Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #1  
Παλιά 05-11-09, 19:18
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Η ελληνική γλώσσα στην αρχαιότητα

Ανάμεσα στα Ουράλια όρη και στην Κασπία θάλασσα, στην καρδιά της Ευρασίας, διαβιούσε μια φυλή πολυπληθής, που ήδη την 6η χιλιετία είχε ανέλθει σε υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Οι Ινδοευρωπαίοι (έτσι ονομάτισαν κατά τον περασμένο αιώνα οι ερευνητές τον λαό που ανέσυραν από το φρέαρ της αβύσσου) είχαν εξημερώσει το σκυλί και με την αρωγή του το άλογο, το πρόβατο και το βόδι. Είχαν εφεύρει το δεκαδικό σύστημα και τον τροχό του κεραμέα, ίσως και της άμαξας. Οι βάρδοι τους για να διατηρήσουν «άφθιτον» το «κλέος» των πολεμιστών ύφαιναν μακρόπνοες ωδές. 'Όμως στις αρχές της 5ης χιλιετίας η φυλή αυτή άρχισε να διασπάται. Το δυτικότερο άκρο του ανύσματος προσήγγισε τις ακτές του Ατλαντικού. Από τους ευρωπαϊκούς λαούς μόνο οι Πρωτοβούλγαροι, οι Τούρκοι, οι Ούγγροι, οι Φινλανδοί, ίσως και οι Βάσκοι δεν είναι ινδοευρωπαϊκής καταγωγής. Το ανατολικότερο άκρο του ανύσματος εκτινάχθηκε ώς τις παρυφές των Ιμαλαΐων! Οι Arya (οι ευγενείς) συγκρότησαν στην Ινδία τον πυρήνα της αριστοκρατίας, η οποία εξελίχθηκε υπό την καθοδήγηση των Βραχμάνων στο κοινωνικό σύστημα της κάστας. Ένας κλάδος των Ινδοευρωπαίων, οι Έλληνες (το όνομα φυσικά είναι πολύ μεταγενέστερο), περιπλανήθηκε για αιώνες πολλούς στις πεδιάδες της κεντρικής Ευρώπης και της βόρειας Βαλκανικής. Όμως γύρω στο 2000 άρχισαν να κατέρχονται κατά κύματα προς το νότιο άκρο της χερσονήσου. Η Ελλάδα θα πρέπει να φάνηκε στις καταταλαιπωρημένες εκείνες πολεμικές φυλές ότι ήταν η χώρα που υμνούσαν οι ποιητές τους ως κατοικία των Μακάρων: σπάνιοι οι νιφετοί, ήπιοι οι άνεμοι και εκείνη η μαρμαρόεσσα αίγλη ολοχρονίς - το φως του Αιγαίου!

Η τμηματική διάσπαση της ινδοευρωπαϊκής φυλής επιτάxυνε και τη διαφοροποίηση της γλώσσας σε διαλέκτους. Η πρωτοελληνική διατήρησε αρκετά αρχαϊκότατα στοιχεία: την ποικιλία των φωνηέντων, την ευκινησία των όρων της πρότασης, την ευγονία στην παραγωγή και την ευκολία στη σύνθεση των λέξεων. Ανέπτυξε ωστόσο και νεοτερισμούς. Ως τελικά σύμφωνα αποδέχθηκε μόνο το ν, το Ρ και το σ (γάλα < γάλακτ, πρβλ. γενική γάλακτ-ος). Ο τόνος δεν ανερχόταν πέραν της προπαραλήγουσας (νόμος της τρισυλλαβίας). Οι οκτώ πτώσεις περιορίστηκαν σε πέντε, καθώς η τοπική και η οργανική αφομοιώθηκαν με τη δοτική και η γενική με την αφαιρετική. Σχημάτισε απαρέμφατα από όλα τα θέματα του ρήματος: λείπειν, λείψειν, λιπείν, λελοιπέναι! Τεχνούργησε την κομψότατη ευκτική του πλαγίου λόγου και την προσφιλέστατη στους χειριστές του έντεχνου λόγου γενική απόλυτο: δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται.

Στη χώρα που εισέβαλαν οι Έλληνες κατοικούσαν φιλόπονοι γεωργοί, ριψοκίνδυνοι πειρατές, «έμποροι με τους λογαριασμούς του λαβυρίνθου». οι Κάρες, οι Λέλεγες, οι Πελασγοί - με ένα όνομα: οι Προ-έλληνες. Βέβαια η κάθοδος δεν είχε πάντοτε το χαρακτήρα εισβολής. Ορθότερο είναι να μιλάμε για διείσδυση. Παμπάλαιοι μύθοι ιστορούν για τον γέροντα βασιλιά που καλεί τον ήρωα και τους συντρόφους του να υπερασπιστούν τη χώρα από ορδές βαρβάρων ή από τον αιμοδιψή δράκο. Ο ήρωας επιτελεί τον άθλο του και ως ανταμοιβή λαβαίνει σε γάμο τη βασιλοπούλα και το μισό ή και ολόκληρο το βασίλειο. Πάντως οι Έλληνες προσοικειώθηκαν τον εκλεπτυσμένο πολιτισμό των αυτοχθόνων, και κατά συνέπεια και τους όρους που εξέφραζαν τα πολιτιστικά τους επιτεύγματα: ειρήνη, βασιλεύς, πλίνθος, ασάμινθος. Πολλά προελληνικά τοπωνύμια διατηρήθηκαν: Μυκήναι, Αθήναι, Κόρινθος, Λυκαβηττός, Κρήτη, Λάρισα. Προελληνικά είναι και ορισμένα θεωνύμια: Αθηνά, Αφροδίτη, Ήφαιστος, κ.ά. Στους κατοπινούς αιώνες η ελληνική γλώσσα πλουτίζεται και με δάνεια από την Ανατολή: εβραϊκή προέλευση έχει ο χρυσός, και ο κακός (πρβλ. κάκκη: περιττώματα) φρυγική. Αν η δοσολογία είναι σωστή, το κράμα αποβαίνει ανθεκτικότερο από τα συστατικά του. Από τη μίξη των επήλυδων με τους αυτόχθονες προέκυψε το πολύτροπο, αγχινούστατο και ρωμαλέο εκείνο φύλο που δημιούργησε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Πώς ονομάζονταν οι επήλυδες στη νότια Βαλκανική; Τους πολεμιστές που μάχονται μπροστά στα τείχη της ανεμόδαρτης Τροίας ο Όμηρος τους αποκαλεί Δαναούς, Αργείους και συνηθέστερα Αχαιούς. Οι Έλληνες είναι μία από τις τρεις φυλές που συγκροτούν το εκστρατευτικό σώμα του Αχιλλέα (Ιλιάς, Β 684). Στα ομηρικά ποιήματα μνημονεύονται επίσης, από μια φορά, Ίωνες (Ιλιάς, Ν 685), Δωριείς (Οδύσσεια, τ 177) και Πανέλληνες (Ιλιάς, Β 530). Όμως οι στίχοι αυτοί θεωρούνται μεταγενέστερες προσθήκες. Ο Ησίοδος ωστόσο γνωρίζει ότι ο φιλοπόλεμος βασιλιάς "Έλλην" είχε τρεις γιους, τον Δώρο, τον Αίολο και τον Ξούθο (θετός γιος του Ξούθου ήταν ο Ίων, ο γενάρχης της ιωνικής φυλής). Ακόμη και σήμερα η άποψη του Ησιόδου για την τριμερή συνάρθρωση της ελληνικής φυλής (Δωριείς,. Αιολείς και Ίωνες) έχει θερμούς υποστηρικτές. Πρώτοι πιστεύεται ότι ήρθαν οι Ίωνες γύρω στα 2000 π.Χ., ύστερα οι Αιολείς γύρω στο 1700 και τελευταίοι (γύρω στο 1200 ή ακόμη και στα 1000) οι Δωριείς.

Η κρατούσα πάντως άποψη είναι ότι η κάθοδος των ελληνικών φύλων συνετελέσθη σε δύο φάσεις: το πρώτο κύμα εισέδυσε σταδιακά ως την Πελοπόννησο και δημιούργησε τον Μυκηναϊκό πολιτισμό. Το δεύτερο κύμα παρέμεινε στη βορειοδυτική Ελλάδα απομονωμένο. Όταν ύστερα από αιώνες άρχισε να κατέρχεται και αυτό προς την Πελοπόννησο, οι εύθραυστες ισορροπίες των μυκηναϊκών κοινωνιών κατέρρευσαν, και η πολιτική πολυδιάσπαση είχε ως μοιραία συνέπεια την εσωτερική διαφοροποίηση και στις δύο ήδη διαφοροποιημένες διαλεκτικά ομάδες, την ανατολική και τη δυτική. Οι μετακινήσεις πληθυσμών, η γεωφυσική σύσταση της χώρας, που δυσχέραινε τις επικοινωνίες, οι συνεχείς προστριβές και το ισχυρό τοπικιστικό πνεύμα συνετέλεσαν ώστε ο διαλεκτικός κατακερματισμός να διατηρηθεί ώς την ελληνιστική εποχή, οπότε επικρατεί η πανελλήνια Κοινή, που είχε ως βάση την Αττική διάλεκτο.

Την ανατολική ομάδα συγκροτούσαν η Ιωνική, η Αττική, η Αρκαδοκυπριακή και η Αιολική. Στη δυτική ομάδα εντάσσονταν η Δωρική, η Βορειοδυτική, η Μακεδονική και ορισμένες άλλες μικτού χαρακτήρα (της Αχαΐας, της Ίλιδας και της Παμφυλίας). Φυσικά και μέσα στις ίδιες τις διαλέκτους υπήρχαν διαφοροποιήσεις. ο γλωσσικός άτλαντας της αρχαιότητας είχε φύση πρωτεϊκή! Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι διαφοροποιήσεις των διαλέκτων ως προς το λεξιλόγιο και τη σύνταξη είναι περιορισμένες. Οι ουσιώδεις διαφορές αφορούν στην τυπολογία και ιδίως τη φωνολογία, Έχει πάντως υπολογιστεί ότι οι βασικές ισόγλωσσες (ισόγλωσση είναι η γραμμή πάνω στο γεωγραφικό χάρτη, στο εσωτερικό της οποίας απαντά το ίδιο γλωσσικό φαινόμενο) είναι περίπου είκοσι. 'Ένα παράδειγμα. ανάμεσα στο 1200 με 900 η lωνική μετατρέπει το ινδοευρωπαϊκό μακρό α σε η (μάτηρ> μήτηρ). 'Όλες οι άλλες διάλεκτοι (ακόμη και η Αττική μετά τα ρ, ι, ε, υ: ώρα) το διατηρούν αναλλοίωτο.


Χάρτης με την κατανομή των τεσσάρων διαλεκτικών ομάδων κατά την ιστορική περίοδο.

Την Ιωνική λοιπόν μιλούσαν στον Ωρωπό, την Εύβοια, τις Κυκλάδες, στην ιωνική δωδεκάπολη της μικρασιατικής ακτής και των κατέναντι νήσων (Χίος, Σάμος, κ.ά.), καθώς βέβαια και στις πολυπληθείς αποικίες αυτών των πόλεων. Οι Ίωνες ήταν φυλή ανήσυχη, ευκίνητη και καινοτόμος. Κατά συνέπεια και η διάλεκτος ήταν λιγότερο συντηρητική: αποσιώπηση του δίγαμμα (F), κατάργηση του δασέος πνεύματος και του δυϊκού.

Η Αττική, «η ανώτατη έκφραση του ανθρωπίνου γλωσσοπλαστικού δαιμονίου» (W. Schulze), δεν είναι ασφαλώς η πιο καλόβολη διάλεκτος. Η δυστροπία φαίνεται να είναι το δορυφόρημα της ομορφιάς. Η προφορά, τα πολυπληθή μόρια -το άλας του λόγου- και η ποικίλη δράση των σημασιολογικών προσαρμογών θα πρέπει να προκαλούσαν δέος στους αλλόγλωσσους. Ακόμη και ο Τύρταμος, που επονομάσθη Θεόφραστος για την ευγλωττία του, μολονότι και είχε ζήσει για χρόνια στην Αθήνα και καταγόταν από τη γειτονική Εύβοια, δεν ήταν σε θέση να μιμηθεί ανεπίληπτα την αττική προφορά. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αττικής είναι τα συμπλέγματα ττ αντί του σσ (θάλαττα, θάλαττα!) και ρρ αντί ρσ (άρρην αντί άρσην). Η λεγόμενη ωστόσο αττική σύνταξη (τά παιδία παίζει: το «παιδομάνι») απαντά ήδη στον Όμηρο και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιομορφία διαλεκτική, αλλά υφολογική, όπως άλλωστε και το λεγόμενο αττικόν σχήμα (μάχομαι μάχην). Την Αιολική διάλεκτο μιλούσαν στη Θεσσαλία, στη Βοιωτία, στη Λέσβο και στην κατέναντι μικρασιατική ακτή. Η Λέσβος στάθηκε γενναιόδωρη στην παγκόσμια ποίηση: εκεί τραγουδούσαν τον γλυκύπικρο έρωτα η Σαπφώ και τον λαθικάδεα οίνον ο Αλκαίος.

Τοπωνύμια («Αχαιών ακτή»), μύθοι για κτίσεις πόλεων, όπως η ίδρυση της Πάφου από τον Αρκάδα Αγαπήνορα, αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά προπάντων οι εντυπωσιακές ομοιότητες Κυπριακής και Αρκαδικής διαλέκτου (κάς: καί, -το καί είναι δωρικός τύπος που υιοθέτησαν και οι άλλες διάλεκτοι), μαρτυρούν ότι οι Αχαιοί είχαν αποικίσει και την Κύπρο. Με την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου η επικοινωνία διακόπηκε, και η Κυπριακή διαφοροποιήθηκε από την Αρκαδική. Οι δύο διάλεκτοι, που συγκροτούν την Αρκαδοκυπριακή (ή νότια Αχαϊκή) μας είναι γνωστές μόνο από επιγραφές, ιδιωτικές και δημόσιες, και από «γλώσσες» (λ.χ. κόρζα: καρδία, στην Κυπριακή) στους λεξικογράφους. Σε περιοχές της Κύπρου είχε χρησιμοποιηθεί για αιώνες και μετά την εισαγωγή του φοινικικού αλφαβήτου μία ατελής γραφή, το «κυπριακόν συλλαβάριον».

Η Δωρική μιλιόταν στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, στη Μεγαρίδα, στα νησιά του νοτίου Αιγαίου (Κρήτη, Ρόδος, κ.ά.) στη μικρασιατική ακτή της Καρίας (Αλικαρνασσός, Κνίδος) και στις δωρικές αποικίες της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας. Η διατήρηση του ινδοευρωπαϊκού α (το πιο ανοικτό φωνήεν) προσέδιδε στη διάλεκτο έναν ανυπόφορο για το αττικό τουλάχιστον αυτί πλατυασμό: τάν κεφαλάν καί μην τάν γραμμάν! -η μνημειώδης παράκληση του Αρχιμήδη. Το πιο χαρακτηριστικό ωστόσο γνώρισμα είναι η κατάληξη του πρώτου πληθυντικού σε -μες αντί -μεν: νικώμες. 'Ένα από τα αρχαϊκότερα χαρακτηριστικά της Δωρικής είναι η διατήρηση του τ προ του ι: πέρυτι, είκοτι, δίδωτι. Η Δωρική διατήρησε πάμπολλους αρχαϊσμούς στο λεξιλόγιό της, επί παραδείγματι το ρήμα βλώσκω του οποίου η μετοχή αορίστου έμολον απαθανατίστηκε στο περίπυστο μολών λαβέ. Γενικά η Δωρική ήταν μια διάλεκτος βαριά, μονότονη, σταθερή και «αριστοκρατική» - κάτοπτρον της ψυχοσύστασης του λαού που τη μιλούσε.

Οι διάλεκτοι που μιλιόνταν στην Ήπειρο, Ακαρνανία, Αιτωλία, Λοκρίδα και Φωκίδα ονομάζονται με τον συλλογικό όρο Βορειοδυτική (ΒΔ). Ακόμη και το επιγραφικό υλικό (για λογοτεχνία ούτε λόγος) από τις περιοχές αυτές, που απέκτησαν μια παροδική σπουδαιότητα κατά την περίοδο της Αιτωλικής Συμπολιτείας, είναι περιορισμένο.

Μόνο οι Έλληνες είχαν δικαίωμα συμμετοχής στους Ολυμπιακούς αγώνες. Όταν ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Α' (494-454), ο οποίος είχε συνεπικουρήσει ποικιλοτρόπως τους Έλληνες κατά τους Μηδικούς πολέμους, θέλησε να αγωνισθεί στην Ολυμπία, οι αντίπαλοί του εναντιώθηκαν προφασιζόμενοι ότι ήταν βάρβαρος. Ο Αλέξανδρος, ωστόσο, απέδειξε στους Ελλανοδίκες ότι η γενιά του κρατούσε από το ’ργος και έλαβε μέρος στον αγώνα σταδίου. Οι ενστάσεις όμως αυτές, ο χαρακτηρισμός του Φιλίππου ως βαρβάρου από τον Δημοσθένη, οι ελάχιστες φωνολογικές κυρίως ιδιομορφίες της Μακεδονικής διαλέκτου (Βερενίκη, Βαλακρός, δάνος αντί Φερενίκη, φαλακρός, θάνατος), αλλά και πολιτικές σκοπιμότητες, παρέσυραν ένιους ερευνητές στην αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Μακεδόνων και της γλώσσας τους. Όμως ήδη ο Γεώργιος Χατζιδάκις, αλλά και άλλοι επιφανείς γλωσσολόγοι και ιστορικοί, Έλληνες και ξένοι, απέδειξαν με αδιάσειστα επιχειρήματα ότι η Μακεδονική διάλεκτος ήταν ελληνική και μάλιστα συγγενής με τη ΒΔ. Οι Μακεδόνες, ένας κλάδος της δωρικής φυλής κατά τον Ηρόδοτο (Vl, 56 και VIII, 43), καθυπέταξαν θρακικά και ιλλυρικά φύλα και ήταν φυσικό να δεχθούν κάποιες επιδράσεις στη διάλεκτό τους από τις γλώσσες των κατακτημένων λαών.

Το 1952 ο αρχιτέκτονας Michael Ventris, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως αποκρυπτογράφος της αγγλικής αντικατασκοπίας κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, άρχισε με τη συνεργασία του φιλολόγου John Chadwick να φωτίζει το μυστήριο των εγγράφων πήλινων πινακίδων, που είχαν ανακαλυφθεί στα μυκηναϊκά ανάκτορα της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας (1600-1250 π.Χ.). Οι αργιλώδεις αυτές πινακίδες διατηρήθηκαν εξαιτίας ακριβώς των εμπρησμών, που είχαν καταστρέψει τα κτίρια.

Η γραφή αυτή ονομάστηκε Γραμμική Β σε αντιδιαστολή με την αρχαιότερη Γραμμική Α, η οποία δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Η Γραμμική Β αποδίδει ατελέστατα (φαίνεται ότι είχε επινοηθεί για μια προελληνική γλώσσα) με 87 περίπου συλλαβογράμματα και αρκετά ιδεογράμματα μια διάλεκτο σχεδόν ενιαία σε όλα τα κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα κείμενα είναι απλές απογραφές προσώπων (θεωνύμια, ανθρωπωνύμια), ζώων, αντικειμένων και προϊόντων, δηλαδή το αρχειακό υλικό της ανακτορικής γραφειοκρατίας. Από λογοτεχνικά έργα, αν είχαν καταγραφεί, δεν διασώζεται ούτε ένας στίχος. Η Μυκηναϊκή διάλεκτος, που μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων έπαψε να μιλιέται και να γράφεται, είναι συγγενής της Πρωτο-αρκαδοκυπριακής, αλλά παρουσιάζει και εντυπωσιακές ομοιότητες με τα ιωνικά και την τεχνητή διάλεκτο των ομηρικών επών. Η σημασία της για τη μελέτη της εξέλιξης της ελληνικής είναι μεγάλη, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει, σε σύγκριση με τις άλλες διαλέκτους, ένα χρονολογικό επίπεδο κατά τέσσερις με πέντε αιώνες παλαιότερο.

Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και η τέχνη της γραφής. Κατά τους σκοτεινούς αιώνες (1200-750) μόνο στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου χρησιμοποιούσαν κάποια ατελή συστήματα γραφής, όπως το κυπριακό συλλαβάριο. Τη νέα, αλφαβητική, όμως, γραφή εισήγαγαν έμποροι (Κρήτες; Ρόδιοι; Κύπριοι; Μιλήσιοι πιθανότατα από τη Φοινίκη. Την καταγωγή του ελληνικού από το φοινικικό αλφάβητο μαρτυρούν οι ονομασίες (άλεφ > άλφα, κτλ.), η μορφή, η φωνητική αξία και η σειρά εμφανίσεως των γραμμάτων. Για τη φοινικική προέλευση συνηγορούν επίσης η μαρτυρία του Ηροδότου (V, 58-61), η κατεύθυνση της γραφής στα αρχαιότερα μνημεία (επί τά λαιά) και εμμέσως η γραφική ύλη, εφόσον στην αρχαϊκή εποχή δεν απαντούν επιγραφές σε πήλινες πινακίδες. Και ο τόπος και ο χρόνος εισαγωγής δεν μπορούν να προσδιοριστούν επακριβώς. Ως αρχαιότερες επιγραφές πάντως θεωρούνται η οινοχόη του Διπύλου (735-725) και το ποτήριον του Νέστορος (740-720).

Είναι πολύ πιθανό η παραλαβή να έγινε σχεδόν ταυτοχρόνως σε πολλές περιοχές του ελληνισμού, επειδή ακριβώς το αλφάβητο δεν εμφανίζεται ομοιόμορφο παντού. Φυσικά οι Έλληνες επέφεραν περιορισμένες, αλλά αποφασιστικής σημασίας τροποποιήσεις, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η χρησιμοποίηση ορισμένων γραφημάτων για την απόδοση των φωνηέντων, που είναι (σε αντίθεση με τα σημιτικά) η βάση της γλώσσας τους. Έτσι στο ελληνικό αλφάβητο κάθε γράφημα αντιπροσωπεύει και ένα φθόγγο. Το νέο λοιπόν οικονομικότατο, ακριβέστατο (πιστή φωνητική απόδοση) και ευκολομάθητο σύστημα γραφής (ένα επίτευγμα του αναλυτικού πνεύματος των Ελλήνων!) απλώθηκε ταχύτατα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και δεν παρέμεινε ως τέχνη απόκρυφη, όπως στην Αίγυπτο, μιας κάστας γραφέων.

Ο προφορικός λόγος σαγήνευε τους Έλληνες. Οι στρατηγοί αγόρευαν και πριν και μετά τη μάχη (παραίνεση, επικήδειος). Οι πολιτικοί ονομάζονταν ρήτορες. Ακόμη και ο ομηρικός Όλυμπος ήταν μια θορυβώδης δημοκρατία. Έτσι ώς το τέλος της κλασικής εποχής οι φωνές διαμαρτυρίας δεν έλειψαν. Ο Πλάτων, ο Ισοκράτης, ο Αλκιδάμας και άλλοι στοχαστές καταδίκαζαν τη γραφή, επειδή πίστευαν ότι αδυνατίζει τη μνήμη και ότι αποδίδει μόνο κατά προσέγγιση τον ενδιάθετο λόγο. Εντούτοις η νέα αυτή εκρηκτική τεχνολογία είχε σε συνάρτηση με άλλους πολιτικοκοινωνικούς παράγοντες καθοριστικές επιπτώσεις σε καίριους τομείς της ζωής: υποκατέστησε με τον καιρό τη φυλετική εγκυκλοπαίδεια της συλλογικής μνήμης, που ήταν (επειδή δεν στηριζόταν στο μάτι, αλλά στο αυτί) επισφαλής και αναξιόπιστη, προώθησε την επιστήμη, επειδή το γραπτό κείμενο επιτρέπει τη συστηματική συναγωγή και τη συγκριτική ανάλυση του γνωστικού υλικού, συνεπικούρησε την κωδικοποίηση της νομοθεσίας οχυρώνοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς, διευκόλυνε τις εμπορικές συναλλαγές, επέτρεψε και στα λαϊκά στρώματα να καρπωθούν τα αγαθά της εκπαίδευσης, περιόρισε τις διαλεκτικές διαφορές και τέλος βοήθησε στη διάδοση και στη διάσωση προπάντων της λογοτεχνίας. Όμως και μετά την εισαγωγή του αλφαβήτου η λογοτεχνία διατήρησε εν μέρει τον προφορικό της χαρακτήρα. συχνότατα η «δημοσίευση» ενός έργου συνίστατο στην απαγγελία και την απομνημόνευσή του από τους παρόντες.

Ακόμη και όταν ολοκληρώθηκε η κάθοδος των ελληνικών φυλών, η γλώσσα παρέμεινε κατατμημένη διαλέκτους. Ωστόσο οι διαφορές δεν δυσχέραιναν τη συνεννόηση ανάμεσα στις ποικίλες διαλεκτικές ομάδες. Οι έφοροι της Σπάρτης για παράδειγμα ενδέχεται να δυσφορούσαν με τη ρητορική εκζήτηση και την πολυλογία των Αθηναίων πρεσβευτών, αλλά πάντως κατανοούσαν αν είχαν τεταμένη την προσοχή τους, πλήρως τα αττικά, και αντιστρόφως. Οι παρεξηγήσεις φυσικά υπερτονίζονταν από τους κωμωδιογράφοuς.

Διαφορές άλλου είδους ωστόσο υπήρχαν και ανάμεσα στους ομόγλωσσους. Η κοινωνική προέλευση, το μορφωτικό επίπεδο, το επιτήδευμα, ακόμη και το φύλο προσδιόριζαν το επίπεδο χρήσης της γλώσσας. Ασφαλώς δεν μιλούσαν με τον ίδιο τρόπο ο αστός και ο χωρικός, η ιέρεια και η πόρνη, ο σοφιστής και ο ιχθυοπώλης, η έγκλειστη στο γυναικωνίτη και ο ρήτορας. «Απόσταση ασφαλείας» από τον φυσικό λόγο τηρούσε και η γλώσσα της κρατικής γραφειοκρατίας. Το λεξιλόγιο της γλώσσας του κράτους (νόμοι, ψηφίσματα, συνθήκες) ήταν αρχαιοπινές, η τυπολογία αρχαϊκή, η σύνταξη βαρειά και περίπλοκη. Πάντοτε η γλώσσα της εξουσίας είναι άκαμπτη, παγερή, απρόσωπη και κανονιστική.

Συνέχεια στο επόμενο
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση