Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #5  
Παλιά 02-03-17, 20:40
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Κατευόδιον!

Εις τας δύο προκυμαίας, εις την πλατείαν την υψηλήν, εις τας θύρας των μαγαζείων της αγοράς, εις τα παράθυρα των οικιών, παντού μας καμαρώνουν.

- Η σκούνα! η σκούνα!

- Σηκώθη η σκούνα!

Και διά πυροβολισμών μας χαιρετίζουν.
Κ' η σκούνα παρέρχεται προ της πόλεως σκιρτώσα, χορεύουσα, εύμορφη, στιλάδο σκαρί, με τα πανιά κάτασπρα, με τα σινιάλα φαιδρά· και αποχαιρετίζει απαντώσα εις τους χαιρετισμούς της νήσου. Τρομπονισμός βοΐζει βαρύς απ' αυτής, ου ο υπόκωφος τρόμπος εν τρόμω κυλίεται επάνω εις την γαλανήν επιφάνειαν της θαλάσσης, ως να μιλή η εύμορφος σκούνα:

- Έχετε γεια!

Δροσερός φυσά ο μπάτης ο πρωινός. Το κύμα παιγνιωδώς πιτσιλίζει την πρώραν, ως ποταμάκι ασημένιο. Και την ραντίζει ευλαβώς, επιχαρίτως ανασειομένην, με τον κάτασπρον Ηρακλέα της, θαρρείς και την θωπεύει, θαρρείς και την λούει, μητέρα το κύμα χαϊδεύουσα, το παιδάκι της.

Μία γρηούλα, ως να προσεύχεται κάθηται συμμαζευμένη επί τινος βράχου λευκού, κατάμαυρη.

Τίνος απερχομένου ναύτου να είνε η αγαπημένη μητέρα;

Το δειλινόν εχάσαμεν την κώμην, κρυφθείσαν όπισθεν μιας άκρας στενής και μακράς. Κατευθυνόμεθα προς βορράν, ανοικτά, προς την Σκόπελον. Ο φάρος της Γλώσσης επί τινος βράχου, ως πύργος γλάρων επί αργιλλώδους, γυμνού εδάφους. Μικρόν κατά μικρόν εξαφανίζονται οι έρημοι όρμοι της Σκιάθου εις ευθείαν τεφρόχρουν γραμμήν.
Οι ναύται, εν τη πρώρα, ξαλλάξαντες, παρεκάθησαν εις το λιτόν πρόγευμά των, το ανοιχτόκαρδον κολατσιό, συνομιλούντες ως αδελφοί, και με πόνου δακρυσμένα βλέμματα παρατηρούντες αδιακόπως την εξαφανιζομένην πατρίδα. Οι ναύται την αγαπούν την θάλασσαν, πολύ την αγαπούν, αλλά μόνον την στερεάν ονειροπολούν. Το σώμα των 'ς την θάλασσα κι' ο νους των 'ς την στεργιά.

Ο πλοίαρχος, κοντός, χονδρός, ορθογώνιον τμήμα στερεοποιηθέντος σώματος, με χείρας χονδράς, επικαμπείς ως χηλάς καβούρας, με πρόσωπον πλατύ, με τον μύστακα ένθεν κ' ένθεν ως τα δύο του αλφαβήτου πνεύματα, ευχαριστημένος διότι τα πανιά εδούλευαν, ανοίξας τα δεφτέρια του, εξετάζει τους λογαριασμούς του.

Και μόνος ο πηδαλιούχος, όρθιος, επί της πρύμνης, ελαφρά στηριζόμενος επί του τροχού του πηδαλίου, ον περιστρέφει, διευθύνει το πλοίον βλέπων ατενώς προς έν κατέμπροσθέν μας γαλανόν σημείον, μίαν μουνδζούραν του ορίζοντος.

- Ανοιχτά, κατά την Κυρά-Παναγιά.

Είχε διατάξει ο πλοίαρχος, επιβοηθήσας αυτόν συνάμα εις την στροφήν.

- Τον ξέρεις, βρε, τον μπούσουλα;

Ερώτησε χαριεντιζόμενος, ο αγαθός πλοίαρχος με ξηρομασημένας λέξεις, βαστάζων μεταξύ των οδόντων τεμάχιον μολυβδοκονδύλου.

Ο πηδαλιούχος σαν να επειράχθη, αδιάφορος, χωρίς ν' απαντήση εκύτταζε προς το πέλαγος, κάτω, όπου η Σκιάθος ολονέν εξηφανίζετο υπό έναν γαλανόν πέπλον με κλαδιά ενώ κ' εκεί, χρυσά, λευκά, πράσινα, γαλάζια κλαδιά, κόκκινα κλαδιά.

- 'Σαν τον ξέρεις τον μπούσουλα, βρε Γιαννάκη, πες μου τώρα πού έχουμε πλώρη;

Προσέθηκε μετ' ολίγον ο πλοίαρχος, σβύσας διά της μολυβδίδος αριθμούς τινας και σημειώσας άλλους.

- Να, γραίγο κάρτα τραμουντάνα!

Απήντησε μετά ετοιμότητος αυταρέσκου ο νεανίσκος, υιός του πλοιάρχου πολυαγάπητος.

- Μπράβο, Γιαννάκη, μπράβο, Γιαννάκη! Εσύ μωρέ γυιε μου, τα
ξεσκόλησες! Κοντεύεις να περάσης τον πατέρα σου.

Είπεν ο πλοίαρχος κ' επαραμέρισε την ένθεν κ' ένθεν του στόματός του επικολλημένην δασείαν και ψιλήν, ως διά να γελάση ελεύθερα.

Ο Γιαννάκης ήτο νεανίας, μόλις δεκαοκταετής. Αγένειος, μελανόφθαλμος, μελαψός, με κόμην άφθονον κατάμαυρην, εξέχουσαν γύρω, γύρω από τον κούκκον ως επικάλυμμα κυψέλης Και συνεχώς μετά τινος μελαγχολίας έστρεφεν οπίσω προς τη γαλανήν Σκίαθον, κυάνεον όγκον πλέον, κι εβύθιζε το βλέμμα του κάτω εκεί, παραμελών την πηδαλιουχίαν, και φέρων την σκούναν συνεχώς διά γραμμής τεθλασμένης.

- Τώρα θα μας κυττάζουν ακόμα. Μου είπε.

- Μας βλέπουν;

- Ακόμα δεν εχώνεψεν η σκούνα. Κάτω 'ς την άμμο, 'ς το Ξάνεμο, η μάννα μου θα μας αγναντεύη.

Και μετά μικρόν τεθλιμμένος:

- Πηγαίνει 'ς τον Πύργο, ανάφτει τα καντήλια τ' Άη-Γιαννιού και ύστερα τραβάει 'ς το Ξάνεμο και κάθεται, ως να χωνέψουμε. «Παναγίτσα μπροστά τους! Παναγίτσα μπροστά τους!» όλο έτσι λέει και κάμνει τον σταυρόν της η καϋμένη η μάννα μου.

- Όλο ανοιχτά! όλο ανοιχτά!

Διέκοψεν ήδη ο πλοίαρχος, αντιληφθείς αίφνης ότι τ' απόνερα της σκούνας εσχημάτιζον πάλιν τεθλασμένην μακράν γραμμήν.

Μετ' ολίγον έπαυσε και ο νεανίας να κυττάζη την νήσον, ήτις, αγνώριστος πλέον, είχε διαιρεθή υπό της αποστάσεως εις τρεις μικράς νησίδας ξένου αρχιπελάγους. Εκβαλών βαθύν στεναγμόν, τον τελευταίον προς την πατρίδα του αποχαιρετισμόν, αφιερώθη εις την πηδαλιουχίαν, το έργον του, ενώ χονδρόν δάκρυ εκυλίετο εις τας ζωηράς παρειάς του.

Στηρίζων το στήθος μου επί του υψηλού δρυφάκτου της πρύμνης, ως επί των χειλέων εξοχικού ανδήρου, με κρυφήν χαράν εισπνέω την δρόσον, την αμύθητον του πελάγους δρόσον, την αχώνευτον, την αλησμόνητον ζωήν.

Δύο-τρία κοπαδάκια, σκιρτώντα μικρά ψαράκια, μικρούτσικες αθερίνες της Σκιάθου, μας παρηκολούθησαν από του λιμένος. Και σπεύδουν τα καϋμένα, και σείουν της ουρίτσες των ως να τρέμουν μη μας χάσουν. Αραιόνουν, πυκνούνται, αλαργεύουν, σιμόνουν, παρατάσσονται, ανακατόνονται. Χάνονται υπό το καταπράσινον κύμα, και πάλιν ιδού αναφαίνονται παρά το πλευρόν της σκούνας, η οποία ως διά μαγνήτου τα προσελκύει κοντά της, τα σύρει μαζύ της. Τώρα είνε πίσω. Τώρα ήλθαν 'ς την μέση. Ένα κοπαδάκι, δύο κοπαδάκια, τρία κοπαδάκια. Μικρά-μικρά. Με κοιλίαν άσπρην, με ματάκια μαύρα, ως γυαλιστερές χανδρίτσες. Ψίχουλα που τα τίναξαν, θαρρείς, οι ναύται από το δείπνον των κι' εζωντάνεψαν μέσα 'ς το κύμα. Και να, τσιμπούν την κοιλιάν της σκούνας, αναίσθητον, μπακιρωμένην. Τώρα έκαμαν κύκλον. Τώρα χορεύουν τον συρτόν. Τώρα κολυμβούν ένα-ένα. Τώρα παραβγαίνουν 'ς τ' αλάργα. Πλέουν και παίζουν. Παίζουν και πλέουν. Εξάγουν τα κεφαλάκια των να μας ιδούν και σχηματίζουν φυσαλίδας ως να επιπλέη εκεί τρυπημένον κόσκινον. Στρέφουν εξαίφνης προς το πέλαγος ως να κυνηγούν ψιχίον καταπεσόν, κ' αίφνης μετανοούν τάχα και το αφίνουν· και πάλιν ξαναμετανοούν και παρακολουθούν πάλιν όλα μαζύ, ένας σωρός, την σκούναν, της οποίας τα λευκά ιστία κεντώσιν ήδη με χρυσάφι πολίτικο αι χρυσαί της δύσεως ακτίνες.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση