Δεκέμβρης.
Του Πρωτοχείμωνου τ’ απόβραδο ανταριάζει,
της μοναξιάς τ’ οξειδωμένο σήμαντρο ηχεί,
οδοιπορήματα στο ξέφρενο του μελτεμιού τ’ αγιάζι,
για το προσκυνητάρι τ’ άφωτο, στερνή απαντοχή.
Γλιστρά στα δάχτυλα το γκρίζο κομπολόι,
στου λύχνου το αχνόφεγγο αναλαμπή,
χτυπά μεσάνυχτα του τοίχου το ρολόι,
κοντά στα ξημερώματα, μοιραία υποταγή.
Σκιά, φιγούρα ακέντητη και μνήμες ρεφενέ,
στην γκρεμισμένη την υπόγεια την ταβέρνα,
ποτό ξενόφερτο στου ιντερνέτ τον καφενέ,
ανάμνηση μιας εποχής, στο κάδρο η λατέρνα.
Διαβάτη ξένε τον χιονάνθρωπο που προσπερνάς,
είναι επαίτης της ζωής μη τον χλευάσεις,
θ’ αρθεί καιρός, χιονιάς κι’ εσύ που θα πονάς,
στη θύελλα του χρόνου θα ριγάς, θα κλάψεις.
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη justin : 06-08-12 στις 13:11
|