Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #2  
Παλιά 05-11-09, 19:18
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Του έντεχνου πεζού λόγου, που εκφράζοντας ιδέες απευθύνεται στη διάνοια, προηγείται η ποίηση που εκμεταλλευόμενη τη μουσικότητα των λέξεων αποκαλύmει συναισθήματα και σαγηνεύει την ψυχή. Η ποίηση υπακούει βέβαια σε αυστηρούς μορφικούς κανόνες, αλλά η στάση της έναντι της καθομιλουμένης είναι αυθάδης: συστέλλει ή διαστέλλει το σημασιολογικό εύρος των λέξεων, επινοεί αλλόκοτες ονοματοποιίες, αρέσκεται σε εκφραστικούς πρωτογονισμούς (μετωνυμίες, μεταφορές), ανασύρει από τη λήθη αραχνιασμένα λεξίδια, υπονομεύει τις παγιωμένες συντακτικές δομές, μεταλλάσσει ακόμη και την τυπολογία. Από τον 8ο αι. αρχίζουν να εμφανίζονται τα διάφορα είδη της ποίησης. Οι δημιουργoί τους είναι πλέον επώνυμοι, αλλά τουλάχιστον οι επικοί και οι Λυρικοί οφείλουν πολλά στους ανώνυμους προπάτορες της λαϊκής παράδοσης. Στην ελληνική ποίηση παρουσιάζεται τούτο το ανεπανάληπτο στην παγκόσμια λογοτεχνία: εξαιρέσει του μέλους και εν μέρει του επιγράμματος τα ποιητικά είδη, καθώς και ορισμένα του πεζού λόγου, είναι συνδεδεμένα εφ’ όρου ζωής με τη διάλεκτο στην οποία γεννήθηκαν! Ο ποιητής λοιπόν ήταν υποχρεωμένος ανεξαρτήτως του τόπου της καταγωγής του να συνθέτει στη διάλεκτο του είδους που καλλιεργούσε. Ο χορικός επί παραδείγματι και αν ακόμη ήταν Ίωνας ή Βοιωτός έγραφε στα δωρικά. Παρά το γεγονός ότι η διάλεκτος ήταν δεδομένη, ο ποιητής είχε την ευχέρεια να σφραγίσει το έργο του με το προσωπικό του ύφος. Όλες ωστόσο οι λογοτεχνικές διάλεκτοι είχαν πανελλήνια εμβέλεια ίσως επειδή ακριβώς ήταν τεχνητές. Έτσι ο Σπαρτιάτης πολεμιστής κατανοούσε ασφαλώς τις ελεγείες του Τυρταίου μολονότι είχαν συντεθεί στην Ιωνική διάλεκτο.

«Ο κόσμος γεννιέται. Ο Όμηρος τραγουδά» - λάθος. τα ομηρικά ποιήματα δεν είναι η τέχνη του ευγενούς πρωτόγονου, αλλά ένα πολυσύνθετο καλλιτέχνημα που συνιστά την κορύφωση μιας μακρόχρονης παράδοσης. Βάση του ομηρικού ιδιώματος είναι η Ιωνική, που εμπλουτίζεται με στοιχεία κυρίως από την Αιολική (η αρχική γλώσσα του έπους, αλλά και από την Αρκαδοκυπριακή, ακόμη και από την Αττική διάλεκτο (εωσφόρος: ο Αυγερινός). Σημαντικό ποσοστό του επικού πλούτου (περίπου 9.000 λέξεις, εκ των οποίων 2.700 είναι άπαξ ευρημένα) είναι παραδοσιακό: κοσμητικά επίθετα, σπάνιες και δυσνόητες λέξεις («γλώσσαι») και λογότυποι, δηλαδή συμπλοκές λέξεων που απαντούν κατά κανόνα σε καθορισμένες θέσεις του στίχου. Λογοτυπικό χαρακτήρα έχουν και στίχοι ολόκληροι (ήμος δ' ήριγένεια φάνη ροδοδάκτυλος Ηώς) ή ακόμη και νοηματικές ενότητες, όπως είναι οι περιγραφές γευμάτων και οπλισμού των πολεμιστών. Η ομηρική λοιπόν διάλεκτος είναι μια γλώσσα τεχνητή (Kunstsprache») που δεν μιλήθηκε ποτέ, αλλά που στάθηκε το ανεξάντλητο θησαύρισμα για όλη τη μεταγενέστερη λογοτεχνία. Ο Αισχύλος θεωρούσε, προφανώς και από γλωσσική άποψη, τις τραγωδίες του ψίχουλα από τα πλούσια ομηρικά δείπνα. Ο Στησίχορος, ο Πλάτων, ακόμη και ο lουδαίος ιστοριογράφος Ιώσηπος (1ος αι. μ.Χ.) και πάμπολλοι άλλοι ήταν Ομήρου ζηλωτές.

Η θρηνωδία για τα χτυπήματα της μοίρας, η εμψύχωση του πολεμιστή που πορεύεται την ανεπίστροφο οδό της αρετής, οι. πολιτικές υποθήκες, ο έρωτας και οι χαρές του συμποσίου είναι τα θέματα της ελεγείας. Η γλώσσα της είναι η Ιωνική με πολλά επικά στοιχεία, αυτούσια ή μετασχηματισμένα.

Όσο καιρό το επίγραμμα είναι μνημειακό, χαράσσεται δηλαδή πάνω στον τάφο ή το ανάθημα, η γλώσσα του βασίζεται βέβαια στην επιχώρια διάλεκτο, αλλά για τις ανάγκες του μέτρου υιοθετεί και ορισμένους επικούς τύπους. Όταν όμως αποσπάται από το μνημείο και αποβαίνει αυτόνομο λογοτεχνικό είδος για απαγγελία σε κλειστό κύκλο επαϊόντων, τότε η γλώσσα του προσεγγίζει ακόμη πιο πολύ την Επική διάλεκτο.

Σε αντίθεση με την ελεγεία και το επίγραμμα, που είναι απότοκα του έπους από θεματολογική, γλωσσική και από μετρική άποψη (το ελεγειακό δίστιχο είναι παραλλαγή του εξαμέτρου), η ιαμβική ποίηση αρέσκεται στην ταπεινή θεματογραφία, η γλώσσα της δεν αφίσταται πολύ από την καθομιλουμένη Ιωνική, και το μέτρο της ακολουθεί το φυσικό ρυθμό εκφοράς του καθημερινού πεζού λόγου. Ενίοτε υιοθετεί και επικούς τύπους, αλλά πολύ συχνά καταφεύγει και στην αυχμηρή, απελέκητη και ζωηρή γλώσσα των λαϊκών στρωμάτων.

Η επική ποίηση απαγγελλόταν. Η εκφορά της ιαμβικής και ελεγειακής κατείχε ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στην απαγγελία και το τραγούδι. Με τον όρο «λυρική» οι Αλεξανδρινοί τουλάχιστον χαρακτήριζαν την ποίηση που συνοδευόταν από μουσική λύρας ή και αυλού. Το ένα είδος λυρικής ποίησης είναι το μέλος ή μονωδία (solo). Ο ποιητής κρούει τη λύρα του και τραγουδά σύντομες συνθέσεις εκφράζοντας τα μυχιαίτατα συναισθήματά του για τον έρωτα, την πολιτική, τη ζωή και το θάνατο. Η ποίηση αυτή είναι πολύ προσωπική και γι' αυτό το λόγο γλώσσα της είναι η επιχώρια διάλεκτος, η γλώσσα δηλαδή που ψέλλισε στην αγκαλιά της μητρός του ο ποιητής. Έτσι η Σαπφώ γράφει στα αιολικά της Λέσβου, η Κόριννα στα βοιωτικά, ο Ανακρέων στα ιωνικά. Εξυπακούεται πάντως ότι ο ποιητής είχε το χάρισμα από τον απέραντο λειμώνα του προφορικού λόγου να συλλέγει τα λεπτότερα και τα ευωδέστερα άνθη ή ακόμη και να μεταμορφώνει την τσουκνίδα σε μελίλωτο ανθεμώδη...

Το άλλο είδος, η χορική ποίηση είναι η πλήρης καλλιτεχνική έκφραση που συνδυάζει μουσική, χορό και τραγούδι. Το μεγαλόπρεπο και αυστηρό αυτό είδος προϋποθέτει υποταγή του ατόμου στο σύνολο και γι' αυτό το λόγο βλάστησε σε δωρικές περιοχές, αρχικά στη Σπάρτη. Η γλώσσα συνεπώς της χορικής ποίησης είναι η Δωρική, αλλά μια Δωρική που δεν μιλήθηκε ποτέ από τον τραχύ πολεμιστή της Σπάρτης και τον αιγοβοσκό των Μεγάρων. Πρόκειται για ένα ιδίωμα τεχνητό με βάση Δωρική, αλλά και με πολλές προσμίξεις από την Επικοϊωνική και την Αιολική. Το αιολικό στοιχείο είναι κατάλοιπο της επίδρασης που άσκησαν οι Λέσβιοι αοιδοί (Τέρπανδρος, Αρίων, κ.ά.) στη διαμόρφωση του χορικού άσματος. Φυσικά η υπερτοπική αυτή δωρίδα δεν είναι ενιαία. ο καθένας από τους μεγάλους χορικούς ποιητές (Αλκμάν, Στησίχορος, Ίβυκος, Πίνδαρος, Σιμωνίδης, Βακχυλίδης) εξευρίσκει τρόπους να διαφοροποιηθεί από τους ομοτέχνους-αντιτέχνους του: ο ένας προτιμά τον τύπο Μώσα, ο άλλος το Μοίσα, ο τρίτος το Μωα!

Την άνοιξη είναι οι μέρες οι σκληρές. Η φύση θάλλει, αλλά οι προμήθειες έχουν σχεδόν αναλωθεί, και η νέα σοδειά είναι όπως πάντα επισφαλής. Οι δυνάμεις των αγρών και ιδιαίτερα ο θεός «πάσης υγράς φύσεως», ο Διόνυσος, ήταν ανάγκη να τιμηθούν με οργιαστικούς χορούς και αυτοσχέδια άσεμνα τραγούδια. Στο διθύραμβο (το χορικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου) που βλάστησε στην Πελοπόννησο αναζητούν πολλοί τις ρίζες της τραγωδίας. Το τρυφερό διφυές βλαστάρι που μεταφυτεύθηκε στην Αττική διατήρησε και όταν ακόμη είχε θεριέψει ίχνη από τα πρωταρχικά του γλωσσικά χαρακτηριστικά: την ιωνική απόχρωση στα διαλογικά μέρη και έναν έντονο δωρικό χρωματισμό στα χορικά. Στην πλήρη πάντως ανάπτυξή της η γλώσσα της τραγωδίας είναι ένα σεσοφισμένο τεχνούργημα. Στον διάλογο τον τόνο δίνει η εξελισσόμενη Αττική. Με τον καιρό η καθομιλουμένη διεκδικεί τα δικαιώματά της και σ' αυτό το σεμνοπρεπέστατο ποιητικό είδος. Όμως επειδή το βασικό θεματικό υλικό δεν το παρέχουν πια τα πάθη του Διονύσου («ουδέν πρός Διόνυσον»), αλλά τα ηρωικά έπη, είναι φυσικό στο στημόνι της Αττικής να επικάθεται το επικό (λεξιλογικό κυρίως) υφάδι. Ως διακοσμητικά μοτίβα απαντούν ιωνισμοί (ο ίαμβος άλλωστε, το μέτρο των διαλογικών μερών, είχε ιωνική προέλευση), κατά κανόνα λογοτεχνικοί υπαινιγμοί, και δωρισμοί - ένας τους μάλιστα βγάζει μάτι. το μη καθαρό μακρό α στη θέση του αττικού η. Η γλωσσική διαστρωμάτωση στα χορικά είναι ακόμη περιπλοκότερη. Πάντως εδώ το δωρικό χρώμα διατηρείται εντονότερο.

Την εύρεση της κωμωδίας διεκδικούσαν και οι Δωριείς. Ο Επίχαρμος ο Συρακούσιος, ένας ιατροφιλόσοφος πυθαγόρειας κατευθύνσεως, φαίνεται ότι περισυνέλεξε από τους δρόμους και τις αγορές την αυτοσχεδιαστική και χονδροειδή σικελική φάρσα και την ύψωσε «πολλά προσφιλοτεχνήσας» σε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος. Τα θέματα της κατωιταλικής κωμωδίας είναι θεοί και ήρωες, ανθρώπινοι τύποι (ο παράσιτος, ο αγροίκος) και φιλοσοφικές ιδέες (Λόγος και Λογίνα). Σε εύρυθμο πεζό λόγο συνέθετε ο Σώφρων τους μίμους του, που θαύμασε και μιμήθηκε στους διαλόγους του ο Πλάτων. Η γλώσσα της κατωιταλικής κωμωδίας ήταν η δωρική Κοινά που είχε ως βάση της το ιδίωμα των Συρακουσών, της πολυπληθέστερης την κλασική εποχή ελληνικής πόλης. Η Κοινά αυτή παρουσίαζε σε σχέση με τα δωρικά της μητροπολιτικής Ελλάδας ορισμένες ιδιοτυπίες, γενικά όμως απέφευγε τους αρχαϊσμούς και έρρεπε προς την απλοποίηση.

Ο άνθρωπος του πλήθους θαυμάζει το υπερβάλλον τη νοημοσύνη του. Όμως για να γελάσει, το αστείο πρέπει να το κατανοεί παρευθύς. Η γλώσσα της αττικής κωμωδίας ελάχιστα διαφοροποιείται από την καθομιλουμένη της μεσαίας και ανώτερης τάξης. Από τη φύση της ωστόσο η κωμωδία είναι πανδέκτρια. Όλα είναι ευπρόσδεκτα: και τα μινυρίσματα των βρεφυλίων, και τα επιφωνήματα της γυναικούλας, και οι αρρητολογίες των πορνείων, και οι βαναυσολογίες του λιμανιού, αλλά και η σεμνολογία του έπους, (η «οφρυόεσσα αοιδή» της τραγωδίας) και οι λογοδαίδαλοι της υψηλής διανόησης. Έτσι το έργο του Αριστοφάνη και των άλλων κωμωδιογράφων βρίθει από κακέμφατα, βρισιές (έρρε ές κόρακας), αγοραίες εκφράσεις (ουδέ γρύ), υποκοριστικά (πυγίδιον), μεγεθυντικά -όλα εκείνα τα ηδύσματα του λόγου που προκαλούν αμηχανία στους γραμματοδιδασκάλους και στους εκπροσώπους των αρχών. Συχνότατα επίσης η κωμωδία εκμεταλλεύεται στο έπακρον τις ιδιοτυπίες των άλλων διαλέκτων και τα αξιοθρήνητα ελληνικούλια βαρβάρων και δούλων. Κορύφωση της αριστοφάνειας λογοπλασίας αποτελούν οι λέξεις-σαρανταποδαρούσες, οι ονοματοποιίες (βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ) και τα γλωσσικά τερατουργήματα του τύπου: πομφολυγοπάφλασμα!

Τις καθημερινές ανάγκες επικοινωνίας εξυπηρετεί κατά την αρχαϊκή εποχή η επιχώρια διάλεκτος. Τα κινήματα της ψυχής και τους μετεωρισμούς της φαντασίας αποτυπώνουν οι (τεχνητές) λογοτεχνικές διάλεκτοι, Ο έντεχνος πεζός λόγος, η τεχνουργημένη δηλαδή πρόζα, αναπτύσσεται για να καλύψει τις ανάγκες της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Και επειδή οι δύο αυτοί τομείς του επιστητού αναmύχθηκαν στην Ιωνία, η γλώσσα του πρώιμου πεζού λόγου είναι η Κοινή Ιωνική, δηλαδή ο συγκερασμός των τοπικών διαλέκτων της ιωνικής δωδεκάπολης.

Η ιστοριογραφία έχει τις ρίζες της σε λαϊκές αφηγήσεις για «κτίσεις» πόλεών, σε γενεαλογικά δέντρα, σε κρατικά αρχεία, σε καταλόγους ολυμπιονικών (776 ο πρώτος), επωνύμων αρχόντων (638 ο πρώτος στην Αθήνα) και ιερέων. Πρώτος «λογογράφος» -έτσι επονομάζονται οι πρόδρομοι της ιστοριογραφίας- είναι ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, που συνέγραψε σε ατόφια Ιωνική («ακράτω Ιάδι καί ού μεμιγμένη») γενεαλογίες και σχεδίασε ένα χάρτη της Γης. Αν και δεν ήταν Ίωνες εκ καταγωγής εντούτοις στην Ιωνική συνέγραψαν και ο Ακουσίλαος ο Αργείος και ο Αντίοχος ο Συρακόσιος και ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος.

Ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστοριογραφίας, δραματοποιεί σ' ένα έργο μεγάλης πνοής τη στρατιωτική και ιδεολογική σύγκρουση Ασίας και Ελλάδας. Η καλοκαγαθία του μέτρου και η ευνομία συντρίβουν την ύβρη και τον πλούτο της ασιατικής δεσποτείας. Το μέγεθος του εγχειρήματος απαιτεί σαφή διαφοροποίηση και από τη γλώσσα και από τον τρόπο γραφής (παρατακτική απλοϊκότητα) των λογογράφων. Ο ιστορικός υιοθετεί μια γλώσσα «μεμιγμένη» με βάση τη διάλεκτο της Μιλήτου. Ο αρχαίος πίνος προσδίδεται με ομηρισμούς και δάνεια από την τραγωδία. Η σύνταξη χωρίς να είναι συνεστραμμένη έχει επηρεαστεί από τα τεχνάσματα των σοφιστών.

Στην Ιωνική διατυπώνουν τις επιστημονικές τους ανακαλύψεις, τους αφορισμούς τους και τις διδαχές τους οι πρώτοι φυσιολόγοι και φιλόσοφοι, που είναι γνωστοί με τον συνοπτικό όρο Προσωκρατικοί. Ορισμένοι βέβαια απ' αυτούς (Εμπεδοκλής, Παρμενίδης, Ξενοφάνης) επιμένουν να φιλοσοφούν εμμέτρως. Στην Ιωνική έχουν συνταχθεί και οι ιατροφιλοσοφικές πραγματείες που συγκροτούν το «ιπποκρατικό σώμα», μολονότι ο αρχηγέτης της σχολής, ο Ιπποκράτης, κατάγεται από τη δωρική Κω. Η σαφήνεια, η λιτότητα και η ακριβολογία καθιστούν τη γλώσσα αυτή άριστο όργανο επιστημονικής έκθεσης.

Αρχικά λοιπόν η Ιωνική φαινόταν ότι συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις να καθιερωθεί ως πανελλήνια γλώσσα του έντεχνου πεζού λόγου. Όμως η ραγδαία πολιτική και οικονομική ανάπτυξη των Αθηνών μετά τους Μηδικούς πολέμους δίνουν το προβάδισμα στην Αττική. Οι πρωτοπόροι τεχνίτες είναι αλλοδαποί: ο Θρασύβουλος ο Χαλκηδόνιος, που εισηγήθηκε τη ρυθμική διάρθρωση του λόγου σε κώλα (πιθανότατα κατά το πρότυπο των στροφικών συνθέσεων σε κώλα του Στησιχόρου του Ιμεραίου), ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος και ο Γοργίας, ο Λεοντίνος, που κατέπληξε ως απεσταλμένος της πατρίδας του με τα ρητορικό του σχήματα (τα «γοργίεια») το αθηναϊκό κοινό.

Ο έντεχνος αττικός πεζός λόγος υπηρετεί τρία λογοτεχνικά είδη (και τις παραφυάδες τους), την ιστοριογραφία, τη φιλοσοφία και τη ρητορική. Ο Θουκυδίδης είναι ο θεμελιωτής της φιλοσόφου και επιστημονικής ιστοριογραφίας. Η γλώσσα του είναι η παλαιά ατθίδα, της οποiας κύρια χαρακτηριστικά είναι: ξυν αντί σύν, θάλασσα αντί θάλαπα, ές αντί είς, θαρσώ αντί θαρρώ. Ποτέ συγγραφέας δεν είπε τόσα πολλά και τόσο βαθυστόχαστα με τόσο λίγες λέξεις! Το ύφος του είναι άπλαστο, ανηθοποίητο, τραχύ, ασύμμετρο, πυκνό και ασαφές -τα γνωρίσματα εκείνα που προσιδιάζουν στον μεγαλοπρεπή και υψηλό χαρακτήρα του λόγου. Το ύφος αυτό ήταν σύμμετρο με το μέγεθοs και τη βαρύτητα του πολέμου που σπάραζε 'την Ελλάδα.



Ο Ξενοφών θεωρείται ως «η αττική μέλισσα», αλλά τα αττικά του, ιδίως στο λεκτικό επίπεδο, θόλωσαν από το ξένο γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο για μεγάλο διάστημα αναγκάστηκε λόγω των φιλολακωνικών του πεποιθήσεων να ζήσει Στο εκτεταμένο έργο του απαντούν στοιχεία που προαναγγέλλουν την Κοινή (αντί του έτι το ακμήν, ο πρόγονος του ακόμη).

Ο Πλάτων έβλεπε με καχυποψία τον μονοσήμαντο, απροστάτευτο και αφυδατωμένο γραπτό λόγο. Εντούτοις το έργο του είναι ένα από τα μνημειωδέστερα οικοδομήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κατά κανόνα μιμείται με χάρη και άνεση την καλλιεργημένη καθημερινή ομιλία, αποφεύγει τους εξεζητημένους τεχνικούς όρους και , διανθίζει τον λόγο του με ποιητικές εκφράσεις. Ανάλογα όμως με τις ανάγκες της διαγραφής των χαρακτήρων («ηθοποιΐα») ο φιλόσοφος επιλέγει ένα ύφος που προσιδιάζει είτε στη ρητορική, είτε στην έκφραση του σφοδρού πάθoυς, είτε στη συστηματική αφηρημένη διατύπωση των διανοουμένων, είτε στην ανειμένη αφήγηση των μυθολόγων, είτε στην ιερατική επισημότητα των χρησμωδών, είτε στην ξηρότητα και ακρίβεια των νομομαθών, είτε στον όγκο του διθυράμβου. «Αν ο Δίας ήθελε να μιλήσει στη γλώσσα των ανθρώπων, θα μιλούσε σαν τον Πλάτωνα», φρονεί ο Κικέρων (Πλούταρχος, Κικέρων, 24).

Για να μην επισύρει τα ποδοκροτήματα και τις αποδοκιμασίες του εξημμένου πλήθους, για να μην αποκοιμίσει τον δικαστή, για να είναι ο έπαινος ή ο ψόγος πειστικός, οφείλει ο ρήτορας να αγορεύει κατανοητά. Όλοι οι αττικοί ρήτορες φροντίζουν για την καθαρότητα και την ορθοέπεια του λόγου τους, γι' αυτό και αργότερα προκρίθηκαν ως υποδείγματα απέφθου αττικού λόγου. Ως άκρος χειριστής της Αττικής θεωρήθηκε ο Λυσίας, ο οποίος μάλιστα ως επαγγελματίας συντάκτης δικανικών κυρίως λόγων προσπαθούσε να μιμηθεί τα αττικά που έπρεπε να μιλά σύμφωνα με τη μόρφωση και την κοινωνική του προέλευση ο διάδικος. Η αττική ρητορική κορυφώνεται στον νευρώδη και ανυπότακτο στους κανόνες δημοσθενικό λόγο, όπου συνδυάζονται η εύροια, το πάθος, η δεινότητα και ο πικρός σαρκασμός για τη «ραθυμία» των συμπολιτών του ρήτορα. Ο Λογγίνος στο Περί Ύψους (κεφ. 12) προσεικάζει προσφυέστατα τον ρήτορα με κεραυνό που συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του.

Την πολυπόθητη γλωσσική ενότητα του ελληνισμού προετοίμασαν για αιώνες οι εμπορικές συναλλαγές, οι αμφικτυονίες, οι συμμαχίες, οι πανελλήνιοι αγώνες, τα κοινά ιερά και, φυσικά, η λογοτεχνία. Όμως την αποφασιστική ώθηση για την ομογενοποίηση, την απλούστευση και τη σταθερότητα έδωσε η νέα τάξη πραγμάτων που επέβαλε η μακεδονική ηγεμονία. Η γλώσσα που θα αποτελέσει τη βάση της πανελλήνιας Κοινής δεν ήταν η φτωχή Μακεδονική διάλεκτος, αλλά η Αττική, την οποία η μακεδονική δυναστεία είχε υιοθετήσει ως επίσημη γλώσσα του βασιλείου.

Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας , Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999, σ. 2-13

δείτε εδώ το ολοκληρωμένο αφιέρωμα του Ε.Λ.Ι.Α.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη Xenios : 05-11-09 στις 19:21
Απάντηση με παράθεση