Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #10  
Παλιά 01-03-14, 12:50
Αλιμέδων
Guest
 

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ (ΑΠΟ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥΣ) ΕΚΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ

εντύπωση ότι είναι τούρκικες. Οι περισσότερες είναι λαϊκές λέξεις (που πλάστηκαν από τον απλό και όχι πάντα εγγράμματο λαό των βυζαντινών χρόνων), αν και σε μερικές υπάρχει και λόγια παρέμβαση. Είναι αυθεντικές ελληνικές λέξεις και δεν αποτελούν "αντιδάνεια", εφόσον η δημιουργία, η διαμόρφωση και η βασική μετεξέλιξή τους έγιναν από Έλληνες της βυζαντινής περιόδου (ιδιαίτερα της Κωνσταντινούπολης και της Μ. Ασίας). Οι παρανοήσεις που δημιουργούν σύγχυση σχετικά με την προέλευση των συγκεκριμένων λέξεων έχουν σχέση με τα εξής:
-Πολλοί πιστεύουν εσφαλμένα ότι οι φθόγγοι "τσ" και "τζ" είναι καταγωγής τούρκικης, ενώ στην πραγματικότητα προέρχονται:
# από την παραφθορά του "ξ" σε "τσ" (ιδιαίτερα στην πρόθεση "εξ") π.χ. εξατίζω>τσατίζω
# από την παραφθορά του "δ" σε "ζ" και "τσ" π.χ. καρφίς >καρφίδα >καρφίζα >καρφίτσα
# από σύνθεση λέξεων που περιέχουν "τ" και "σ" π.χ. ούτως+ει >ουτωσί >έτσι
# από την παχιά προφορά του "κ" (όπως στη διάλεκτο της Κρήτης) π.χ. σκέπη >στσέπη >τσέπη
# από την παχιά προφορά του "τ" (όπως στα αγγλικά το "motor" ακούγεται σαν "μότσορ" ) π.χ. κατοικίδιο >κατσοικίδιο >κατσίκι
-Πολλοί πιστεύουν εσφαλμένα ότι ο φθόγγος "μπ" είναι καταγωγής τούρκικης, ενώ στην πραγματικότητα προέρχεται:
# από τη συμπροφορά του "π" με το "ν" στην αιτιατική π.χ. τον παπά> το μπαμπά
# από την παραφθορά του "β" σε "π" και "μπ" π.χ. βορράς> μπόρα
-Πολλοί πιστεύουν εσφαλμένα ότι ο φθόγγος "ντ" είναι καταγωγής τούρκικης, ενώ στην πραγματικότητα προέρχεται:
# από τη συμπροφορά του "τ" με το "ν" στην αιτιατική π.χ. την τολύπη> τη ντουλάπα
# από την παραφθορά του "δ" σε "ντ" π.χ. δαής> νταής
-Καταλήξεις όπως -άκι, -ίκι, -έτι, -άνι, -άρι είναι τα ελληνικά υποκοριστικά -άκιον,-ίκιον, -άριον και παρόμοια
-Καταλήξεις ιδιότητας όπως -ας, -τζης, ιτζής είναι οι ελληνικές καταλήξεις -εύς>-έας>άς και -ιδεύς>ιζεύς>ιζής>ιτζής
-Η κατάληξη των ονομάτων "-ογλου" προέκυψε από τη μετεξελιγμένη προφορά του "-όπουλου" > όπλου > όγλου (π.χ. Μητρόπουλου>Μητρόγλου)
-Τα συνηθέστερα πάθη φθόγγων που δημιουργούν μετεξελίξεις της προφοράς λέξεων αυτού του τύπου είναι:
# πάθη συμφώνων ξ>τσ>τζ, δ>ζ.τζ, δ>ντ, θ>ζ>τζ, χ>κ, χ>γ, β>μπ, π>μπ, γ>γκ, γ>τζ, στ>τσ>τζ, φ>π>μπ, ψ>τσ
# πάθη φωνηέντων ω>ου, ω>αυ, υ>ου, α>ε , στην αιολική διάλεκτο το «υ» προφερόταν σαν «ου» -- αυτός=αούτος και αβούτος.

Ιδού οι λέξεις που συνοδεύουν το κείμενο και η (εξ ελληνικών) ετυμολογία τους:

ΑΓΑΣ (δεσποτικός-αυταρχικός), <αγάομαι=θαυμάζω > άγιος
ΑΓΙΑΖΙ (πρωινό ή νυχτερινό κρύο), <αγιάζει (σε κάνει άγιο από την ταλαιπωρία, "σε αγιάζει")
ΑΪ <άγε <άγω (προστ. ενικού) = πήγαινε
ΑΪΝΤΕ, ΑΝΤΕ <άγετε <άγω (προστ. πληθ.) = πηγαίνετε # άλλοτε με έννοια προτροπής για ενέργεια και άλλοτε με έννοια μικρής έκπληξης (π.χ. άντε καλέ!)
ΑΛΑΝΑ (ανοιχτός χώρος), <αλώνι
ΑΛΑΝΙ (αλήτης), <αλοάω, αλέω = αλωνίζω, γυρίζω γύρω
Αμπάρι <εμπόριον
Ασίκης <άση=πόθος, # ερωμένος, αρρενωπός
Αφέντης <<αυθέντης <αυτός (τ>θ) + έντο (αόρ. β΄του ίημι). Ο κινούμενος (ενεργών) με την θέλησή του
Αχούρι <μετγ. αχύριος < «σωρός από άχυρα» < αρχ. άχυρον
Άχτι <άχθος = βάρος > άχθιον # εννοείται ψυχικό βάρος
ΓΙΑΚΑΣ (περιλαίμιο), <οίσω=θα φέρω+άξω=θα οδηγήσω> οίαξ > ύαξ, του ύακος, τον ύακα> τον γιακά # διότι αποτελεί τον οδηγό του ενδύματος
ΓΙΑΟΥΡΤΙ (πηγμένο γάλα), <υγίαρτος <υγεία + άρτος = υγιεινό φαγητό
ΓΙΑΠΙ (οικοδομή), <ιάπιον <ιάπτω=χαλώ, ρίχνω, ασχημίζω ("ιάπτω" από το ίω=πηγαίνω+άπτω=συνδέω)
ΓΙΑΡΜΑΣ (ροδάκινο), <υγεία + αρμός <υγίαρμος >γιαρμός >γιαρμάς (από το αρμόζω=τακτοποιώ) # φτιάχνει την υγεία
Γιαχνί <αχνός <αχνίζω
ΓΙΛΕΚΟ (περιθωράκιον), <γύλιο (>γυλιό) + έχω >γυλέχω >γυλέκο (από το γύρος>γύριος>γύλιος # περιβάλλει γύρω γύρω (όπως ο γυλιός των στρατιωτών)
ΓΙΝΑΤΙ (πείσμα), <έννοια τι > έγνοια τι >γνοια τι > γινάτι
ΓΙΟΥΡΟΥΣΙ (επίθεση), <ορμώ > όρμησις (εφόρμησις) > ούρμησι > ούρουμσι > ούρουσι
Γιούχα <ιαχή
ΓΚΑΙΝΤΑ (άσκαυλος), <ογάομαι και ογκάομαι=ονοματοποιία από το γα-γα, γκα-γκα του όνου >γάϊδα και γκάϊδα =όργανο που ακούγεται σαν ογκάνισμα όνου
ΓΚΕΜΙ (χαλινάρι), <άγω=οδηγώ >άγημα, ηγεμών>ηγέμιο >γέμιο >γκέμι # μέσο καθοδήγησης
ΓΛΕΝΤΙ (διασκέδαση), <χλεύη < χλευάζω < γελοιάζω =περιγελώ > γλεύη > γλέμπη > γλέντη (ντ>μπ) >γλέντιον
ΓΟΥΡΙ (τύχη), <γύρος < γύριος # διότι η τύχη γυρίζει (γύριος τύχη) > γούριος (με προφορά του «υ» ως «ου»)
ΓΡΟΥΣΟΥΖΗΣ (κακότυχος), <γουρσούζης <γούρι + σώζω = μου λείπει το γούρι
ΔΕΡΒΕΝΙ (κλεισούρα), <δέρη (ή δέρα ή δειρή από το δέρα=δέρμα) = κοίτη χειμάρρου + βαίνει # διότι στο βάθος της κλεισούρας περνάνε χείμαρροι
Δράμι <δραχμή<δράττω=πιάνω μετο χέρι
ΕΡΓΕΝΗΣ (άγαμος), <εριγένης < ρίζα ερι=δυνατός + γένος # επειδή διατηρεί το γένος του
ΖΑΜΑΝΙΑ (μεγάλο χρονικό διάστημα), <εξαμήνια=εξάμηνα > ξαμήνια > ξαμάνια >ζαμάνια
ΖΑΡΖΑΒΑΤΙΚΑ (λαχανικά), <ζαρός (από το ζαρώνω)=όχι ανθεκτικός + διαβατός (>αιολικό ζαβατός > ζαβατικός) > ζαρά ζαβατικά # πρόσκαιρα φυτά (εποχιακά)
Ζεϊμπέκικος <Ζευς + μπέκος (=άρτος), βέκος ή μπέκος = μπουκιά, ψωμί, αρτοζηνός = άρτος του Δία
ΖΟΡΙ (δυσκολία), <ζωγρώ > ζωγρία = σύλληψις ζωντανού, αιχμαλωσία > ζώγρη > ζώρη
ΖΟΥΜΠΟΥΛΙ (υάκινθος), <δίβουλη (δύο+βουλή=γνώμη) >ζίβουλη >ζιμπούλιον > ζιμπούλι #το άνθος των δίβουλων (άστατων) γυναικών
ΚΑΒΓΑΣ (φιλονικία), <καυγάς < καίω < καύμα <καύγμα
ΚΑΒΟΥΚΙ (καύκαλο), <κύβος > κυβούκιον # περίβλημα
ΚΑΒΟΥΡΔΙΖΩ (φρυγανίζω-ξεροψήνω), <καίω + είρω = συναρμόζω > κάβειρος
ΚΑΖΑΝΙ (λέβητας), <καίω > καϊάς >καϊσάνιον >κασάνιον >καζάνιον
ΚΑΙΚΙ (βάρκα), <καίω <καϊά < καΐδιον (όπως αποκαΐδι) < καΐκιον # από τις φωτιές που άναβαν για πυροφάνια
Καϊμάκι <καίω, καύσις, καύμα>καυμάκιον
ΚΑΛΕΜΙ (γραφίδα), <κάλαμος>καλάμι
ΚΑΛΟΥΠΙ (μήτρα-πρότυπο), <καλόπους (καλαπόδι)
ΚΑΛΠΙΚΟΣ (κίβδηλος), <κάλπη > κάλπις = κλεψύδρα, κληρωτίς,# διότι μπορεί να σε ξεγελάσει
ΚΑΠΑΚΙ (σκέπασμα- κάλυμμα), <σκεπάω = στεγάζω > σκέπη > σκέπας > σκεπάκιον
ΚΑΡΑΟΥΛΙ (φρουρά-σκοπιά), <κάρα=κεφάλι, πρώτος + όλοι = μπροστά όλοι = εμπροσθοφυλακή
ΚΑΡΠΟΥΖΙ (υδροπέπων), <καρπός >καρπόσιον
ΚΑΣΜΑΣ (αξίνα-σκαπάνη), <χασμάς < χάσκω # ανοίγω τρύπες σκάβοντας
Καταΐφι <κατά + υφή = πολύ ψιλής υφής, ψιλοκομμένο
ΚΑΤΣΙΚΑ (ερίφι-γίδα), <κατοικίδιον <κατσοικίδιον <κατσίκιον #το κατεξοχήν κατοικίδιο ήταν η γίδα
ΚΑΦΑΣΙ (κιβώτιο), <κύβος > κυβούκιον > καβούκι >καφούσι
ΚΕΛΕΠΟΥΡΙ (ανέλπιστο εύρημα), <κέλομαι = καλώ + πόρος = έσοδο < κελεπόρος < κελεπόριον
ΚΕΦΙ (ευδιαθεσία), <χαρά -κι ευθυ-μία > κι ευθυ >κέφι
Κεφτές <κοπτός < κόπτω = ψιλοκομμένο κρέας
ΚΙΜΑΣ (ψιλοκομμένο κρέας), <χυμάς <χύμα < χύνω <χιμώ <χέω # διότι ψιλοκόβοντας το κάνουμε να ρέει
ΚΙΟΣΚΙ (περίπτερο), <κίων=κολόνα +σηκοί = μάντρες >στέγαστρα με κολόνες γύρω
ΚΟΛΑΙ (ευκολία-άνεση), <ευκολία > ευκολάι > κολάι
ΚΟΛΑΟΥΖΟΣ (οδηγός), <κολεούχος <κολεός (=θήκη) + έχω # θήκη που μεταφορικά σημαίνει και οδηγός
ΚΟΠΙΤΣΑ (πόρπη), <κόπτω > κοπή > κοπίδι > κοπίδα > κοπίζα (δ>ζ>τσ)
ΚΟΤΖΑΜ (τεράστιος-πελώριος), <κοτάω, κοτώ=τολμώ >κοτός+άμα=ταυτόχρονα >κοτοσάμα >κοτσάμα >κοτζάμ #μεγάλος και ατρόμητος
ΚΟΤΣΑΝΙ (μίσχος), <κόπτω > κόψω >κόψη > κοψάνι >κοτσάνι
ΚΟΤΣΙ (αστράγαλος), <κόπτω > κόψω > κόψη > κότση
ΚΟΥΒΑΡΝΤΑΣ(γενναιόδωρος-ανοιχτοχέρης), <κόβαρος, κουβαράς, κουβάρι
ΚΟΥΒΑΣ (κάδος-αγγείο), <κύβος > κούβος («υ» > «ου»)
ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ (δοχείο χρημάτων), <κόβαρος, κουβαράς, κουβάρι
ΚΟΥΣΟΥΡΙ (ελάττωμα-μειονέκτημα), <κόπτω > έκοψα > κοψός > κοτσός (ψ>τα) > κουτσός > κούτσουρο >κουτσούρης
ΚΟΥΤΟΥΡΟΥ (ασύνετα-απερίσκεπτα), <κουτός (=ανόητος) + ορώ (=βλέπω) # βλέπω χωρίς να σκέπτομαι
ΛΑΓΟΥΜΙ (υπόνομος-οχετός), <λαγός + εμώ # όπως σκάβει τρύπες ο λαγός
ΛΑΠΑΣ (χυλός), <λαπάσσω = μαλακώνω, αδειάζω χυλό > λάσπη
ΛΕΒΕΝΤΗΣ (ανδρείος-ευσταλής), <λέμβος + έχω >λεμβέτης ή λεμβίτης # αυτός που οδηγεί βάρκες είναι ιδιαίτερα στιβαρός
ΛΕΚΕΣ (κηλίδα), <κελαινός (μαύρος) > κηλίς > αντιμετάθεση ληκίς > λεκές
ΛΕΛΕΚΙ (πελαργός), <λάσκω, παρκμ. λέλακα ή λέληκα = κράζω, Λέλεξ ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Σπάρτης το 1500 π.Χ., Λέλεγες ήταν οι Πελασγοί κάτοικοι στην Πελοπόννησο αλλά και στην Έφεσο, Λοκρίδα, Βοιωτία, Εύβοια, Ακαρνανία, Θεσσαλία, Λευκάδα, Κυκλάδες.
Λεφούσι <ρεύσις, ρευστός = άστατος, ρ>λ, υ>φ - το πλήθος.
ΛΟΥΚΙ (υδροσωλήνας), <λούω=λούζω >λουικός >λοϋκιος # οχετός για την απαγωγή των νερών του λουτρού
ΜΑΓΙΑ (προζύμη-ζυθοζύμη), <μαϊά < μαία < μητέρα # η αρχική ύλη από την οποία γεννιέται το ψωμί
ΜΑΓΚΑΛΙ (πύραυνο), <μέγας + κήλεος (=καυστικός, εξ ού και κάλιον) > μέγα κάλιον >μαγκάλιον
ΜΑΓΚΟΥΦΗΣ (έρημος), <μέγας + κούφος (κενός) = άδειος, μόνος
ΜΑΙΝΤΑΝΟΣ (πετροσέλινο-μακεδονίσι), <μακεδονήσι < μακντονής < μαϊντονής < μαϊντανός
ΜΑΝΑΒΗΣ (οπωροπώλης), <μανόβιος <μανός = χαλαρός,οκνηρός + βίος
ΜΑΝΤΖΟΥΝΙ (φάρμακο), <μας σώνει >μασζώνει >ματζώνι >ματζούνι # έχει ευεργετικές θεραπευτικές ιδιότητες
ΜΑΟΥΝΑ (φορτηγίδα), <μαόνι (αφρικανικό ξύλο) >μαούνι >μαούνια >μαούνα # από το ξύλο της εσωτερικής επένδυσης
ΜΑΡΑΖΙ (φθίση), <μαραίνω, μαρασμός
ΜΑΡΑΦΕΤΙ (μικρό εργαλείο), <μαρασμός, μάραμα + εύθετος, ευθέτης, ευθετίζω(=ευθειάζω, τακτοποιώ, φτιάχνω) # φτιάχνει τα χαλασμένα
ΜΑΣΟΥΡΙ(μικρό ξύλο), <μαζεύω <μάζω (να μάσω)< μάσω + ορώ >μασόριον = κουβαρίστρα
ΜΑΧΑΛΑΣ (συνοικία), <μύκλος (από το μύω=κλείνω μέσα) >μαχλός > μαχλάς >μαχαλάς # περιέχει κόσμο και ζωή
ΜΕΖΕΣ (ορεκτικά), <με ζέση (=τα τρώγω με μεγάλη επιθυμία) # ορεκτικά που προκαλούν επιθυμία φαγητού
ΜΕΛΤΕΜΙ (άνεμος ετησίας), <μελίτη + άνεμοι = οι άνεμοι που φυσάνε προς τη Μάλτα (βορειοανατολικοί)
ΜΕΝΕΞΕΣ (εύοσμο λουλούδι), <μενέξενος <μένω (=αντέχω, περιμένω, ποθώ) + ξένος # ποθεί τους ξενιτεμένους (άνθος των ξενιτεμένων)
ΜΕΝΤΕΣΕΣ (στρόφιγγα), <μένω + δένω (>δέσις>δέσιμο>δεσεύς) >μενδεσεύς >μενδεσές # στερεώνει την πόρτσ στον τοίχο
ΜΕΡΑΚΙ (πόθος), <ίμερος = πόθος < ί-ημι + μείρ-ομαι =έχω τάση προς συμμετοχή > υποκοριστικό ιμεράκιον
ΜΕΡΕΜΕΤΙ (επισκευή-επιδιόρθωση), <μερεμετίζω <εν μέρει + κτίζω # κάνω μερική επισκευή
ΜΟΥΣΑΜΑΣ (κερωμένο-αδιάβροχο ύφασμα), <μύσις (από το μύω=κλείνω) = σύσφιγξη, κλείσιμο πόρων + αμάω=μαζεύω # αδιαβροχοποιεί και μαζεύει τα υγρά
ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ (φιλοξενούμενος-επισκέπτης), <μούσα + φέρω # διότι φέρνει καλή διάθεση
ΜΠΑΓΙΑΤΙΚΟ (μη νωπό), <βάω+υγεία (βάω=βαίνω, φεύγω>πάω) > πάει η υγεία της >παϊγιάτης > παϊγιάτικο # διότι έχει χάσει την υγεία, δεν είναι υγιεινό
ΜΠΑΓΛΑΡΩΝΩ (δένω-φυλακίζω), <παγιώ=σταθεροποιώ + αλάργα=μακριά < παγαλαργώνω (από το παγιώ>πάγη=βρόχος>σπάγκος)
ΜΠΑΙΡΑΚΙ (σημαία), <βάω=πάω, πηγαίνω + αίρω=σηκώνω >βαϊαρον >υποκοριστικό βαϊαράκιον >μπαϊράκιον (όπως λάβαρο<λαβή + αίρω)
ΜΠΑΚΑΛΗΣ (παντοπώλης), <βαυκάλιος <βαύκαλις = μπουκάλι (<βαούκαλις>βαουκάλιον>βουκ άλιον) # ο μεταχειριζόμενος μπουκάλια
ΜΠΑΛΤΑΣ (πελέκι), <πέλτη < πελτάζω = ασπίδα, κοντάρι, ξύλο, αιχμηρό όπλο
ΜΠΑΜΙΑ (ιβίσκος ο εδώδιμος) <βάμα (αιολική μορφή του βήμα από το "βάω") >βάμιος, βάμια > μπάμια # φυτό διαβατικό (εποχιακό)
ΜΠΑΜΠΑΛΗΣ(ο πολύ γέρος), <παμπάλαιος
ΜΠΑΜΠΑΣ (πατέρας), <πανάρχαια ονοματοποιία από την παιδική γλώσσα πα-πα >παπάς >μπαμπάς #,ομηρικό πάπας ("πάπα φίλε" είπε η Ναυσικά στον πατέρα της)
Μπαξίσι (δώρο) <έμβασις (όπως έμβασμα) από το εμβάλλω, εμβάζω=εισάγω >εμβασίσιον >μπασίσιον
ΜΠΑΞΕΣ (περιβόλι-κήπος), <εμβαίνω = μπαίνω > εμβασιά >εμβασεύς >εμπαξεύς # ο χώρος πριν από την είσοδο στο οίκημα
ΜΠΑΡΟΥΤΙ (πυρίτιδα), <πυρίτις >πυρίτιον >παρούτιον
ΜΠΑΤΖΑΚΙ (κνήμη-σκέλη), <βάω = πάω <βάδος (βαδίζω, βάδην) < βαδάκιον <βαζάκιον <παζάκιον <πατζάκι # αυτό που μετέχει στο βάδισμα
ΜΠΑΤΖΑΝΑΚΗΣ (σύγαμπρος-συννυφάδα), <δύο>δυοίν>μπιν (binary) + κάννη>καννάκιον>τσανάκιον= αθουλό πιάτο >μπιν-τσανάκιος>μπιτζανάκης # δύο με κοινό συμφέρον ("χωρίσαμε τα τσανάκια μας")
ΜΠΑΤΙΡΙΣΑ(πτωχεύω-χρεοκοπώ), <πάτος < πάτωσα < πατερό # έφτασα στον πάτο
Μπάχαλο <βάω=πάω + χαλώ >πάχαλο >μπάχαλο
ΜΠΑΧΑΡΙΚΟ (αρωματικό άρτυμα), <βάω=πάω + χάρη # δίνει χάρη στη γεύση
ΜΠΕΚΡΗΣ (μέθυσος), <βεκρής <βέκος=μπουκιά + ρέω
ΜΠΕΛΑΣ(ενόχληση), <εμβάλλω = εμπλεκω <εμβολή <εμβολάς <εμβελάς <μπελάς # μπλέξιμο, δυσχέρεια
Μπερμπάντεμα <περπάτημα
Μπέσα <πίστις > την πίστη > μπίστη >μπίσση (παχύ "Σ" όπως το αγγλικό "sh")> μπέσση >μπέσσα
ΜΠΙΝΕΣ (ασελγής), <δύο + έχω (>ευς) < δοτική δυοίν (>αγγλικό bin-, binary, δ>β>μπ) <δυοίν+ευς <μπινεύς <μπινές = αμφιφυλόφιλος (και όχι κίναιδος)
ΜΠΟΓΙΑ (βαφή-χρώμα), <βοειά <βοϊά = δέρμα βοδιού από το οποίο έφτιαχαν βούρτσες (<βύρση, βυρσοδέψης) >μπογιά
Μπόγιας <βόειος = αρμόδιος να επιτηρεί βόδια και σκύλους > βόγιος >βόγιας >μπόγιας
ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ (ελαιοχρωματιστής) <βογιατζής <βοειά <βοϊά = δέρμα βοδιού από το οποίο έφτιαχαν βούρτσες (<βύρση, βυρσοδέψης) >μπογιά
ΜΠΟΙ (ανάστημα-ύψος), <εμβοή # βούισμα στα αυτιά από το μεγάλο υψόμετρο
ΜΠΟΛΙΚΟΣ (άφθονος), <βολικός < ευ + βολή
ΜΠΟΡΑ (καταιγίδα) <βορράς >βόρας >βόρα
ΜΠΟΣΙΚΟΣ (χαλαρός), <βαίνω=πηγαίνω >βόσις=βοσκή, ελευθερία κινήσεων >βόσιος και βόσικος > μπόσικος #ελεύθερος να κινείται, όχι δεμένος
ΜΠΟΣΤΑΝΙ (λαχανόκηπος), <βόσκω <βοσκάνιον < μποσκάνι
ΜΠΟΥΖΙ (πάγος-ψύχρα), <πήζει < πήγνυμι = παγώνω
ΜΠΟΥΛΟΥΚΙ (στίφος-άτακτο πλήθος), <πολλού + έχει > πολλού έκει >πολούκιον
ΜΠΟΥΛΟΥΚΟΣ (καλοθρεμμένος-παχουλός), <πολλού + έχει >πολλού-ούχος # έχει πολύ πάχος, σωματώδης
ΜΠΟΥΝΤΑΛΑΣ (κουτός-ανόητος), <βους, βοδός > βόδι > βούδι > βούβαλος, ή βούδαλος > βουδαλάς # κουτός σαν βόδι
ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙ (φυλακή), <εμβάλλω=ρίχνω εντός + δρόμιον < εμβοδρόμιον <μποντρόμιον
ΜΠΟΥΡΙ (καπνοσωλήνας), <πώρος < πωρίον < πουρίον # λίθος πωρώδους συστάσεως
ΜΠΟΥΤΙ (μηρός), <πους < ποδός < πόδιον <πούδιον < πούτιον < μπούτιον
ΜΠΡΕ <μωρέ < μωρός=ανόητος <μωλύω <μυς+λύω = με χαλαρούς μύες, αδύνατος
ΜΠΟΥΧΤΙΣΜΑ (κορεσμός), <μπούχτησα <απόκτησα >πόχτησα >πούχτησα # έχω ήδη πολλά
Μπριτζόλα <φρύγω=ξεροψήνω (>φρυγανιά)< φρύσδω,φρύσσω > φρυσδόλη >πρισδόλη >πριζόλα
ΝΑΖΙ (κάμωμα-φιλαρέσκεια), <νεάζει # κάνει σα μικρό παιδί
ΝΤΑΒΑΝΤΟΥΡΙ (σύγχυση), <ένθα + βαν (μετοχή του βαίνω>συμβάν) + τηρώ #επιτηρώ το μέρος όπου συνέβη κάτι (όπου συνήθως έχει κοσμοσυρροή)
Νταής <δάω=γνωρίζω, διδάσκω <δαής (αντίθετο αδαής)=γνώστης >νταής
ΝΤΑΜΑΡΙ (φλέβα-λατομείο), <δάμος = γη,χώρα (>δήμος) >δαμάριον (υποκοριστικό) >νταμάριον
ΝΤΑΜΠΛΑΣ (αποπληξία), <ταμπλάς <τάβλα < ταβλάς = επίπεδο ξύλο (> "έπεσε τάβλα")
ΝΤΑΝΤΑ (παραμάνα-τροφός), <δαδά (πανάρχαια ονοματοποιία από την παιδική γλώσσα, όπως μαμά, παπά, βάβω κλπ)
ΝΤΑΡΑΒΕΡΙ (συναλλαγή-αγοραπωλησία), <τηρεί+ φέρει = παίρνει και δίνει
ΝΤΕΛΑΛΗΣ (διαλαλητής), <διαλαλητής >διαλάλης > ντιαλάλης
ΝΤΕΛΗΣ (παράφρονας), <εντελής < εν + τέλος = σκοπός # με δικό του σκοπό
ΝΤΕΡΤΙ (καημός), <δέρω <δέρνω >δερτή=δαρμένη # ψυχή δαρμένη από τη λύπη
ΝΤΙΒΑΝΙ (κρεβάτι), <διβάνιον < δύο + βαίνω # για να ξαπλώσουν δύο
ΝΤΙΠ ΓΙΑ ΝΤΙΠ (ολωσδιόλου), <αντί επί
ΝΤΟΥΒΑΡΙ (τοίχος), <τύμβος=πλάκα από χώμα<(υ>ου) τούμβος <υποκορ.τουμβάριον <ντουβάριον
ΝΤΟΥΛΑΠΙ (ιματιοθήκη), <τολύπη <τουλούπα # στιβάδα κατεργασμένου μαλλιού # τόπος αποθήκευσης των υφασμάτων σε μορφή τολύπης
ΝΤΟΥΜΑΝΙ (καταχνιά-καπνός), <δόμα = δόσις (<δίδω) + μανία (μεταφορικά όπως παιδομάνι) > δομάνιον # δίνω με εκπνοή μετά από ρουφηξιά τσιγάρου καπνό
ΝΤΟΥΝΙΑΣ (κόσμος-ανθρωπότητα), <δουνιάς < δούναι < δίδωμι # διότι είναι δώρο του θεού
ΠΑΖΑΡΙ (αγορά-διαπραγμάτευση), <πάομαι (=λαμβάνω, αόρ. επασάμην, μέλ. πάσομαι) + άρος (=όφελος) > πασάρος >πασάριον # παίρνω με όφελος
ΠΑΝΤΖΑΡΙ (κοκκινογούλι-τεύτλο), <παννάδα και πανάδα=φακή, κόκκινη κρεατοελιά >παναδάριον >πανδάριον > πανζάριον (δ>ζ)
ΠΑΠΟΥΤΣΙ (υπόδημα), <υποπόδιον > υπαπόδιον > παπόδιον >παπόζιον > παπότσιον > παπούτσιον
ΠΑΤΖΟΥΡΙ (παραθυρόφυλλο), <πάνω + θύρα >πανωθύρι > πανθούρι > πανζούρι (θ>ζ)
ΠΕΡΒΑΖΙ (πλαίσιο θυρών), <περί + βάζω = βάζω γύρω γύρω
ΠΙΛΑΦΙ (ρύζι), <πηλός + υφή = έχει υφή πηλού, μοιάζει με λάσπη
Πούστης <πού + στω = ὑποτακτικὴ τοὐ ρήματος "ίστημι" (στῷ,στῇς,στῇ) # προκύπτει από την ερώτηση "πού στης;" = που είναι το στέκι σου
ΡΑΧΑΤΙ (ησυχία) <αράζω, αραχτός
Ρεμπέτης <ρέμβω < ρέπω < ρέβω (β>μβ, όπως λαβή>λαμβάνω) = περιπλανώμαι, περιφέρομαι > ρόμβος
ΡΟΥΣΦΕΤΙ (χαριστική εξυπηρέτηση), <ρουσφετίζω <ρους (=ροή) + ευθετίζω (=τακτοποιώ) # "βάζω το νερό στο αυλάκι", κανονίζω τα πράγματα
ΣΑΙΝΙ (ευφυής), <ες+αεί+νοεί (=καταλαβαίνει) > σαείνιος> σαΐνι # τα καταλβαίνει όλα, έξυπνος
ΣΑΚΑΤΗΣ (ανάπηρος), <σιφλόω = ακρωτηριάζω >τσιφόω > τσιφούτης > σακούτης
ΣΑΜΑΤΑΣ (θόρυβος), <ως+άμα+τι <σάματι < σαματάς (άμα=όλοι μαζί) # οχλοβοή σαν να είναι όλοι μαζί
ΣΑΜΑΡΑΣ (κατασκευαστής καθισμάτων για αναβάτες υποζυγίων) <σάγμα + άρω=αρμόζω # σάγμα από το εισάγω >είσαγμα=δοχείο αποσκευών )
Σαντούρι <πανδουρίς <παν+δούριος=ξύλινος # φτιαγμένος από ξύλο
Σαρίκι <καισαρίκειο = στέμμα του καίσαρα
ΣΕΝΤΟΥΚΙ (κιβώτιο), <δέχομαι > ενδέχομαι > ενδεχθείς > ενδυκής > σενδούκης > σενδούκιον # παίρνω μέσα
ΣΕΡΤΙΚΟ (τσουχτερό, βαρύ), <συνερτικός (από το συνείρω = συνδέω, συγκρατώ) # σε συγκρατεί, σε συνεφέρνει
Σεφτές <δεύτε = ελάτε > σεύτε
ΣΙΝΑΦΙ (συντεχνία, κοινωνική τάξη), <συνάπτω (=συνδέω) > συνάφεια
ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙ (πίδακας), <συντρίβω # διότι το νερό συντρίβεται σε ψιχάλες
ΣΙΡΟΠΙ (πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης), <θέρω (=ζεσταίνω) + οπός (=χυμός) < θεροπός > σεροπός (θ>σ) > σερόπιον
ΣΟΒΑΣ (ασβεστοκονίαμα), <σοβέω (=αποσοβώ, διώχνω) # διότι προστατεύει από το περιβάλλον > σοβαρός
ΣΟΙ (καταγωγή-γένος), <σος, σου πλθ σοι, προφερόμενο στα αρχαία "σόϊ" # οι δικοί σου άνθρωποι
ΣΟΚΑΚΙ (δρόμος), <έσω + κακ (και εκ = και έξω) > εσωκάκιον # όπου μπαίνεις και έχει έξοδο για να βγεις
ΣΟΜΠΑ (θερμάστρα), <τύφω=καίω αργά (από το "θύω", "ετύθην") > εξ-τύφω (έξω ή υπόγεια)> εξτούφα > στούπα >στζούμπα > σούμπα >σόμπα
ΣΟΥΓΙΑΣ (μαχαιράκι), <οβελίας > σουβλίας > σουγλιάς >σουγλί
ΣΟΥΛΟΥΠΙ (μορφή-σχήμα), <έσω + λόπος=φλοιός < εσωλόπιον # το περικάλυμμα που δίνει σχήμα στα πράγματα
ΤΑΒΑΝΙ (οροφή), <τάβλα=επίπεδο ξύξο + άνω >ταβλάνιον > ταβάνιον
ΤΑΜΠΛΑΣ (αποπληξία-συγκοπή), <τάβλα < ταβλάς = επίπεδο ξύλο (> "έπεσε τάβλα")
ΤΑΠΙ (χωρίς χρήματα), <τάπης = χαλί > ταπίον (μικρός τάπης) # άδειο χωρίς τίποτε επάνω (το "τάπης" προέρχεται από το "δάπις" < δάπεδο)
ΤΑΡΑΜΑΣ (αυγοτάραχο), <ταράσσω = ανακατεύω > ταραγμός > τάραγμα > τάραμμα
ΤΑΣΑΚΙ (σταχτοδοχείο), <τάσσω=θέτω, τοποθετώ >τάσσιος,τάσσιον >τάσιον > τάσι > τασάκι (μικρό τάσι)
ΤΑΧΙΝΙ (αλεσμένο σουσάμι), <ταχινή < ταχύς + χύνω
ΤΑΨΙ (μαγειρικό σκεύος), <τα ψήνει < ταψίν
ΤΕΚΕΣ (καταγώγιο), <ενδέχομαι >ενδοχεύς (πανδοχεύς) > ενδεχεύς > ενδεκές >ντεκές # μικρό δωμάτιο υποδοχής
ΤΕΜΠΕΛΗΣ (οκνηρός-ακαμάτης), <ρέμπελος < ρεμβάζω < ρέμβος >ρεμπέλιος >το ρεμπέλιο >τρεμπέλιο >τρεμπέλη >τεμπέλη
ΤΕΝΕΚΕΣ (δοχείο), <ντενεκές <δένω(=περιορίζω) + έχω(=κρατώ,περιέχω) <δένω+εχεύς (όπως παρέχω>παροχεύς) >δενεχεύς >ντενεκεύς
ΤΕΡΤΙΠΙ (τέχνασμα-απάτη), <ετεροτυπή <έτερος + τυπή=πλήγμα # πλήττω, πληγώνω τον άλλο ξεγελώντας τον
ΤΕΦΑΡΙΚΙ (εκλεκτό-αριστούργημα), <φωράω=ανακαλύπτω >παρακμ. πεφώρακα, μετχ πεφωρακώς, πεφωρακυία >το πεφαρίκιον >τεφαρίκιον # ανέλπιστο εύρημα
ΤΕΦΤΕΡΙ(κατάστιχο), <διφθέρα < διφθέρα (ε>ι, + θερίζω, διότι ήταν δέρμα δίχως τρίχες)
ΤΖΑΚΙ (παραγώνι), <εστία < εστιάκιον < εστάκιον < οτσάκιον < οτζάκι < τζάκι
ΤΖΑΜΙ (υαλοπίνακας-γυαλί), <εξ άμμου < εξάμμιον < ξάμιον <τσάμιον
ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ (κακότροπος-δύστροπος), <εξ+ανά+αφέτης=ασύδοτος > ξαναφέτης > τσαναπέτης
ΤΖΟΓΛΑΝΙ (νέος) <έξω + αλάνι >εξωλάνι >ξωγλάνι >τσογλάνι #αλητόπαιδο
ΤΟΠΙ (σφαίρα), <τύπτω=χτυπώ (από τον ήχο "τουπ,τουπ" <τύπος < τούπος, γδούπος < τόπος <τόπι
ΤΟΥΛΟΥΜΙ (ασκός), <λύμα=απόβλητα νερά >λύμιον > το λύμιον >τολούμιον # δοχείο υποδοχής απόβλητων (αρχική έννοια)
ΤΟΥΛΟΥΜΠΑ (αντλία), <τολύπη < τουλούπα # συσκευή που γυρίζει για την κατεργασία μαλλιού
ΤΟΥΜΠΕΚΙ (σιωπή), <τύμβος=τάφος,επιτάφιο μνήμα >τούμπα + εκεί # ησυχία νεκροταφείου
ΤΡΑΜΠΑ (ανταλλαγή), <τρέπω=αλλάζω (παθ.αόριστος ετράπην)
ΤΣΑΙΡΙ (λιβάδι-βοσκοτόπι), <καίριος > καΐριος (χωρισμός της διφθόγγου στην αιολική) >τσαΐριος >τσαΐριον # χρησιμοποιείται ανάλογα με τον καιρό
ΤΣΑΚΑΛΙ (θώς), <έξω+κάλον (=βλαστάρι) >ξωκάλιον >ξακάλιον >τσακάλιον # άγριο ζώο της υπαίθρου
ΤΣΑΚΙΡΗΣ (γαλανομάτης), <εξ + ακήριος (α+κηρός=κερί) >εξακήριος >ξακήρης >τσακήρης # αυτός που ξέφυγε από το κερί (δεν έχει κέρινο χρώμα), όχι καστανός
ΤΣΑΚΜΑΚΙ (αναπτήρας), <εξ + άκμων = αμόνι που χτυπιέται και πετάει σπίθες > εξάκμων >εξακμάκιον
ΤΣΑΜΠΑ (δωρεάν), <εξ + άπαν < εξάπαν = όλο εκτός (εννοείται εκτός χρέωσης) > ξάπα > τσάπα > τσάμπα
ΤΣΑΝΤΑ (δερμάτινη θήκη), <εξ + αντιάω=λαμβάνω, δέχομαι < εξάντα < τσάντα # διότι δέχεται πράγματα έξωθεν
ΤΣΑΝΤΙΖΩ (εξοργίζω-προσβάλλω), <εξ-ατίζω = ταράσσω # από το "άτη"=σύγχυση φρένων > απάτη
ΤΣΑΝΤΙΡΙ (σκηνή), <εξαντηρίς <εξ + αντηρίς= αντιστήριγμα (από το αντί+ερείδω) < εξαντήριον
ΤΣΑΠΑΤΣΟΥΛΗΣ (ανοικοκύρευτος-άτσαλος), <εξ-απατώ > εξαπατηλός> εξαπατουλός
ΤΣΑΡΚΑ (επιδρομή-περιπλάνηση), <εξ-αρκώ = είμαι ισχυρός, αποκρούω
ΤΣΑΤΣΑ (βοηθός σε οίκο ανοχής) <δαδά = παραμάνα, τροφός, επόπτις, φιλικό πρόσωπο >ζαζά >τσατσά (δ>ζ>τσ)
ΤΣΑΧΠΙΝΗΣ(κατεργάρης-πονηρός), <εξαπίνης = αιφνίδιος, αυτός που ξαφνιάζει
ΤΣΕΠΗ (θυλάκιο), <σκέπη >στσέπη (παχύ "κ", όπως στην Κρήτη) > τσέπη
ΤΣΙΓΚΕΛΙ(αρπάγη-σιδερένιο άγκιστρο), <σύγκελος < συγκέλιον < συν + κελί # στο ίδιο δωμάτιο, διότι συνδέει # άλλη εκδοχή από το "εις αγγύλην"
Τσιγγούνης <τσιγγάνος < αθίγγανος <α (στερητικό) + θίγω = αυτός που δεν μπορείς να τον πιάσεις
ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ (καπνοσύριγγα), <συμπόσιο <συμπότιο < τσιμπούτι
ΤΣΙΡΑΚΙ (ακόλουθος), <τηρώ = προσέχω >τηράκιον > τσηράκιον (παχιά προφορά του «τ» ως «τσ»)
ΤΣΙΣΑ(ούρα), <ονοματοποιία από τον ήχο των ούρων (δεν είναι τούρκικο)
ΤΣΙΦΟΥΤΗΣ-ΤΣΙΓΚΟΥΝΗΣ (φιλάργυρος), <σιφλόω = ακρωτηριάζω > τσιφόω > τσιφούτης > σακούτης
ΤΣΙΦΤΗΣ (άψογος-ικανός), <εξ + ύπτιος >εξυπτιάζω=κοιτάζω αφυψηλού >εξύπτιος=αλλαζονικός, > τσύπτιος >τσύφτιος
ΤΣΟΜΠΑΝΗΣ (βοσκός-ποιμένας), <εξωπάνος < έξω + πάνω <ξωπάνιος <ξωπάνης <τσοπάνης
ΤΣΟΠΑΝΗΣ (βοσκός) <έξω + πάνω <εξωπάνος <ξωπάνος <τσοπάνος
ΤΣΟΥΒΑΛΙ (σακί), <εσωβάλιον < έσω + βάλω (βάζω)
Τσούλα <κυλώ >τσουλώ >τσούλα # αυτή που κατρακύλησε χαμηλά
ΤΣΟΥΛΟΥΦΙ (δέσμη μαλλιών), <κυλώ+υφή <τσουλώ + υφή < τσουλούφιον # ελεύθερη δέσμη που μοιάζει σα να κυλάει κάτω
Τσόφλι <έξω+φλοιός=φλούδα >εξώφλοιον >ξώφλι >τσώφλι
ΦΑΡΑΣΙ (φτυάρι-σκουπιδολόγος), <πτύον > φτυάρι > φτυαράσιον = μικρό φτυάρι > φιαράσι # υποκοριστικό -άσιον όπως κόρη-κοράσιον
ΦΑΡΣΙ (τέλεια- άπταιστα), <περσί = περσικά (γρήγορα όπως στα περσικά) (η λέξη "Πέρσης" προέρχεται από το "πέρσις" < πορθώ = οι κατακτητές)
ΦΙΣΤΙΚΙ (πιστάκη), <πιστάκη >φιστάκιον >φιστίκιον
ΦΛΙΤΖΑΝΙ (κύπελλο), <φλοιός =φλούδα >υποκοριστικό φλοίδιον >φλίδι > υποκοριστικό φλιδάνιο >φλιζάνιο # φλουδωτό βαθούλωμα για μεταφορά υγρού
ΦΟΥΚΑΡΑΣ (κακομοίρης-άθλιος), <βους + κορέω=σαρώνω, καθαρίζω > βου+κορεύς > φουκορεύς >φουκαρεύς # καθαριστής βοδιών με ελάχιστη αμοιβή
ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ (λεπτοκάρυο-λευτόκαρο), <ποντικόν κάρυον >πουντικό >πουντίκιον >φουντίκιον
Φούρνος <πύρινος, π>φ, υ>ου >φούρινος >φούρνος
ΦΡΑΝΤΖΟΛΑ (ψωμί), <φρύγω=ξεροψήνω (>φρυγανιά) <φρύσγω,φρύττω και φρύσδω,φρύσσω >φράσδω> φρασδόλη
ΦΥΝΤΑΝΙ (φυτώριο), <φυτό > φυτάριον > φυτάνιον
ΦΥΤΙΛΙ (θρυαλλίδα), <φάος=φως+τίλλω=μαδώ # διότι ανάβοντας φθείρεται
ΧΑΒΑΣ (μουσικός σκοπός) <χάζι + βάω < χαζ-βάει # επαναλαμβανόμενος ρυθμός που σε κάνει να χαζεύεις (=να αφαιρείσαι)
ΧABOYZA(δεξαμενή νερού), <χαμαί + βυζώ (από το μυζώ < μαζώ <μαζός < μαστός) # διότι απομαστεύει νερό στο χώμα
ΧΑΖΙ (ευχαρίστηση), <κηδεύω > κήδος > χάδι >χαϊδεύω > χαζεύω > χαζός
ΧΑΛΑΛΙΖΩ (συγχωρώ), <χαλάω = διαλύω > χαλαρός > χαλαρώ > χαλαρίζω # σε απελευθερώνω
ΧΑΛΙ (άθλιο), <χαλάω = διαλύω, χάλασα >χάλια
ΧΑΛΙ (τάπητας), <χαμαί < χαμηλή >χαμλή >χαλί
ΧΑΛΚΑΣ (κρίκος), <χαλκός >χαλκεύς >χαλκέας >χαλκάς
ΧΑΜΑΛΗΣ(αχθοφόρος), <χθαμαλός >χθαμάλιος <χαμαί # διότι είναι ταπεινής κοινωνικής στάθμης
ΧΑΜΠΑΡΙΑ (αγγελία-νέα), <χαμπέρι <χάνει + φέρει > χανοφέρι (όπως "χασομέρι")> χανπέρι # φέρνει τα χαμένα, όσα περιμένω
ΧΑΝΙ (πανδοχείο), <χαμαί < χάμω # διότι εκεί ξάπλωναν χάμω για να αναπαυτούν
ΧΑΠΙ (καταπότι), <χάφτω <χάπτω < κάπτω
ΧΑΡΑΜΙ (άδικα), <χαρά+αμενής=αφανιζόμενος (από α+μένω) >χαράμενον >χαράμιον # έχασε τη χαρά του
ΧΑΡΜΑΝΗΣ (χασισοπότης), <χάρμα < χαρά > υποκοριστικό χαρμάνιον # διότι το χασίς προσφέρει γαλήνη
ΧΑΡΤΖΙΛΙΚΙ (μικρό χρηματικό ποσό), <χάρτης < χαρτί < χαρτιλίκιον < χαρτιλίκι = χάρτινα νομίσματα
ΧΑΣΑΠΙΚΟ (κρεοπωλείο), <χασάπης <χάνω,έχασα,χάσω + ποιός <χασαποιός=αυτός που σκοτώνει ζώα # "χάνω" σημαίνει και σκοτώνω
ΧΑΤΙΡΙ (χάρη), <χατέω (από το χαρά + δέω=ζητώ) =επιθυμώ, ζητώ >χατίζω
ΧΑΦΙΕΣ(καταδότης), <χάφτω=καταπίνω, μεταφορικά δέχομαι, πιστεύω, σφετερίζομαι, φονεύω >χαφτιεύς >χαφιές # παίρνει πληροφορίες και γίνεται πιστευτός
ΧΟΥΖΟΥΡΕΜΑ (ανάπαυση), <χαζός < χαζούλης > χαζούρης # από το χαζεύω =δεν έχω δουλειά
ΧΟΥΙ (ιδιοτροπία), <οίον=όμοιον, ποιόν, ιδίωμα <χόϊον (δασυνόμενο με αχνό "Χ" μπροστά) <χούϊον < χούϊ
ΧΟΥΝΕΡΙ (πάθημα-εξαπάτηση) . <χύνω(χώνω, χούνω) + νερό # τα κάνω μούσκεμα (κατουριέμαι από φόβο), παθαίνω ζημιά

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι αρκετές από τις λέξεις αυτές, ακριβώς εξαιτίας της λαϊκής προέλευσής τους, χρησιμοποιούνται και σήμερα με νόημα , σε κάποιο βαθμό. σκωπτικό (χουνέρι, μπάμπαλης), περιγελαστικό (μπουλούκος, μπερμπάντης) και απαξιωτικό (τσογλάνι, χαμάλης, χαφιές) και δεν είναι από εκείνες που θα χρησιμοποιούσαν πρόθυμα οι λόγιοι συγγραφείς στα βυζαντινά χρόνια. Μερικές πέρασαν στα τούρκικα από τα περσικά ή αραβικά, αλλά είναι μάταιο να αναζητείται ετυμολογία από τις γλώσσες αυτές, αφού οι Πέρσες και οι Άραβες επί μακρά σειρά αιώνων είχαν στενές πολιτιστικές σχέσεις με τους Έλληνες, από τους οποίους δανείστηκαν τις λέξεις. Καταλήγοντας ας προσθέσουμε ότι η ελληνική γλώσσα, από άποψη γλωσσολογικής διάπλασης, μπορεί να θεωρηθεί εξελιγμένη, διότι:
-Είναι δομημένη, με μια ιεραρχία ανάπτυξης από απλούς φθόγγους σε σύνθετες λέξεις (π.χ. από το φθόγγο "α" που δηλώνει "επίθεση" προκύπτουν οι λέξεις άγω, άγημα, καθηγητής, Αγησίλαος, αγώνας κλπ)
-Περιλαμβάνει τους λεγόμενους "λιγηρούς" (=εύηχους) φθόγγους "γ, δ, θ, χ" που άλλοι λαοί δεν μπορούν να προφέρουν
-Χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό πολυσύλλαβες λέξεις σε αντίθεση με τις βόρειες γλώσσες (π.χ. αγγλική) όπου, ίσως για οικονομία θερμικής ενέργειας, υπερτερούν οι μονοσύλλαβες (π.χ. sun, tree, street, hand, foot, chin, cheek,eat, drink,sleep κλπ)
-Έχει απεριόριστη δυνατότητα για δημιουργία νέων πολυσύνθετων λέξεων (π.χ. υπερπρωτοπανσεβαστοϋπέρτα τος)
Απάντηση με παράθεση