Τι σημαίνει διαγουμιστής.
Ο άρπαγας που λεηλατεί. Κουρσευτής.
Τι θα πει. Διαζευγνύω.
Θα πει διαλύω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται. «Διέζευξαν τη γέφυρα»
(Για πρόσ) Διαλύω το δεσμό του γάμου, χωρίζω κάποιον από τον ή την σύζυγο.
Τι σημαίνει. Λειψανάβατος.
(για ψωμί) που ζυμώθηκε χωρίς αρκετό ή χωρίς καθόλου προζύμη.
Τι είναι το Κεμέρι.
Βαλάντιο, πορτοφόλι.
Από το λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας.
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
|