όμορφης Ελένης, (μποστάνι λέμε ένα χωράφι φυτεμένο με καρπουζιές, πεπονιές κ.λ.π. και που μεγαλώνουν μόνο με το νερό της βροχής.) είδα την κοπέλα να με φωνάζει. Όταν έφτασα κοντά της τρόμαξα, ήταν κατακίτρινη και δάκρυα έτρεχαν από τα πράσινα μάτια της. Πήδησα από το Άλογο και γονάτισα δίπλα της. Ίντα έπαθες Ελένη τη ρώτησα. Πονάω πολύ Γιάννη ( το Γιαννιό ήταν παρελθόν ) το πόδι μου μούδιασε και δεν μπορώ να σηκωθώ, ένας σκορπιός με δάγκωσε εδώ που καθόμουνα. Τότε πρόσεξα πως το χέρι της ήταν κάτω από το φόρεμα της και πίεζε το σημείο εκείνο. Είσαι σίγουρη Ελένη πως ήταν σκορπιός; τη ρώτησα. Κοίταξε και μόνος σου και μου τον έδειξε με το δάχτυλο της. Πάγωσα μόλις τον είδα, αρκετά μεγάλος και φαντάζομαι τον πόνο της, γιατί κι’ εμένα με είχε τσιμπήσει στο χέρι κάποια νύχτα και ήξερα πως ένιωθε. Πρέπει της είπα να ρουφήξω το σημείο που σε δάγκωσε, να βγει όσο μπορούμε πιο πολύ δηλητήριο. Προσπάθησα λοιπόν να σηκώσω το φόρεμα της μα εκείνη το κρατούσε σφιχτά με το άλλο της χέρι. Θα με αφήσεις Ελένη της είπα, να κάνω αυτό που πρέπει, ή να έρθει ο Αρχάγγελος Μιχαήλ να το ρουφήξει εκείνος. Άφησε τότε το χέρι της κι’ εγώ σήκωσα το φόρεμα της μέχρι επάνω. Το σημείο που την τσίμπησε ο σκορπιός ήταν πολύ ψηλά και στο εσωτερικό μέρος. Χωρίς να χάσω λοιπόν χρόνο έβαλα το στόμα μου στο πρησμένο κόκκινο σημάδι, αναγκάζοντας την να ανοίξει τα πόδια της. Άρχισα να ρουφάω τότε με δύναμη, χωρίς να μου περάσει από το μυαλό, πως τα χείλη μου ακουμπούσαν σχεδόν σε απαγορευμένη περιοχή. Θα είχαν περάσει κάπου δέκα λεπτά μα η κοπέλα σφάδαζε από τους πόνους, όμως θα πρέπει να είχα βγάλει κάποια ποσότητα από το δηλητήριο γιατί στη γλώσσα μου ένιωθα την πικράδα του. Τώρα μείνε ξαπλωμένη της είπα πάω να φέρω το Γιατρό.
Τότε μόνο πρόσεξα τα μακριά καλλίγραμμα πόδια της με το κατάλευκο χρώμα και το μεγάλο κόκκινο σημάδι, που είχαν αφήσει τα χείλη μου, δίπλα στο εσώρουχο της. Ήταν η πρώτη φορά, που έβλεπα μια γυναίκα μισόγυμνη και μάλιστα τόσο όμορφη.
Καλπάζοντας λοιπόν με το Άλογο δεν άργησα να βρω τον νονό μου τον γιατρό και να του πω τι συνέβη στην Ελένη και που την είχα αφήσει. Αυτός χωρίς να χάσει καιρό πήρε κάποια ένεση, ανέβηκε στο Άλογο έτσι χωρίς σέλα και χάθηκε μέσα στη σκόνη του χωματόδρομου. Έφτασα κι’ εγώ μετά από λίγο λαχανιασμένος από το τρέξιμο. Ελένη της είπε ο Νονός μου να συχωρνάς το Γιάννη που βρέθηκε εδώ κι’ έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει και που πρόλαβα κι’ εγώ να σου κάνω την ένεση. Και άλλη φορά να προσέχεις. Τώρα μείνε λίγο μέχρι να ξεμουδιάσει το πόδι σου και μετά θα σε βοηθήσει ο Γιάννης να πας στο σπίτι σου.
Αφού πέρασε λίγη ώρα, τη βοήθησα να σηκωθεί. Πως αισθάνεσαι τη ρώτησα. Καλύτερα μου είπε εκείνη και με το χέρι της να στηρίζεται στον ώμο μου, σιγά σιγά ξεκινήσαμε. Γιάννη θέλω να μου ορκιστείς, πως δεν θα πεις ποτέ σε κανένα, πως με είδες, όπως με είδες και τι μου έκανες, έχω το λόγω σου; με ξαναρώτησε κοιτάζοντας με στα μάτια. Τον έχεις της είπα αδιάφορα, αφού δεν είχα και λόγω να το πω σε κάποιον. Τότε έλα να σε φιλήσω μου είπε για να με θυμάσαι. Εγώ περίμενα να με φιλήσει στο μάγουλο, μα τα χείλη της κόλλησαν στα δικά μου χείλη για κάμποσα δευτερόλεπτα, μα μου φάνηκαν ώρες. Κοίταξα τα πράσινα μάτια της που θαρρείς έβγαζαν φωτιές και ασυναίσθητα τη φίλησα εγώ αυτή τη φορά.
Γεια σου Αρχάγγελε Μιχαήλ μου είπε και χωρίσαμε. Λίγο πιο πέρα γύρισε το κεφάλι της και μου ξαναείπε, κι’ όπως είπαμε σε κανέναν κουβέντα. Εντάξει της είπα δε θα το ξεχάσω ποτέ... Μα ούτε κι’ εσένα είπα μέσα μου και είναι αλήθεια.
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη justin : 03-10-10 στις 18:31
Απάντηση με παράθεση
  #26  
Παλιά 03-10-10, 18:33
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Στην εκκλησία κοίταζα αυτό το όμορφο ζευγάρι να το λούζουν με ρύζι και η χαρά μου ήταν μεγάλη. Αν δεν ήμουν εγώ ίσως και να μην είχαν φτάσει στο γάμο. Ήταν οι κουμπάροι μου όπως τους έλεγα.


Οι κουμπάροι μου.


Στα χωριά λίγο πολύ όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και τίποτε δεν μένει κρυφό. Έτσι και στο χωριό μου τα χρόνια εκείνα αρκούσε μια πονηρή ματιά από κάποιον σε μια κοπελιά για να γίνει σούσουρο την άλλη μέρα, ο τάδε τα έχει με την τάδε.
Ένας έρωτας λοιπόν μεγάλος, που όλοι έλεγαν πως θα καταλήξει σε γάμο, ήταν του Λευτέρη με την Ελπίδα. Ήταν πράγματι ζευγάρι ταιριαστό, μα όπως γίνεται πολλές φορές, έτσι και σ’ αυτούς κάτι έγινε και χώρισαν. Περνούσαν λοιπόν οι μέρες μα πείσμα ο ένας πείσμα η άλλη δεν έλεγαν να δώσουν τέλος στον καημό του έρωτα που τους βασάνιζε.
Εγώ παιδί τότε στα δεκαπέντε μου χρόνια κάτι ήξερα από έρωτα, ας μη πάμε όμως στα δικά μου, εδώ είχαμε να κάνουμε με τον άλλο έρωτα του Λευτέρη και της Ελπίδας.
Άκουσα λοιπόν μια μέρα τη μητέρα μου με κάποια γειτόνισσα στο πρωινό κουτσομπολιό τους να λένε. Μωρέ κρίμα τέτοιο όμορφο ζευγάρι να μη καταλήξει σε γάμο, να μπορούσε κάποιος να μεσολαβήσει σίγουρα θα τα ξαναέβρισκαν πάλι.
Σκέφτηκα λοιπόν πως θα μπορούσε να είμαι εγώ αυτός ο κάποιος που να μεσολαβήσει και μια πονηρή ιδέα πέρασε από το μυαλό μου που έβαλα αμέσως σε εφαρμογή. Αν τους έστελνα είπα μέσα μου κάποιο ερωτικό γράμμα, το ίδιο και στους δυο, θα μπορούσε να τους παρασύρει σε κάποιο ραντεβού που όλο και κάτι θα έβγαινε. Τι όμως να γράψω κι’ αν ξέρουν το γραφικό χαρακτήρα τους; Ας το γράψω είπα κι’ ότι γίνει. Έγραφα και ξανάγραφα λοιπόν ερωτόλογα, μα δεν μπορούσα να βρω τις κατάλληλες λέξεις. Σκέφτηκα τότε να τους γράψω ένα ερωτικό ποίημα στις μαντινάδες είχα ταλέντο όπως έλεγαν μερικοί. Έγραψα λοιπόν.

Χωρίσαμε και πέρασε, της μοναξιάς ο χρόνος
μάτια μου είναι αβάσταχτος, της λησμονιάς ο πόνος.
Μου έλειψες μάτια μου πολύ, χορτάριασε το χώμα
τα δάκρυα μου έκαναν, την άνοιξη χειμώνα.
Φεγγάρι μου ολόγιομο, γύρνα πίκρες να σβήσεις
και της αγάπης σου το φως, απόψε να σκορπίσεις.
Γύρισε αγάπη μου γλυκιά, οι στεναγμοί με πνίγουν
κι’ οι πόνοι που μου άφησες, να γιατρευτούν να φύγουν.
Χαμόγελο μου όμορφο, πείσματα μη μου κάνεις
γύρισε αγάπη μου το φως, του ήλιου να ζεστάνεις.

Υ.Γ. Αν μ’ αγαπάς ακόμα έλα απόψε στις επτά στο μικρό πάρκο πιο κάτω από το γραφείο της κοινότητας, θα σε περιμένω.

Το έγραψα λοιπόν δυο φορές και πολύ πρωί πήγα στον Λευτέρη. Λευτέρη μου έδωσε η Ελπίδα ένα γράμμα να σου δώσω του είπα χαμηλόφωνα. Αφού κοίταξε δεξιά κι’ αριστερά χωρίς να πει λέξει, το άρπαξε από τα χέρια μου κι’ έφυγε. Σειρά η Ελπίδα είπα και κατηφόρισα για το σπίτι της. Την είδα στην αυλή και με το χέρι μου της έκανα νεύμα πως κάτι την ήθελα. Πλησίασε λοιπόν εκείνη κι’ εγώ ψιθυριστά της είπα. Ελπίδα μου έδωσε ο Λευτέρης αυτό το γράμμα να σου δώσω. Το πήρε τότε στα χέρια της μα έγινε το πρόσωπο της κατακόκκινο, όμως είπε αυτή τουλάχιστον ευχαριστώ πολύ Γιάννη.
Το βράδυ στις εφτά Εγγλέζοι και οι δυο στο ραντεβού τους. Αφού κοίταξαν δεξιά κι’ αριστερά και βεβαιώθηκαν πως ήταν μόνοι τους άρχισαν να κουβεντιάζουν, τι έλεγαν όμως δεν θα μπορούσα ν’ ακούσω αν και το ήθελα πολύ, ήμουν κρυμμένος αρκετά μακριά πίσω από κάποιο δέντρο. Θα πέρασε κάπου μια ώρα, μα όταν σηκώθηκαν να φύγουν ένα φιλί ήταν αρκετό για να καταλάβω πως όλα πήγαν καλά. Την επόμενη μέρα μάθαμε πως ο Λευτέρης πήγε με τους γονείς του στο σπίτι της Ελπίδας και την ζήτησε επίσημα από τους δικούς της γονείς. Αρραβωνιάστηκαν λοιπόν και άρχισαν να ετοιμάζονται για το γάμο τους.
Θα είχε περάσει μια βδομάδα, όταν μου είπε η μητέρα μου ένα βράδυ πως ήρθαν στο σπίτι ο Λευτέρης με την Ελπίδα και με ζητούσαν. Καιρός είπα να εμφανιστώ μα όπως θέλω εγώ όπως τα είχα σχεδιάσει.
Έγραψα λοιπόν ένα σημείωμα που έλεγε. Αν θέλετε να μάθετε ποιος έγραψε τα γράμματα για τη συνάντηση σας ελάτε το βράδυ και οι δύο στις εφτά στο πάρκο κάτω από την κοινότητα. Πήγα λοιπόν το πρωί στον Λευτέρη και του είπα. Κουμπάρε Λευτέρη έμαθα πως με ζητούσες τι με θέλεις; Ναι Γιάννη μου οφείλεις μια εξήγηση, το ποιος σου έδωσε εκείνα τα γράμματα, όμως γιατί με είπες κουμπάρο; Έτσι για αστείο του απάντησα και η εξήγηση που ζητάς είναι εδώ και του έδωσα το σημείωμα.
Το βράδυ λοιπόν λίγο πριν από τις εφτά, πήγα στο πάρκο κάθισα στο μοναδικό παγκάκι που υπήρχε και περίμενα. Δεν άργησε όμως και το ζευγαράκι. Γιάννη μου είπαν μ’ ένα στόμα τι θέλεις εσύ εδώ; Μα για να δω τους κουμπάρους μου κακό είναι; Μη μου πεις Γιάννη πως εσύ έγραψες τα γράμματα, με ρώτησε η Ελπίδα. Γιατί δε σου γεμίζω το μάτι; της είπα. Μου το γεμίζεις και μου το παραγεμίζεις μάλιστα, αν και μου πέρασε από το μυαλό πως εσύ μόνο θα μπορούσες να γράψεις τόσο όμορφα και συγκινητικά λόγια, θα μας πεις τουλάχιστον πως το σκέφτηκες και κατάφερες να μας ενώσεις πάλι; Αφού λοιπόν τους τα εξήγησα όλα πήρα και από ένα φιλί, τους είπα πως ήθελα να γίνω ο κουμπάρος τους. Γιάννη θα το ήθελες να χαλάσουν οι σχέσεις μας με τον καλύτερο μου φίλο; Έχουμε κάνει όρκο πως όποιος παντρευτεί πρώτος ο άλλος θα τον στεφανώσει, μου είπε ο Λευτέρης. Όχι του απάντησα, εγώ έφτιαξα μια σχέση δε θα χαλάσω τώρα άλλη. Σ’ ευχαριστούμε Γιάννη μέσα από τα βάθη της καρδιάς μας, μου είπαν με πολύ συγκίνηση και αγκαλιασμένοι έφυγαν. Και να θυμάστε τους φώναξα από μακριά οι μαντινάδες που θα ακουστούν στο γάμο σας θα είναι γραμμένες από μένα για σας. Κοντοστάθηκαν για μια στιγμή, μου έστειλαν κι’ από ένα φιλί και συνέχισαν το δρόμο τους.
Λίγο πριν το γάμο τους ήρθαν και οι δυο και μας κάλεσαν. Η μητέρα μου ήταν πολύ περίεργη, αφού δεν είχαμε καμιά συγγένεια πως και μας κάλεσαν και μάλιστα σε μένα να δώσουν ξεχωριστή πρόσκληση. Με ρώταγε λοιπόν και με ξαναρώταγε η μητέρα μου γιατί σε μένα έδωσαν ξεχωριστή πρόσκληση, μα εγώ γελώντας της έλεγα πάντα πως είναι οι κουμπάροι μου.
Την ημέρα του γάμου τους λοιπόν και στο τέλος, τη στιγμή που ήρθε η σειρά μου να τους χαιρετήσω με φίλησαν ταυτόχρονα και οι δυο, ένα φιλί όμως που φανέρωνε πως κάποια ιδιαίτερη σχέση υπήρχε μεταξύ μας.
Λίγο πιο πέρα μια κοπέλα στην ηλικία μου έδινε και από μια μπομπονιέρα στους καλεσμένους από ένα πανέρι που στο κέντρο του υπήρχε μια τεράστια μπομπονιέρα που θα πρέπει να είχε μέσα πάνω από ένα κιλό (οκά τότε) κουφέτα. Όταν έφτασα λοιπόν κι’ εγώ εκεί, η κοπέλα πήρε την μεγάλη εκείνη μπομπονιέρα και μου την έδωσε. Και στα δικά σου Γιάννη μου είπε.
Πρόσεξα τότε πως μαζί με τη μητέρα μου με κοίταζαν περίεργα και πολλοί από τους καλεσμένους. Έλα εδώ Γιάννη στο σπίτι δεν πάμε αν δε μου πεις εδώ τώρα τι συμβαίνει μου είπε η μητέρα μου αρκετά ενοχλημένη από όσα είδε. Εντάξει θα σου τα πω όλα της είπα αφού δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά. Της εξήγησα λοιπόν με κάθε λεπτομέρεια τα πάντα. Μα από τότε όταν ήθελε να με πειράξει προξενητή με έλεγε.
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #27  
Παλιά 03-10-10, 18:35
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 07:20
Φύλο: Άντρας
Επώδυνοι τραυματισμοί.


Οι τρακατρούκες όπως είπαμε, ήταν σχετικά ακίνδυνες, γιατί ήταν κατασκευασμένες με χαρτί. Μάλιστα τις κρατούσαμε πολλές φορές από την μια γωνιά και έσκαγαν στα χέρια μας. Η μαύρη πυρίτιδα που χρησιμοποιούσαμε δεν είχε τη δύναμη που έχει η άκαπνη που περιέχουν τα βλήματα των πυροβόλων όπλων.
Μια μέρα ήρθε κάποιο παιδί και με βρήκε. Έχω μου είπε ένα κάλυκα θέλεις να τον σκάσουμε; Πήρα λοιπόν στα χέρια μου τον κάλυκα και του είπα να πάμε κάπου να μη μας δουν και να τον σκάσουμε. Αυτό το παιδί είχε βρει μια σφαίρα από τυφέκιο από τις χιλιάδες που υπήρχαν σκόρπιες εδώ και εκεί, κατάλοιπα των Γερμανών και Ιταλών. Μόλις είχε τελειώσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Του είχε βγάλει τη βολίδα και είχε κλείσει το στόμιο χτυπώντας το με κάποιο σφυρί. Έπειτα με κάποια λίμα είχε κάνει μια εγκοπή στο μέταλλο μέχρι που φάνηκε η πυρίτιδα. Χωρίς να υπολογίσω τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχα, άναψα ένα σπίρτο και το ακούμπησα στην πυρίτιδα. Ακούστηκε τότε ένας δυνατός κρότος και το δεξί μου χέρι γέμισε αίμα. Έτρεχα σαν τρελός προς το σπίτι μου μα αίμα σκέπαζε και τα μάτια μου. Στο σπίτι ήταν μονάχα η γιαγιά μου, η οποία τα έχασε, δεν ήξερε τι να κάνει, από το νερό που έπιναν οι κότες προσπάθησε να πλύνει το χέρι μου και το πρόσωπό μου.
Λίγα λεπτά είχαν περάσει μα το αίμα έτρεχε ποτάμι και οι πόνοι αφόρητοι. Λίγο πιο κάτω έμενε εκείνες τις ημέρες μια γυναίκα η οποία ήταν γιατρός. Άκουσε λοιπόν φαίνεται τις φωνές τις γιαγιάς μου μα και τις δικές μου και ήρθε, ίσα ίσα που πρόλαβε δηλαδή, γιατί όπως είπε μετά στο χέρι μου είχαν κοπεί φλέβες και έχανα πολύ αίμα. Έσκισε θυμάμαι κάποιο ύφασμα κα έδεσε το χέρι μου σφιχτά. Μα και το μέτωπο μου ήταν χάλια, έπρεπε να πάω αμέσως σε γιατρό. Ο νονός μου δεν ήταν εκείνες τις μέρες στο χωριό και γιατρό είχε μόνο το διπλανό που είχε απόσταση πέντε χιλιόμετρα.
Κάποιος ειδοποίησε τη μητέρα μου που ήταν στον κήπο και τρέχοντας έφτασε στο σπίτι. Οι πρώτες της λέξεις ήταν οι βρισιές. Έπρεπε όμως να πάω αμέσως στο γιατρό, με έβαλε λοιπόν ο πατέρας μου πάνω στο γαϊδουράκι και ύστερα από μια ώρα σχεδόν τρέχοντας φτάσαμε. Με δυσκολία ο γιατρός κατάφερε να ξεκολλήσει τα πανιά που ήταν πάνω στις πληγές. Ο γιατρός μου είπε να κινήσω τα δάχτυλα μου, ευτυχώς είπε δεν έχουν κοπεί τα νεύρα μα το χέρι μου είχε τα χάλια του. Υπήρχε και μια πληγή πάνω από το δεξιό μου μάτι. Επακολούθησαν αντιτετανικοί οροί ραψίματα φάρμακα μα και πόνος πολύς αβάσταχτος.
Το πάθημα όμως, λέτε να μου έγινε μάθημα; Δεν νομίζω, το ρίσκο ήταν μέσα μου, κινδύνεψα πολλές φορές και στην μετέπειτα ζωή μου και με τραυματισμούς, μα και με ενέργειες αψυχολόγητες, επιπόλαιες μη αναστρέψιμες.



Πολλές φορές κοιτάζω το χέρι μου, όχι βέβαια για να διαβάσω το μέλλον μου - αφού αν και δεν ξέρει κανείς το χρόνο που απομένει για τον τελευταίο σταθμό, εγώ νιώθω πως το τρένο ελαττώνει ταχύτητα – τα σημάδια από τον σοβαρό τραυματισμό μου βλέπω και γυρίζω πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Ονειρεύομαι τι θα μπορούσα να αποφύγω, τι θα μπορούσα να κάνω και δεν έκανα. Αν με αγάπησε κάποιος πραγματικά, τότε και τώρα. Δεν ξέρω.....
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
Απάντηση στο θέμα


Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
 
Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
You may not post new threads
You may not post replies
You may not post attachments
You may not edit your posts

BB code is σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι σε λειτουργία

Που θέλετε να σας πάμε;


Όλες οι ώρες είναι GMT +3. Η ώρα τώρα είναι 05:28.



Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.2
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.